Αντώνης Γιαννόπουλος:
«Φιλντισένια» (Πεζοτράγουδα), εκδόσεις Δρυμός, Αθήνα 2007, «Επιστροφή στον Ταΰγετο», εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2014, «Τελευταία Παράσταση», εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα, 2017.
Γεννήθηκε εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί και η θάλασσα το αλάτι, όπως μας συστήνεται σε εισόδιο αυτοβιογραφικό του κείμενο, ο πολύτροπος ποιητής Αντώνης Γιαννόπουλος.
Κάτω από τον Φιλιατρινό ουρανό, εκεί που η δόνηση της ψυχής του λαξεύει τον ευφρόσυνο στίχο του, τον ζυμώνει και τον ψήνει με την αισθαντική ανατριχίλα της Μεσσήνιας ρίζας του, εκεί βρίσκει τη δική του ποιητική περπατησιά ο ποιητής της «Φιλντισένιας» μούσας και της σιβυλλικής θεάς Μαρίας Κάλλας, επιστρέφοντας, με τη φωνή του γέροντα ποιητή-αναχωρητή, στον Ταΰγετο της καρδιάς του.
Ώριμος, στοχαστικός, με φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου, κοινωνικός, επικoλυρικός, ελεγειακός, ευαίσθητος και συνειδητά άγρυπνος, ελλοχεύει πίσω από τo βιωματικό του σόδεμα με μια τεράστια προσληπτική δεινότητα. Εξετάζει την προσωπική του διαδρομή μέσα από την διείσδυση στον μικρόκοσμο της χαμογής του.
Ύστερα στρέφεται στα εξώτερα πεδία με γόνιμη ιστορική-ερευνητική ματιά και επιστρέφει ξανά, διερευνώντας τα αίτια του -αναγκαία- μοναχικού, εσωτερικού ποιητικού του διαλόγου. Ενδοσκοπεί, ανακαλεί στη μνήμη, αναμοχλεύει και αγκιστρώνει το πνεύμα στις γενέτειρες ρίζες του, αποζητώντας με την πένα του τη γαλήνη, τη δικαίωση, το λυτρωτικό απαύγασμα της ζωής και το αισθητά ωραίο.
Ως σκαπανέας ουσίας με την αμεσότητα της διαίσθησης και ως ποιητής ευδόκιμος με βαθιά ενόραση, χαρτογραφεί το αισθαντικό του απόθεμα σε δύναμη ζωής, καταργώντας το κράτος του ζόφου. Αποκόπτοντας κάθε τι το ερεβώδες, δημιουργεί το συγκινησιακό του αφήγημα σε τέχνη και το μετουσιώνει σε εγκώμιο και αίτημα για κάλλιστο και λέφτερο κόσμο. Η ποίησή του σπλαχνική, της αγιοσύνης και της τρυφερότητας, προτάσσει την ελπίδα ως ανάγκη ζωτική, που οδηγεί στο φως. Τοποθετείται φιλοσοφικά απέναντι στο μεταφυσικό κόσμο, αγναντεύει με σθένος το εναγώνιο πέρασμα στον Αχέροντα. Κι ύστερα φτερώνει ο νους του και στρέφει το βλέμμα του πάνω στον Άνθρωπο. Μέσα από τις υπαρξιακές και προσωπικές του αναζητήσεις, μεστώνει ψυχοπνευματικά και αρθρώνει νιόφαντες διακηρύξεις για την αλήθεια του κόσμου.
Οι στίχοι του, συντεταγμένοι αβίαστα, με αριστοτεχνική φινέτσα στον κυματόβρεχτο ήλιο και στο αυγινό φως της Μεσσηνιακής φαρέτρας του και δουλεμένοι με δεξιοτεχνία στην υψηλή λειτουργία της ποίησης, μελωδούν κάτω από την καθοδήγηση του υπόγειου βιωματικού του φορτίου. Από τα εσώτερα κατάστιχά του, με τις παλίρροιες του νόστου, εκπορεύεται η ποίηση του Α. Γ. Υψιπετής, ψηλώνει με τη «Φιλντισένια» ενορατική εποπτεία του και αντρώνεται με την «Tελευταία Παράσταση» και τις άριες της Μαρίας Κάλλας ως τα ψηλώματα του Ταΰγετου. Ποίηση καθαρμένη από τον επιτηδευμένο και ρηχό λυρισμό αναδύεται σαν λυτρωτική προσευχή στον κήπο της Γεσθημανή. Η προσωπική του κάθαρση αλλά και η κάθαρση του αναγνώστη συντελείται πάνω στο ιερό θυσιαστήριο, στο αλτάρι της ποίησης.
Έμφορτη, λοιπόν, η γραφίδα του από στοιχεία μιας ποιητικής στοχασμού, που συνδέεται με την εντοπιότητα και την καταγωγή του, πραγματεύεται το θέμα ενός ενδότερου νόστου-κόσμου, την ποιητική καταγραφή ενός θεατρικοποιητικού δρώμενου και τη διαχείριση μιας ελεγειακής και καινοτόμας μορφολογικά θεματολογίας. Το έργο του ανάγεται, με τις λεκτικές δημοτικές υπομνήσεις αλλά και την απερίφραστη λυρική και ελεγειακή του δεινότητα, σε ύλη βαθιά βιωματική και αφηγημένη. Μετρώντας πίσω του μια ενήλικη ζωή, με σκηνικό υπόβαθρό της την καθημερινότητα του σύγχρονου επίπλαστου κόσμου, ο ποιητής επιστρέφει στα κορφοβούνια του ποιητικού του Ταΰγετου, διαλέγεται με τα παιδικα του βιώματα, προσυπογράφει έναν αυθεντικό ελεγειακό και εγκωμιαστικό ποιητικό λόγο για τη «divina» Μαρία Κάλλας και συνομιλεί με τη θάλασσα και το φεγγάρι, με τα πουλιά και τους χορταριασμένους κάμπους. Με το αίμα του και τον τόπο του δηλαδή.
Η αγάπη του για την ποίηση, για τη γλώσσα και την πνευματική εσωτερική ζωή, επιστρατεύουν με ευρηματική δομική μαεστρία τη μούσα του, τη Φιλντισένια κόρη, που άλλοτε την αποκαλεί και Ερατώ ή και Ευτέρπη. Η μούσα του στέκει εκεί, κρήνη του, «στον κήπο των εκλεκτών» για να της εκμυστηρεύεται -με λέξεις νιόφερτες που φοδράρουν τον πόνο και τον εξωραϊσμό του-, τις ενοχικές συνθλίψεις του τόπου μας, τις φάμπρικες της εργατιάς με τα αλλόφυλα σπαθιά που κλέβουν της ζωής το μερτικό μας και τα θρηνολόγια της εμφύλιας συμφοράς μας. Άλλοτε πάλι της σιγοτραγουδά τα ιδανικά της προγονικής κληρονομιάς στα χείλη των κουρσάρων, που γαλανίζουν, δώρα ακριβά σε υπερπόντιες αχτές. Κι αλλού, τις ανεμοσπορές του μισεμού, την οδύνη του για το κλάμα των μικρών παιδιών, για το μοιρολόι της κατεχόμενης Κύπρου. Διαβάζουμε στη σελ. 9 του βιβλίου με τον τίτλο «Φιλντισένια»: «Χίλιες ζυγές βιολιά σου παίζανε τα όνειρα/ αβασίλευτα./Στην ανέμη της νιότης,/στου χρόνου το γοργό ρυθμό,/έφηβος Μάης ξέπλενε τα προικιά σου…/Κορίτσι αβάσταχτου καιρού/που στις παλίρροιες των νόστων/ θάβεις τους καημούς,/όπως η Άγια θαλασσινή κρύβει/το τάμα της στις απλωσιές του πέλαου!/ Μέσα στους χίλιους ύπνους, Ευτέρπη,/ Ερατώ, σ΄ άγγιξα μια φορά και καλοσύνεψα.»
Η μούσα του αντικατοπτρίζει τη λέφτερη κι ακάματη ψυχή, την πολύπαθη πατρίδα με τα ηλιοκαμένα μέτωπα, τον έρωτα που αναλιγώνει τα κορίτσια, που στέκει εκεί που σμίγουν οι πηγές του παραδείσου και πίνουν γλυκό κρασί οι ποιητάδες του ονείρου.
Τα στοιχεία της φύσης δρουν ως προσωποποιημένα σύμβολα όπως τα ποτάμια, τα ψηλά βουνά, τα πουλιά και νοηματοδοτούν καταστάσεις και ιδέες. Η ιερότητα των συμβόλων, η μυστική επικοινωνία με τις υπερφυσικές δυνάμεις, στοχεύουν να προτάξουν την εσωτερική αλήθεια του ποιητικού υποκειμένου. Τα φυσικά στοιχεία και τα ζώα λειτουργούν μέσα στη θεματολογία του με μια σημειολογία. Τα ζώα ή τα πουλιά δεν έχουν απλά τη θέση ζώων και πουλιών στον ποιητικό του καμβά αλλά, όπως στο δημοτικά τραγούδια, υποδηλώνουν πράγματα και ιδέες. Γράφει στη σελ. 40 στη συλλογή «Φιλντισένια»: «Ε! Σεις ποτάμια, ψηλά βουνά/κι εσείς χορταριασμένοι κάμποι,/μετά από τόσους παιδεμούς/αποσπερού ξαναγυρνώ σε σας,/όνειρα κι αλήθειες δώστε της./Κι εσείς διαβατικά πουλιά/πετροχελίδονα/ στους πέντε δρόμους/στα κρεμαστά νερά/στείλτε τα συχαρίκια μου.»
Συνομιλεί επίσης και ως γέροντας σοφός αναχωρητής, με προφητική και νουθετική διάθεση, με τη νέα γενιά που βρίσκεται γνωστικά και εμπειρικά στην αντίπερα όχθη. Με τον αναχωρητή στο κεντρικό πλάνο του βιβλίου «Επιστροφή στον Ταΰγετο», συνομιλεί με τις φωνές νέων αναγνωστών και με το Χορό, που συνεπικουρούν στην εξέλιξη του μύθου και της αφηγηματικής του δράσης. Θέσεις και αντιθέσεις, στάσεις και αντιστάσεις λειτουργούν λυτρωτικά, απελευθερωτικά στα κακώς κείμενα του σημερινού γίγνεσθαι και στέκουν φάροι για τη σύγχρονη νιότη. Διαβάζουμε στις σελ. 102,103 του βιβλίου με τον τίτλο: «Επιστροφή στον Ταΰγετο»: «Ποιητής: Καλύτερα να σταθώ στο βάθρο της ταπεινότητας παρά να νιώσω στην καρδιά μου το βάρος της ενοχής. Κι αφού η δική σου καρδιά δεν ξέρει πού ν΄ ακουμπήσει από μίσος, θυμήσου Τύραννε. Πάνω στην άκρη της νιότης μου άφησα ένα μικρό κλωνάρι ελιάς για σένα. Αν μπορείς, φύτεψέ το στην αντηλιά της ειρήνης…»
Με το βαθύ βίωμα του σοφού, στο οποίο παραπέμπει η ισχυρή φωνή της ποίησής του σε β! ή γ! γραμματικό πρόσωπο, κυματίζει από το παρελθόν στο παρόν με την ειλικρίνεια της γραφής του, την ποιοτική και ποιητική χρήση της γλώσσας, την επιλεκτική θεματολογία του και τον εκπεφρασμένο εσωτερικό του πλούτο. Γιατί αυτά υφαίνουν τη γερή αρματωσιά του ποιητή Α. Γ., ακριβά του σήμαντρα που τον οδηγούν από το εσωτερικό του ταξίδι να αγναντέψει σαν σοφός αναχωρητής τον κόσμο και να κάμει το ταξίδι του σοφού Οδυσσέα. Κι αυτή η γερή αρματωσιά του στοχαστικού νου του είναι θεμελιωμένη στη γενέτειρά του, στα Φιλιατρά, με το βαθύ φυσιολατρικό στοιχείο και την ματαλαμπαδεύει στον Άνθρωπο. Θα τολμήσω να πω, ότι ο Α. Γ. είναι ένας γνωστικός, φιλόσοφος, ανθρωποκεντρικός ποιητής, που τον απασχολεί πολύ έντονα το μεταφυσικό βίωμα και μέσα από την ψυχοπνευματική του πάλη το μεταμορφώνει σε αυθεντικό αίτημα ζωής.
Ο Ρομαντισμός προικοδότησε την ποίησή του Α.Γ. με πολλά από τα πάγια χαρακτηριστικά του. Ο κυρίαρχος ιδεαλισμός, η αστείρευτη δημιουργική φαντασία, η υποκειμενική αντίληψη της φύσης, η μεγάλη σημασία του αισθήματος, η ποικιλότροπη χρήση της συμβολικής εικόνας, η έκφραση του υψηλού, η αυτάρκεια της πληθωρικής γλώσσας, προσδίδουν μια ρομαντική απήχηση και μια αρμονική μουσικότητα στην ποίησή του.
Η θεατρικότητα, επίσης, είναι ένα από τα βασικά στοιχεία στην ποίησή του. Στο έργο του «Επιστροφή στον Ταΰγετο» επιτυγχάνεται με τους διαλόγους μεταξύ των προσώπων, με την κινητικότητα των ηρώων του αλλά και με τη γενικότερη θεατρική δράση, που δημιουργεί ο ποιητής στο ποιητικό-θεατρικό του πόνημα.
Διακρίνουμε, δηλαδή, στα ποιήματά του μια σκηνοθετική οργάνωση του χώρου και των προσώπων, σα να παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση, βλέπουμε τα πρόσωπα να μιλούν και να κινούνται και αποκτάμε έτσι την αίσθηση πως γινόμαστε θεατές της δράσης των προσώπων του ποιήματος.
Στον ελεγειακό του λόγο, όπως ο ίδιος ο ποιητής χαρακτηρίζει το βιβλίο του «Τελευταία παράσταση» στο εξώφυλλο, μας συγκινεί θρηνώντας για τη φωνή της Μαρίας Κάλλας που σιώπησε αλλά παράλληλα υμνεί τον μύθο της μεγάλης σοπράνο, της Ελληνίδας ιέρειας. Η ελεγειακή ποίηση με την αρχαιοελληνική ρίζα της και την απαιτητική της δόμηση γίνεται πράξη στην γραφίδα του Α.Γ. Διαβάζουμε στη σελ. 23 του βιβλίου: «Είδα τα μάτια σου θλιμμένα κι είπα/να σου ετοιμάσω μια γιορτή/πάνω στης γης τον ιερό ομφαλό./Εκεί, που στοίχειωσαν οι φωνές των ποιητών…Πες μου την άρια…Addio del passato bei sogni ridenti…». Και στη σελ. 26 υμνώντας την τιτάνια σοπράνο, γράφει: «AVE MARIA./ Διαλεχτή κι αγαπημένη των μουσών./Σε τούτο τον κόσμο, άλλη «Ντίβα» δε χωράει!/ «Άλκηστη, Lucia, Leonora» μορφές/που ύψωσε η γλυκιά φωνή σου…»
Λέγεται πως η ανθρώπινη διάνοια με τις εικόνες άνοιξε το δρόμο της Ποίησης. Τα εικονοποιήματα των συλλογών του Α. Γ. με τη σκηνοθετική του μαεστρία καταγράφουν το φως και τις φωτοσκιές, εντοπίζουν το ευτελές, το θρηνώδες, το απωλεσθέν και το μετουσιώνουν σε αξία. Εικόνες κινητικές κατακλύζουν τα βιβλία του, που στα κελάρια τους κρύβουν τη ζέση για τον Άνθρωπο και τις υψηλές ευαισθησίες του ποιητή. Λέξεις νιόφερτες με τα διαβατάρικα πουλιά από το πορφύρι της Ιόνιας θάλασσας στο ποιητικό κατώφλι του, μετασχηματίζονται σε υψηλούς στοχασμούς άλλοτε με επιταχύνσεις και κορυφώσεις και άλλοτε με υφέσεις και σιωπές.
Κι αφού η Ποίηση είναι μια ιδιάζουσα μορφή της ζωής μας, μια ετεροπρόσωπη όψη της ζωής, εύκολα μπορούμε να θεωρήσουμε, πως η ποιητική εικόνα στο ποιητικό έργο του Α. Γ. είναι το όχημα μέσω του οποίου η ποίηση επανασημασιοδοτεί τη ζωή, την ψηλώνει, της προσδίδει νέες αξίες και οράματα.
Ολοκληρώνοντας την κριτική μου ματιά στο ποιητικό έργο του ακμαίου ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου, ομολογώ το αυτονόητο για τους αναγνώστες-μελετητές του έργου του: Πολύ λίγο φως έριξα στη λυρική, στοχαστική, μαχητική, φιλόσοφη και ελεγειακή ποίηση του πνευματικού ανδρός.
Κλείνοντας, σας προτρέπω, να αφουγκραστούμε, μέσα από την ποιητική φωνή του αναχωρητή, την κατάθεση του ποιητή μας: «Σταθείτε σε μέρη που τα πνίγει η φτώχεια και η ανέχεια. Κοντά σε σκλάβους… Στα κρεβάτια του πόνου, παρηγορήστε αρρώστους, ανήμπορους, ξεχασμένους που δεν αγαπήθηκαν… Μην αγνοείτε, πως κάτω από τον ήλιο οι άνθρωποι στέκονται όλοι ίσοι…»
Αθήνα 24/12/ 2019
Καλλιόπη Δημητροπούλου