Ο συριγμός…
Θέλω να πω, σαν το πανί – ο φλόκος να πει κανείς; – σκίζεται, κάνει αυτό το συριγμό. Σα να σχίζεται χαρτί. Μπορεί κι η ψυχή μου…
Γιατί ποιος έχει ακούσει τον ήχο από το σκίσιμο μιας ψυχής;
Η διαφορά είναι στη διάρκεια. Δηλαδή έχω εξασκήσει την ακοή μου να προσαρμόζεται σε φυσικούς ήχους που διαρκούν μερικά δευτερόλεπτα. Επομένως, δυσαρεστούμαι σφόδρα όταν επιμένει ένας ήχος, σαν κολλημένη βερσιόν βαρύγδουπου καμπαναριού, σε χέρσο χωριό ελληνικής επαρχίας.
Εγώ πάντως θαρρώ πως σκίστηκε η ψυχή μου.
Ναι – ναι, είμαι σίγουρος. Τώρα που έχω καρφώσει τη ματιά μου στο μπλε ξύλινο παραθύρι, εκεί που συναντιέται το βαθύ μπλε του Αιγαίου με τη μυρωδιά φρεσκοψημένου χταποδιού, την βλέπω την καράβα. Αυτή την τενεκεδένια καράβα που ναυπήγησες με το χαμόγελο της καρδιάς σου. Θυμάσαι;
Γελούσαμε σαν παιδιά.
Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει. Ο άλλος ήρθε κατακαλόκαιρο να με διορθώσει.
«Κύριε Αλέκο, στην πινακίδα που μοστράρατε στο μαγαζί σας, υπάρχει λάθος. Με το συμπάθιο κιόλας. Μηλέικα καράβια. Όχι καράβες.»
Έτσι ε; Πλάκα μας κάνεις, ρε Γκάγκαρε; Εγώ σέβομαι την υπεροψία της μπόχας που κουβαλάς από την πρωτεύουσα. Εσύ γιατί δε σέβεσαι την αρμύρα του στέρφου βράχου που ξερνά Αιγαίο; Θέλω να πω, πού ξέρεις εσύ, ρε μαλάκα, από καράβες; Γιατί εμένα η ζωή μου ήτανε ΜΙΑ ΚΑΡΑΒΑ. Που κουβαλούσε τις φουρτούνες στ’ άλμπουρο. Δεν τις ξεπερνούσε. Ούτε τις αψηφούσε. Με προσέχεις; Τις κουβαλούσε…Ψηλά στ’ άλμπουρο…
Ο συριγμός…
Θέλω να πω, όταν μια καράβα ξεπερνά τον εαυτό της, κουβαλιέται στο παραθύρι μου. Όποτε γουστάρει. Ανεξαρτήτως αν έχει πανσέληνο αυγουστιάτικη ή πηχτό σκοτάδι του Φλεβάρη. Κι εγώ με καρφωμένη στη μνήμη την κάφτρα από το άφιλτρο, άντε να ξεμπερδέψω με τις ενοχές μου. Αυτές που μου μαγκάνισαν την υπομονή. Να ανέχομαι τη θάλασσα που μου κληρονόμησες…
Και δώσ’ του η σοροκάδα να φουρτουνιάζει τη διάθεση καθώς τσάκιζες τον τενεκέ.
Να μη φοβάσαι τη φουσκοθαλασσιά αδερφέ, με παρότρυνες.
Κι ήντα να δειλιώ ρε Αλέκο;
Τη μάνητα τση ψυχής!
Είναι αυτή η μάνητα που μου ξεθεμέλιωσε τα σωθικά. Γιατί σε υπάκουσα. Με ξεγέλασες. Ανάμεσα στην αντένα από τρίχα παραγαδιού και στα όνειρα για τους γιούς μας, λάθεψε η πατημασιά της ζωής μας.
Βρεθήκαμε ξέμπαρκοι, Αλέκο. Εσύ στεριανός βιγλάτορας του γιου σου κι εγώ γραφιάς – Θεέ και Κύριε – αναπόδραστων πεπρωμένων.
Ο συριγμός…
Που δε χορταίνει με τη σοροκάδα. Θέλει κι ανάσες για να χορτάσει. Κι έτσι να αποκτήσει ένα ρυθμό, βρε αδερφέ. Να ’χει δικαιολογία υπόστασης. Δηλαδή εγώ στα εξήντα μου κατάλαβα πως τα πανιά φουσκώνουν με ψυχές. Ακούς; Με γαμημένες ψυχές. Είχαμε συμφωνήσει όμως. Όχι τις δικές μας. Και συ την έκανες. Ακόμα μια φορά.
-Ξέρεις, την τέχνη να φτιάχνω τενεκεδένιες καράβες την κληρονόμησα από τον πατέρα μου.
Γαντζωμένος στην κουπαστή της άγνοιας ακόμα μια φορά απότιες φόρο τιμής στον Ντόντο. Τον καπετάν – Ντόντο. Τον πατέρα σου.
-Η διαφορά ρε, σού ’λεγα, μία και μοναδική. Εκείνος πάλεψε ορθόπλωρα το στοιχειό της θαλασσομάνητας. Εσύ;
-Εγώ πάλεψα τη μάνητα των ανθρώπων. Περσότερα μποφόρ, παλιόφιλε…
Είχες τη γαμημένη ηρεμία της καθαρής ψυχής. Και πίστεψες ότι θα φύγεις αθόρυβα. Πώς γίνεται, ρε φίλε; Τόσο θόρυβο έκανε ο ήχος της παρουσίας σου! Δηλαδή να καταχωνιάσουμε τη μάνητα της θύελλας στο αμπάρι της βόλεψης; Δε γίνεται, φίλε. Γιατί μας έμαθες να γαντζωνόμαστε στην κουβέρτα. Μ’ ακούς; Στην κουβέρτα. Όχι σαν παλιοσακί στ’ αμπάρι.
Τ’ αμπάρια είναι για τις γυναικούλες, αδερφέ…
Σε είδαμε, μαλάκα, και σένα πού κρύφτηκες…
Μην ξεγελιέσαι. Είναι από την ειρωνεία του χαμογέλιου σου. ΑΚΟΥΣ; Κάρφωσες στ’ άρμπουρο της ζωής σου την κατάρα μιας αναπόδραστης διαφυγής. Βούτηξες γυμνός κι αδέξιος από την κορφή του Αïλιά στο βαθύρεμα της Πλάθιενας.
-Πού ακούστηκε, παλιόφιλε; Βουτιά στη θάλασσα από τενεκεδένια καράβα;
Τελικά σωστός ο γκάγκαρος. Η πινακίδα σου είχε λάθος. Η πινακίδα σου ήταν ΟΛΟΚΛΗΡΗ ένα λάθος. Μπας ήταν κι η ζωή μας λάθος, ρε μαλάκα; Τώρα ποιος θα το βεβαιώσει;
Ξεράθηκε η κάφτρα στο πανωχείλι. Σαν τη μαρίδα που κρεμιέται ξέπνοη στον ήλιο κατακαλόκαιρο. Παστώσαμε και τις ψυχές μας σαν τα χταπόδια, ρε μπαγάσα. Ένα σαβόρι γένηκαν τα θέλω μας. Αντέχουνε τη σκουριά του αέρα, μα θα μείνουνε ανέγγιχτα γιατί τα εξορίσαμε στην ουτοπία της εφήμερης ζωής μας.
Και το γέλιο του καλοκαιριού οδοντογλυφίδα στους εφιάλτες μας. Να μας τυραγνά – καλή ώρα – στα μεγάλα μπάρκα. Τ’ απρόσμενα…
Ο συριγμός…
Σαν την πουτάνα την πρώτη χορδή της κιθάρας σου. Που ’χε κολλήσει στο τελευταίο σκαλί της αφέλειάς μας. Εκεί που έμοιαζε ποδαριά σ’ ασβεστωμένο σάβανο. Και δώσ’ του ντουέτο:
«Θε’ μου τη δεύτερη φορά που θα ’ρθω για να ζήσω,
όσο η καρδιά κι αν λαχταρά δε θα ξαναγαπήσω».
Ο συριγμός…
Σαν εφιάλτης που επανέρχεται ξανά και ξανά. Κολλημένο βινύλιο μιας επερχόμενης αμαρτίας. Γιατί πότε πρόκαμες να λαθέψεις, ρε μπάσταρδε, σε πενήντα πάνω κάτω χρόνια; Ξεραμένη πεθυμιά η σοροκάδα της ψυχής σου…
Κι ύστερα το Πέτρινο. Σαν αναγούλα από στίχο του Άκη Πάνου. Ναι ρε. Αυτόν που πήρες σβάρνα τα Σαββατόβραδα να αναστήσεις. Δίχως μικρόφωνα. Δίχως πνοή. Να βγεις μεσοπέλαγα μπαγάσα δίχως πενταροεξάρια μποφώρια. Λες και σε ξέβρασε ο Ταΰγετος στη Φυριπλάκα. Σα δε ντράπηκες…
Και να τι κατάφερες. Να γενείς κορνίζα στη θαλασσογραφία του Τέτση. Κορνίζα. Όχι θέμα. Θέμα γένηκες με τη ζωή σου. Ο θάνατός σου μάς θύμωσε και σ’ εξορίσαμε από τη μνήμη μας. Σε κάμαμε καράβα με το φλόκο σκισμένο. Να σεργιανάει σε παραθύρια και κατώφλια θεμελιωμένα. Πέτυχες να καίει η κάφτρα του τσιγάρου το πανωχείλι μας. Ε κι έπειτα;
Ο συριγμός όμως;
Αυτός μοιάζει με φρέσκια εκδίκηση. Θέλω να πω μάς καταδίκασες να μη σε θυμόμαστε μπάσταρδε. Μα να σε ζούμε. Όχι εσύ όμως. Όχι εσύ. Μην πανηγυρίζεις ρε. Γιατί και τώρα που σου γύρισα την πλάτη και σε εξόρισα από το οπτικό μου πεδίο, εσύ με την ξεροκεφαλιά που σε διέκρινε πάντα, εξακολουθείς να με μπηκίζεις.
Ξέρεις εσύ. Έτσι; Σαν αυτά τα ενοχλητικά κουνούπια που σε τριγύριζαν τα καλοκαίρια και τα σκότωνες με τη φαρδιά σου απαλάμη. Έτσι με στροβιλίζει η μνήμη σου…Κι είναι αυτός ο επίμονος μονότονος ήχος, του χειμώνα αυτή τη φορά, που μου γαμά τα σωθικά. Θέλω να πω, ένας συριγμός σαν επερχόμενο νιογέννητο αστροπελέκι μιας καλοκαιρινής καταιγίδας… Απ’ αυτές που λάτρευες. Απ’ αυτές που μισούσα…
Κι έπειτα η σιωπή…
Η δική μας. Γιατί εσύ, ρε ξερόλα, συνεχίζεις να γελάς μέσα από τις φουρτούνες της θάλασσας που λάτρεψες. Να μιλάς μέσα από τις τενεκεδένιες σου καράβες. Να ανεβαίνεις τα σκαλιά για την κερά-Πλάκα δίχως να ακουμπάς στις κουπαστές της λήθης. Να φωτίζεις με ασετιλίνη τις ψυχές μας. Να τραγουδάς για να μας τη σπάσεις. Γιατί το ’ξερες, δε γίνεται να μην το καταλάβαινες, ότι ο Μπιθικώτσης με χαλούσε. Αλλά σου λέει ο μπαγάσας: Φάτε, ρε, ένα Μητσιά, καπάκι και κανα δυο άλογα μπιθικωτσέικα κι άντε μετά να βουρλιστήτε. Κι όταν σε κοίταζα κατάματα, του στυλ, πες ρε κι ένα Στέλιο να στανιάρουμε, μ’ άφηνες να ψήνομαι κι έπειτα αμολούσες το «Μερτικό μου απ’ τη ζωή» και μας απογείωνες.
Το δικό σου μερτικό, παλιομπαγάσα; Σε ποια καράβα το μπαρκάρισες;
Ο συριγμός…
Θέλω να πω, δε θα ξανακουστεί ποτέ. Υπόθεση δύο λεπτών. Φορτώθηκα το θυμό μου από το φευγιό σου, πήδηξα απ’ το παραθύρι μου και τσαλαπάτησα την καράβα σου. Αργά. Υπομονετικά. Να παίρνει ο γρέγος τη στριγγή φωνή της και να σου χαϊδεύει τα αυτιά. Όπου και να σαι κρυμμένος. Και με τα ξέφτια από το σχισμένο πανί χόρτασα τη λαιμαργία ενός σπίρτου.
Να μάθεις να καβατζάρεις καράβες στα μπαλκόνια και στα σκαλιά του καθενός.
Και να σου πω, ρε, και κάτι τελευταίο;
Στην τελική εμείς σε ξεγελάσαμε. Γιατί στη βιασύνη σου να φύγεις, δε πήρες χαμπάρι πως ο γάτης σου ο Τούρκος «κοιμήθηκε» σε λάθος παραγάδι. Εκείνο που αντί για τρίχα παραγαδίσια, είχε καρφιτσωμένα στο κάνιστρο φύκια και κορδέλες αποκριάτικες. Έτσι κανείς δε θα χρειαστεί να τον πιάσει να τον ξαγκιστρώσει.
Μοναχά η μορφή σου, ρε μπαγάσα, θα μείνει αγκιστρωμένη στη μνήμη μας. Αν ντε και καλά θες να μας φορτωθείς από δω και μπρος στα όνειρά μας.
Μιας κι η τελευταία σου καράβα με το σκισμένο φλόκο γίνηκε τενεκεδένιο ψίχουλο!
Όπως κατάντησες τις ψυχές μας…
Γιάννης Παναγιώτου
*Οι «καράβες» ήταν απομιμήσεις πλεούμενων και καϊκιών κατασκευασμένες από τενεκεδένια δοχεία συνήθως λαδιού και αποτελούσαν παλαιότερα παραδοσιακό αυτοσχέδιο παιχνίδι για τα παιδιά κυρίως των νησιών.
Θαυμάσια αφήγηση!
Πολύ ζωντανό!