Έπιασα το βλέμμα μου για άλλη μια φορά να στέκεται στο παλιό φωτιστικό στο βάθος. Ήταν το μόνο πράγμα που μου είχε μείνει από το πατρικό μου στην Αλεξάνδρεια. Όμορφο μέσα στην μελαγχολία των περασμένων, ήταν κι αυτό γνήσια Αλεξανδρινό, άλλοτε να ομορφαίνει υπέρμετρα κι άλλοτε να φαντάζει μικρό και τιποτένιο. Μάλιστα αυτό και λίγες σκόρπιες αναμνήσεις μού είχαν απομείνει.
Όσο ήμουνα μικρός, ο παππούς μου με έπαιρνε στη δουλειά του. Ήταν προϊστάμενος σε μια υπηρεσία. Περνούσα ατελείωτες ώρες βουλιάζοντας στην ψηλή πολυθρόνα. Ήταν αληθινό πανηγύρι για μένα να παρατηρώ το πολύβουο μελίσσι των υπαλλήλων να ξεδιπλώνεται γύρω μου. Στο δεύτερο γραφείο στο βάθος, ήταν πάντα ο κος Καβάφης, συνεσταλμένος, αρκετά συνεπής, σχετικά ψηλός με έναν τσαλακωμένο γιακά κι ένα ζευγάρι ολοστρόγγυλα γυαλιά. Αυτός έκλεβε πάντα εκείνο το αδιάκριτο, κενό και συνάμα αφελές κι ολοζώντανο παιδικό ενδιαφέρον. Είχε ανεπαίσθητα εκείνο το άγνωστο και βαθύ που αθωώνει την καταδικαστέα κατά τα άλλα μονοτονία και τυπικότητα. Το πρόσωπό του ήταν πάντα εξαφανισμένο μέσα σε δύο ειδών χαρτιά, στα επίσημα υπηρεσιακά, καλογραμμένα, κάτασπρα και παραδοτέα και σε εκείνα τα ελάχιστα κουρελιασμένα στη σχισμή του συρταριού. Τον έβλεπα με αυτά την ώρα του διαλείμματος. Έπρεπε να στρέφεσαι σε αυτόν, όταν νόμιζε πως κάθε άλλο μάτι έλειπε να τον βλέπεις, να τα ξεθάβει από τα τρισκότεινα βάθη του γραφείου, να ανοίγει τη μικρή ασημένια πένα, να σκύβει, να απορροφάται από αυτά, να μην ξεχωρίζεις το πρόσωπο, το καφέ σακάκι και το ξύλινο γραφείο, με την πένα να κατακεραυνώνει αδιάκοπα το χαρτί κι εκείνο γεμάτο μουντζούρες αμέσως να υποχωρεί για να ξαναεμφανιστεί ολόλευκο.
Και όσο ο καιρός περνούσε άρχιζε δειλά-δειλά να κυριαρχεί, ώσπου έλαβε τελείως πια το λόγο εκείνη η περιέργεια που ζητά αδιάντροπα να ανακαλύψει τα πάντα ακόμα κι εκείνα που ούτε καν τώρα δεν μπορεί να κατανοήσει. Αργά αργά, άνοιξα το συρτάρι που έτριζε. Είναι ξεχωριστό το αίσθημα αυτό της προσμονής κι έπειτα της αφής του συνηθισμένου που όμως έχει κάτι που είναι ή που φαντάζεσαι πως είναι ιδιαίτερο, γιατί τελικά αυτή η προσδοκία τα δημιουργεί όλα αυτά. Το βλέμμα μου άρχισε να περιηγείται στις καμπύλες των γραμμών, όταν ένιωσα ένα ζευγάρι μάτια στη πλάτη μου. Γύρισα, ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Ήταν ο ίδιος κι όμως δεν ήταν, κάτωχρος σαν να τον είχαν αδειάσει, να τον είχαν κατακλέψει. Ίσως δεν έφταιγε το ότι τα είχε ψηλαφίσει ένα παιδί – τι θα μπορούσα άλλωστε να καταλάβω. Όχι, ήταν αναμφίβολα κάτι βαθύτερο, το αίσθημα της κένωσης από εκείνον τον ενδόμυχο ιερό φόβο που τώρα πια δεν υπάρχει γιατί βγήκε έξω και τον τύφλωσε η άκριτη φωτοχυσία της πραγματικότητας. Ήταν ακριβώς αυτή η προδοσία που ζωγραφιζόταν στο κενό του βλέμμα, στο άναρθρο ψέλλισμα και ακολούθως στο άτακτο βάδισμα και φευγιό, την υποχώρηση.
Δεν ξαναπήγα στο γραφείο. Φοβόμουν. Λίγο αργότερα ήρθε κι η μετάθεση του παππού στην Αθήνα. Τον συναντήσαμε στο λιμάνι. Διαφορετικός, σχεδόν χαρούμενος, μας χαιρετά εγκάρδια, μου χαρίζει κάτι. Το είδα στο πλοίο, η πένα, η ίδια, τόσο μικρή αλλά και τόσο ανεπανάληπτη, όσο κι εκείνος στην πολύβουη αποβάθρα.
Ένιωσα να ξυπνάω ξαφνικά, να βλέπω τη μορφή του να ζωντανεύει γαλήνια κάπου εκεί δίπλα μου. Σκοτεινιάζει, κάνω να ανάψω το φως, η ιδέα χάνεται, το βλέμμα μου πέφτει στην πένα.
«Βαραίνει σαφώς κι ανυπερθέτως της ποιήσεως ο δρόμος οιονδήποτε διαβάτην -καθότι μακρύς. Βλέπεις όμως είναι τελικώς ο μόνος που ο θίασος ο μυστικός ουδέποτε διαβαίνει», σιγοψιθυρίζω.
Ανοίγω το φως.
«Αντίο, κύριε Καβάφη», αφήνω τη φωνή μου να ακουστεί στο αδειανό δωμάτιο.
«Όχι, όχι αντίο», με διορθώνει σκεπτικά, «εις το επανιδείν» κι η φωνή χάνεται…
Χρήστος Τσαγκάρης
Kαταπληκτικό! Συγχαρητήρια.
Ευρηματικό!
Πανέξυπνη ιδέα η παρουσία του Καβάφη στο κείμενο με στοιχεία μυθοπλασίας.
Θαυμάσιο!