Ακούστε. Δεν πιστεύω καθόλου σε τηλεπάθειες, σε μεταβίβαση σκέψης και τα παρόμοια και τούτο διότι πολλές φορές στη ζωή μου προσπάθησα να επικοινωνήσω κάνοντας focus με την σκέψη μου στο άτομο που είχα κατά νου, αλλά μα τω Θεώ, είδηση δεν πήρε από το κάλεσμά μου.
Άπειρες φορές η σκέψη μου συγκεντρωμένη σ’ αυτόν απελπισμένα και φορτισμένη σε τέτοιο βαθμό που είχα την αίσθηση ότι μπορούσε να μετακινήσει αν όχι βουνό, έναν λόφο όμως σίγουρα. Μάταια. Κανένα σήμα μου δεν πλησίασε καν το αντικείμενο του πόθου μου. Που σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι όταν άλλος δεν σε σκέπτεται, δεν πάει ΕΣΥ να μην κλείνεις μάτι ολημερίς κι’ ολονυχτίς για χάρη του; Τον αφήνει παγερά αδιάφορο η …αϋπνία σου με σήμα σου ή και χωρίς.
Μέχρι που μια μέρα μού συνέβη το εξής κουφό, που μπορείς να το πεις και τηλεπαθητικό και συμπτωματικό και μεταφυσικό και θεόπεμπτο. Ένα πακέτο δηλαδή, πού όμοιό του κανένας courier δεν μου έφερε ποτέ.
Ήμουνα ερωτευμένη τόσο που άλλο δεν έπαιρνε. Όχι βέβαια πως θα άφηνα τον άλλο να καταλάβει το μέγεθος της σαϊτιάς που ο Έρωτας είχε εξαπολύσει στην καρδιά μου… Για λόγους όμως ανεξερεύνητους, μα κατανοητούς ίσως μόνον από τους ανά τον πλανήτη ερωτευμένους, ένα από τα ονειρεμένα βράδια μας μετατράπηκε τελείως απροσδόκητα σε εφιάλτη. Είπαμε ψυχρά «καληνύχτα» και χωρίσαμε σαν ξένοι.
Ναι μεν εγώ να πέσω του θανατά, αλλά ο άλλος να μην έχει ιδέα βέβαια για τον θάνατο που βίωνα. Δεν έχει την υπερβολή της η λέξη. ΉΘΕΛΑ, ΝΑΙ, ΝΑ ΠΕΘAΝΩ. ΌΧΙ, δεν θα γινόμουν μια εξαίσια αυτόχειρας, αλλά παρακαλούσα -ποιον άραγε;- να με πεθάνει για να μην υποφέρω, να μην σκέπτομαι την ματαιότητα των όρκων, τα ωραία μας λόγια, τα φιλιά μας, τα… κτλ. μας…
Βρισκόμουνα σε μια κατάσταση αν όχι για μονάδα εντατικής, για μονάδα αυξημένης φροντίδας σίγουρα, χωρίς μιαν απειροελάχιστη χαραμάδα που να επιτρέψει να μπει μια ακτίνα φωτός και να σκίσει τα σκοτάδια μου.
ΚΙ’ εκείνος;
Τι να αισθανόταν άραγε εκείνος;
Αν ήξερα ότι κάπως έτσι υπέφερε κι’ αυτός, ίσως τότε να μετρίαζα με κάποιον τρόπο εγώ τις αποστάσεις και να έχτιζα εν μία νυχτί κάποιο γιοφύρι που τύφλα να ‘χει αυτό της Άρτας, χτισμένο με την απαράμιλλη τέχνη του πρωτομάστορά του. Δεν θα επέμενα πεισματικά να είμαι βυθισμένη στην κόλαση και την πίσσα της.
Τότε, σε μια πιθανόν παράκρουση και παλαβομάρας, λέω στον εαυτό μου: «Ορκίζομαι ότι αν έχω και το παραμικρό σημάδι από το Σύμπαν, το πρώτο βήμα θα το κάνω εγώ και γαία πυρί μειχθήτω».
Αμέσως μία ιδέα ήρθε και καρφώθηκε στο μισοσαλεμένο μου μυαλό. Είπα: «Αν στα τραγούδια που ακούω τώρα από το ραδιόφωνο συμβεί να παίξουν ένα συγκεκριμένο τραγούδι (θυμάμαι ακριβώς και ποιο. Το “Et maintenant ”) θα είναι το σήμα που μού στέλνει το Σύμπαν κατόπιν αιτήσεώς μου!!!»
Ήξερα βέβαια ότι κάτι τέτοιο για να συμβεί, οι πιθανότητες ήταν λιγότερες από μία στο εκατομμύριο, καθόσον το τραγούδι παλιό. Στήνω αυτί λοιπόν και αναμένω την αναγγελία του επόμενου, από αυτό που ήδη άκουγα, τραγουδιού. Και ακούω τον Παπαστεφάνου να λέει: «Κάποιος φίλος ακροατής που δεν θέλησε να μας πει το όνομά του μας ζήτησε ένα παλαιό γαλλικό τραγούδι με τον Gilber Bécaud που ήταν στην κορυφή των top ten πριν λίγα χρόνια το “Et maintenant”. Και επειδή η εκπομπή είναι ζωντανή θα μας επιτρέψει να το παίξουμε ευθύς μόλις ανακαλύψουμε τον δίσκο. Για μια στιγμή. Μα ναι, μα ΝΑΙ, τυχερός ο φίλος. Το ακούμε αμέσως…»
Ένιωσα κάτι σαν λιποθυμία. Δεν μπορεί να συμβαίνει μια τέτοια σύμπτωση. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα. Σίγουρα ήταν Εκείνος, δεδομένου ότι γνώριζε την αδυναμία μου γι’ αυτό το τραγούδι…
“Et maintenant que vais je faire” να λέει ο Παπαστεφάνου κι εγώ να κλαίω με λυγμούς με τις πρώτες ακόμη λέξεις του Bécaud. Και αφού πλάνταξα στο κλάμα με τις σκέψεις μου σκαρφαλωμένες για τα καλά στο μεταφυσικό τους, μόλις το τραγούδι τελείωσε, κάνω να τον πάρω τηλέφωνο, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες της υποχώρησής μου, μήτε την τρωθείσα υπερηφάνεια μου, μήτε ΤΙΠΟΤΑ, ΤΙΠΟΤΑ. Ήμουνα σε άλλον Πλανήτη, άλλου Σύμπαντος.
Μα το τηλέφωνό του κατειλημμένο.
Βρε, που να τον πάρει. Εδώ εγώ πέθαινα και η αφεντιά του είχε πιάσει το λακριντί, ποιος ξέρει με ποιον ή με ΠΟΙΑ -Παναγία μου, τι είπα μόλις τώρα; Είπα με ΠΟΙΑ; Πιπέρι στο στόμα μου γρήγορα-.
Μόλις το έκλεισα, να το που κτυπά. Μα στο χάλι που ήμουνα δεν κατάλαβα αν επρόκειτο για το τηλέφωνο ή για επίμονο κτύπημα του κουδουνιού της εξώπορτάς μου που είχαν σχεδόν τον ίδιο ήχο.
Μην το κουράζουμε άλλο. Είπαμε, είχαμε να κάνουμε με ένα μισοσαλεμένο από τον πόνο του έρωτα μυαλό. Και αντί πρώτα πρώτα να σηκώσω το ακουστικό που ήταν δίπλα μου, όπως ΘΑ ΈΚΑΝΕ Ο ΚΑΘΕ ΦΥΣΙΛΟΓΙΚΟΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ, κατεβαίνω δύο δύο τα σκαλιά από τον δεύτερο όροφο, μη περιμένοντας το ασανσέρ που για τα μέτρα μου εκείνης της στιγμής κινιόταν με ρυθμούς χελώνας.
Ανοίγω.
Κανείς.
Απογοητευμένη, βαρύθυμη, ανεβαίνω σκαλί σκαλί και το ανέβασμα μού φάνηκε σαν να έκανα ορειβασία σε απόκρημνη πλαγιά του Ολύμπου. Με τα πολλά φτάνω στο… Μύτικα, (στο διαμέρισμά μου, ήθελα να πω, που ήταν το ίδιο.) Και να το. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΠΟΥ ΚΟΥΔΟΥΝΙΖΕΙ, ΣΧΕΔΟΝ ΜΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ.
«Καλό μου κορίτσι, πού είσαι; Εγώ τα έχω βάψει μαύρα που λένε κι’ εσύ γυρίζεις; Πού, πού, πού ΤΡΙΓΥΡΝΑΝ ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΣΟΥ;;;;»
Αυτό τώρα, μη μου πει κανείς λέξη. Το άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά και το είπε ΕΚΕΙΝΟΣ.
«Α, εσύ είσαι αγάπη μου; έστω πρώην».
«Ω ναι, αγάπη μου. ΑΓΑΠΗ τωρινή και παντοτινή ΜΟΥ. Εγώ είμαι. Περίμενες κάποιον άλλο και σε απογοήτευσα μήπως;»
«Όχι βέβαια, μα…»
«Κλείσε κι’ έρχομαι μωρό μου…» (σημ. πολλά χρόνια αργότερα την ατάκα τούτη ο Πορτοκάλογλου την έκανε τραγούδι… Δεν γνωρίζω βέβαια αν υπήρξε προϊόν υποκλοπής. Ό,τι και να πω θα σας γελάσω…)
Το μόνο που μού είπε μπαίνοντας σπίτι μου ήταν …“mais la tere sans toi c’est petit”, έναν στίχο από το υπέροχο τούτο τραγούδι και μετά δεν θυμάμαι τι έγινε…
Έτσι, βοηθούντος του Gilbert Becaud στήθηκε αυτή η θαυμάσια γέφυρα που
ένωσε ξανά και για πάντα, δύο θεόμουρλους ερωτευμένους.
Να ’ταν για καλό ;
Να ’ταν για κακό;
Το ερώτημα τείνει να μείνει αναπάντητο, διότι ανήκει σε σφαίρα άλλου βεληνεκούς, ον εστί μεθερμηνευόμενο, άλλου διηγήματος.
Τι ήταν όλο τούτο, Θεέ μου;
Μήπως ένα έξυπνο κόλπο της Αγάπης μου να μού δείξει μέσω της εκπομπής που ήξερε ότι παρακολουθούσα, την τρυφερότητά του, τον έρωτα, αλλά και τη μετάνοιά του για τον μικροχωρισμό μας;
«Αλλά η γη χωρίς εσένα είναι μικρή», τραγουδούσε ο Μπεκό, έτσι δεν έλεγε;
Μα και εγώ, όχι πέστε μου, πώς να ήξερα τι είχε στο μυαλό του ο καλός μου; Εγώ η έρμη ένα μικρούλι, ένα τόσο δα μικρό σημάδι ζήτησα από το Σύμπαν και φαίνεται ήταν ανοικτοί οι ουρανοί εκείνη την στιγμή με άκουσε- το Σύμπαν- και μου απάντησε με το “Et maintenant”.
Χαρακτηρίστε το όπως θέλετε.
Ακόμη και τηλεπάθεια …
Εκεί θα κολλήσουμε τώρα;
ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ
https://www.youtube.com/watch?v=TW6QiI7hHGA