Λίγα γραμμάρια χρόνου στα χέρια. Προσπαθώ να τον συγκεντρώσω στο κοίλο της χούφτας, να γεμίσει τη γραμμή της ζωής. Κι αυτός, θρασύς, κυλά στις σχισμές ανάμεσα στα δάχτυλα και ρέει· τρέχει και στροβιλίζεται σαρώνοντας ό,τι βρεθεί εμπρός του. Μαζεύω ό,τι προλάβω από δαύτον: λίγο χώρο της στιγμής δηλαδή, σχετικά άφθαρτο, αδιάφορο σχετικά. Να, λίγο χώμα από τη γαρδένια της αυλής, ένα φύλλο ξερό, ένα κομμάτι ύφασμα από το καλοκαιρινό φόρεμά μου. Γρήγορα τα φυλάω μέσα στο ξύλινο σεντούκι μου. Ο ήχος από το κλείσιμο του λουκέτου επισφραγίζει τη νίκη μου. Κάθε νύχτα το ανοίγω και αναδύονται τα θνητά υλικά μου. Τα βάζω στο κοίλο της χούφτας: το χώμα γεμίζει τη ζωή και τη γραμμή της, το φύλλο το ξερό αποκαλύπτει στα μάτια μου το μέλλον και το ύφασμα το καλοκαιρινό τυλίγει το χέρι κάνοντάς το όμορφο και πάλι. Με τόσο δυνατά υλικά στα χέρια τον πλάθω τον χρόνο· τον μεγεθύνω, τον συρρικνώνω, τον τραβώ και τον συμπιέζω με όλη μου την προκρούστειο διάθεση. Για να μάθει· να μάθει πώς είναι να σε ορίζουν.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ