Είχε φτάσει πάλι το απόγευμα. Χωρίς να καταλάβει πώς πέρασε ο χρόνος. Η θλίψη είχε γίνει ένα με το “μέσα” της. Η Αλίκη σηκώθηκε απ’ τον έναν καναπέ του σαλονιού της και ξάπλωσε στον άλλον… Έτσι ένιωσε ότι ξεμούδιασε το κορμί της. Από μέρες μουδιασμένο. Θρηνούσε κι αυτό, μαζί με την ψυχή της. Τις τελευταίες δέκα μέρες, από το πρωί που ξυπνούσε, τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου, έφευγε τρέχοντας από την κρεβατοκάμαρά της λες και ήταν μολυσμένη χωρίς εκείνον. Λες και ξαφνικά αντιλαμβανόταν βρωμιά και σιχασιά με την πρώτη αυτή λιγοστή αχτίδα φωτός που έμπαινε από τις μόνιμα κλεισμένες γρίλιες.
Σήμερα όμως δεν είχε τρέξει, προσπάθησε να μην αφεθεί στην υστερία. Σήμερα σαν φλας στο μυαλό, άστραψε η σκέψη ότι σιχαινόταν τον εαυτό της. Την κύκλωναν οι αναμνήσεις. Πού είναι η φωτογραφική μηχανή της τώρα, ν’ απαθανατίσει το ράκος, σκεφτόταν ειρωνικά. Του είχε μιλήσει αισχρά. Τον είχε διώξει απ’ το σπίτι του. Αλλά κι εκείνος πήρε το παιδί τους, το παιδί της. Καλά που το πήρε βέβαια, παραδεχόταν μέσα της η Αλίκη. Δεν θα άντεχε αλλιώς. Ο χρόνος ηρεμούσε την ταραχή της και καταλάβαινε ότι είχε ξεφύγει. Την τρέλαινε η σκέψη όμως ότι την είπε τρελή. Ποιά; Εκείνη που είχε παρατήσει τα πάντα για να γεννήσει το βλαστάρι τους. Παραδεχόταν τώρα ότι εκείνη δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Αλλά κι αυτός την είχε πιέσει. Δεν έπρεπε. Και τώρα έπρεπε ν’ αντέξει χώρια του.
Δεν θα του έκανε το χατίρι να λυγίσει όμως. Σήμερα καθάριζε η σκέψη της, αλλά ο θυμός ακόμα έπλεκε ιστούς στο κεφάλι της. Μόλις ανασηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, έχωσε τα πόδια της στις ζεστές παντόφλες και στήριξε τα δυο της χέρια στο πλάι. Κάθισε για λίγο έτσι σιωπηλή, με το κεφάλι να κοιτάζει κάτω. Μετά απλά μετακίνησε το σώμα της, στον καναπέ του σαλονιού της, ο οποίος είχε γίνει ένα με το δέρμα της σχεδόν. Στην αρχή πάντα καθιστή, έπιανε την ακρούλα του. Έμοιαζε με ιεροτελεστία αυτή η σταθερή καθημερινή ανάγκη πια. Έμεινε για κάποια λεπτά εκεί, κοιτώντας το μουντό γκρι χαλάκι κάτω από τα πόδια της. Λες κι αν δεν κάρφωνε την ματιά της σ’ αυτό, δεν θα κύλαγε η μέρα.
Πολλές φορές, νόμιζες ότι ήθελε να εισπνεύσει αυτό το γκρίζο μέσα της. Το χρώμα της θλίψης, σκεφτόταν. Πού ήταν το κινητό της να τραβήξει σέλφι, κορόιδευε κι η ίδια τον εαυτό της. Σταματημένο κι αυτό στο τραπεζάκι. Σταματημένο όπως και η ζωή της. Μετά ξάπλωνε εκεί και έμενε όλη μέρα έτσι, μέχρι το απόγευμα που έφτανε η μητέρα της. Κι όλα αυτά βεβαίως, οι καταθλιπτικές τάσεις, οι ξαφνικές υστερίες, τα επίμονα κλάματα από την μέρα εκείνη που τον είχε διώξει, γίνανε βίωμα. Μία ούρλιαζε κι έσπαγε πράγματα, μία ξάπλωνε στον καναπέ και έχανε το χρόνο, την ημέρα, τη νύχτα.
Από εκείνη την κακιά στιγμή που την έκανε να βρίζει Θεούς και δαίμονες, ανθρώπους και καταστάσεις, έγινε ένα αγρίμι. Όταν της είπε δε, ότι το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ο εαυτός της, ότι το μόνο που κοιτούσε ήταν η εμφάνισή της, η έξοδός της στα καφέ και στα μαγαζιά και το αποκορύφωμα, ότι ζωή της ήταν το κινητό και οι φωτογραφίες της; Έγινε σκύλα. «Ναι ρε φίλε», άρχισε να ωρύεται τότε η Αλίκη. «Το κινητό μου, τα ψώνια μου, τα ρούχα μου, οι φίλες μου, οι φωτογραφίες μου. Αφού εσύ όλη μέρα είσαι εξαφανισμένος. Δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά. Όλη μέρα απών. Εγώ τι θα έκανα; Θα καθόμουν να περιμένω πότε να γυρίσεις; Θα μεγαλώνω μόνη μου το παιδί σου, να έχεις εσύ να καμαρώνεις; Σε γέλασαν, ηλίθιε. Κατάλαβες; Δεν με μεγάλωναν εμένα σαν πριγκίπισσα για να γίνω δική σου δούλα». Ζαλιζόταν από τις θύμησες.
Εκείνη την στιγμή μπήκε στο σπίτι η μητέρα της. Σχεδόν απόγευμα, κρατώντας το γνωστό ταπεράκι. Βλέπει τα μαξιλάρια πάλι ανακατωμένα, την κουζίνα γυαλί όπως την είχε αφήσει το χθεσινό βράδυ που έφευγε και ούτε ένα ποτήρι δεν είχε πειραχτεί. «Ούτε νερό δεν ήπιες πάλι, βρε κορίτσι μου. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση επιτέλους; Πόσο θα κρατήσει το πένθος; Και δεν πέθανε και κανείς. Μια κρίση περνάτε, όπως όλοι οι άνθρωποι. Μην στενοχωριέσαι. Σε παρακαλώ, θα πάθεις τίποτα. Αν είναι να μου αρρωστήσεις, να πάει και να μην ξανάρθει ο άχρηστος». Καθώς τα έλεγε αυτά, της άναβε το τζάκι και έφτιαξε τον καφέ της με λίγα ζεστά βουτήματα και κρουασάν, που μόλις είχε φέρει για να την πείσει να φάει κάτι.
Μια ξαφνική ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της Αλίκης. Η ζέστη και η θαλπωρή που απλωνόταν από το τζάκι, έφερε δάκρυα στα μάτια της. Κοίταξε μηχανικά το καμένο της χέρι. Θυμόταν την καταραμένη μέρα και είχε αρχίσει να τρελαίνεται πάλι… Της ήρθε η άσχημη σκηνή του τέλους μπροστά της και ζωντάνεψε. Λες να είχε δίκιο ο Μανώλης της; Λες να έπρεπε να δει έναν ψυχολόγο; Γύρισε το μυαλό της πάλι δέκα μέρες πίσω, όπως κάθε που βράδιαζε, τέτοια ώρα σχεδόν. Κοίταξε μηχανικά το ρολόι του τοίχου τους. Ίδιες κινήσεις κάθε βράδυ. Κόντευε εφτά…
Εκείνη δίπλα στο τζάκι, καθόταν στο μικρό σκαμπουδάκι της, με το κινητό στο χέρι. Ήθελε ν’ αλλάξει την κάρτα μνήμης της, που είχε γεμίσει. Θα έβαζε μια μεγαλύτερη. Η προηγούμενη χώρεσε μόνο 1.500 φωτογραφίες. Είχε έρωτα με τις φωτογραφίες, τις αγαπούσε. Παλιά ήθελε να γίνει φωτογράφος. Ο μικρός έπαιζε λίγο πιο δίπλα, στο μεγάλο χαλί, με τα παιχνιδάκια του. Πλησίαζε η ώρα που κι εκείνος θα επέστρεφε. Βαριόταν να τον περιμένει. Ένιωθε ότι πάντα ήταν σε μια συνεχή αναμονή που δεν την άξιζε. Το μωρό τους κόντευε να κλείσει τα δύο κι έλεγε αρκετές κουβέντες. Η κακιά στιγμή. Το παιδί σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Η κάρτα μνήμης σαν να είχε δική της υπόσταση πετάχτηκε κι έπεσε στην φλόγα του τζακιού. Μεγάλη ταραχή. Η Αλίκη ένιωσε να καίγεται η ζωή της και αυτόματα έχωσε το χέρι της στις φλόγες να πιάσει την κάρτα. Τραγική στιγμή. Το ίδιο ακριβώς δευτερόλεπτο που η Αλίκη προσπαθεί να σώσει τις αναμνήσεις της, ο μικρός τσιρίζει από το χτύπημα στην γωνία του τραπεζιού και ο Μανώλης ξεκλειδώνει την πόρτα και βρίσκεται σε μια ακόμα δραματική σκηνή. Τελευταία τις είχε συνηθίσει.
Η μητέρα της κάθε βράδυ που την έβλεπε έτσι αμίλητη, φοβόταν και προσπαθούσε να την στηρίξει. Έτσι και τώρα. «Έλα, κοριτσάκι μου. Φάε κάτι. Ξέχνα επιτέλους τον ηλίθιο. Άστον, καρδούλα μου. Πάντα απών είναι. Σκέψου και λίγο τον εαυτό σου. Άντε με τον βλάκα, επιτέλους». Εκείνη τη στιγμή η Αλίκη, σαν να ξύπνησε από λήθαργο χρόνων. Σηκώθηκε, γεμάτη ενέργεια και σαν να κύλησε αίμα ξανά στις φλέβες της, έστειλε λίγο κόκκινο χρώμα στα μάγουλά της. Κοίταξε την μάνα της και με ήρεμη φωνή της είπε: «Σταμάτα πια. Τόσες μέρες δεν λες και τίποτε άλλο. Μόνο τον εαυτό μου να κοιτώ. Θέλω το παιδί μου, μάνα, καταλαβαίνεις; Το παιδί μου και τον άντρα μου. Όλη μέρα είναι απών, γιατί δουλεύει για εμάς, δεν κάνει βόλτες. Πρέπει να τα βρω μ’ εμένα, τ’ ακούς; Αλλιώς δεν έχει νόημα. Μ’ εμένα».
Εκείνη ακριβώς την στιγμή που η Αλίκη ένιωσε μια ανακούφιση στην καρδούλα της, ακούστηκε ο ήχος μηνύματος μέιλ στο κινητό της. Ο Μανώλης τής έγραφε…
Αναμμένο τζάκι. Καμένη κάρτα μνήμης. Μια κάρτα μνήμης η καρδιά, εξαθλίωση ψυχής. Ένας παλιάτσος της στιγμής. Ένας κλόουν η ζωή μας. Όλα χωμένα σε μια κάρτα μνήμης κι αυτό αρκεί; Κι όταν ω! μέγα κακό, χαθεί, καεί η κάρτα μνήμης, τελειώνουν όλα. Ένα ράκος γεννιέται. Ζωή μισή, πεθαμένη! Χωρίς χαμόγελα φθαρμένα απ’ τον χρόνο, τυπωμένα σε χαρτί. Χωρίς γυαλιστερά χρώματα και φόντα οθόνης με βλέμματα ηδονής, ψεύτικες χαρές, στημένες σε φακούς. Χαμένη ευτυχία, πεταμένη στην φωτιά, ω! τι συμφορά Θεέ! τέλειωσε η Ζωή; Κι εδώ σ’ αυτό το σβησμένο μυαλό, σ’ αυτήν την σταματημένη καρδιά από χρόνια, λες και μπήκε η ψυχή σε πάγο, σε στοιχειωμένο σπίτι, που μόλις είδε το τέρας, κοκάλωσε. Πώς θα συνεχιστεί η ζωή αναρωτιέσαι κλαίγοντας, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς την αγαπημένη σου καμουφλαρισμένη κατάθλιψη! Χωρίς τα στημένα χαμόγελα. Πώς γίνεται τα χαμόγελα αυτά να σβήνουν στο δευτερόλεπτο, στο τελείωμα του κλικ της μηχανής; Ξύπνα, σήκω, ζήσε, πάρε ανάσα ψυχή μου. Δεν είναι κάρτα μνήμης η ζωή σου. Μην στέκεσαι, όσο είσαι ζωντανή!
Κι έκλεινε μ’ ένα «Πάντα σ’ αγαπώ και είμαι εδώ. Η ζωή είναι δύσκολη, αλλά είναι δική μας. Ευλογία όταν αποφασίσεις να την ζήσεις και να την αγαπήσεις».
Η Αλίκη έκλεισε το κινητό, πήρε μια βαθιά ανάσα που την έβγαλε απ’ το σκοτάδι της στο φως, απ’ το μίζερο αρπαχτικό της ψυχής, τον φόβο, στην προσπάθεια της αλλαγής. Σπάραζε το μέσα της και ξόρκιζε τις κακές αναμνήσεις. Εκείνα τα λεπτά ήταν ο εαυτός της. Ο εαυτός που ήθελε να διεκδικήσει την εσωτερική χαρά, να μείνει δυνατή μπροστά στο δράκο, να μην φοβηθεί, να σταθεί και να πάρει τον έλεγχο της ζωής της. Πήρε τηλέφωνο κι έκλεισε ραντεβού με τον ψυχολόγο που είχε επισκεφτεί μόνο μία φορά και έστειλε ένα μήνυμα στο Μανώλη «Συγνώμη. Σ’ αγαπώ, σ’ ευχαριστώ. Σας περιμένω με ανυπομονησία και ανοιχτή αγκαλιά».
Χριστίνα Αλεξίου