Τις Δευτέρες, τις εσωτερικά διαβρωτικές, τις ραγισμένες και προπάντων τις κενές υπέφερε στο σπίτι από μια ενδοφλέβια λύπη. Ξεκινούσε τότε την περιπλάνησή του στους δρόμους της Αθήνας ήδη από τις βραδινές ώρες, ώσπου τα γκρίζα κύματα των λεωφόρων να τον ξεβράσουν το ξημέρωμα, σκυφτό και χαμερπή, στο περίπτερό του, στην οδό Ιθάκης και Αχαρνών γωνίας.
Μέρες σαν κι αυτές, που τα χνώτα του μύριζαν γάρο και χαλασμένα όνειρα, τον διέτρεχε πάντα μια αόρατη ανατριχίλα, το ίδιο καυτή, το ίδιο παλλόμενη -σα δόνηση καρδιάς, αν θέλεις- κάθε που άνοιγε το μικρό πορτάκι της Καρμίνας του. Όπως οι νεκροί που ξάφνου φωτίζονται από ένα χάδι του ήλιου και γυρνούν για δευτερόλεπτα πίσω στη ζωή, έτσι και τα δικά του μάτια δοκίμαζαν πάντα τον ίδιο όμορφο πυρετό, σαν στρέφονταν στο λειψό φωτάκι του ταβανιού, το άστρο που φυλούσε μέσα του τις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Τα γέλια ενός αμούστακου αγοριού κυλούσαν τότε από τις χαραμάδες των ξύλων, τον συνέπαιρναν σε έναν στρόβιλο απροσδιόριστο, και ο κυρ Σταμάτης γινόταν πάλι οχτώ χρονώ, καθισμένος στα γόνατα του πατέρα του, του τετραπέρατου κυρ Θωμά, του αείμνηστου πολεμιστή του ΄40. Θαμμένοι κάτω από τα περιοδικά, τις αλυσιδίτσες, τα τσιγάρα, τα προφυλακτικά, τις σοκολάτες, σαν μέσα σε όνειρο πατέρας και μοναχογιός τακτοποιούσαν μαζί τα εμπορεύματα, φίλευαν τους περαστικούς. Κι όταν κάποτε ο κόσμος αραίωνε κι ο ήλιος κυλούσε σαν ένα μεγάλο φλογισμένο δάκρυ στο μάγουλο του ορίζοντα, ο κυρ Θωμάς έπιανε το μεγάλο μαύρο πούρο του με το αριστερό του χέρι -γιατί το δεξί τού το είχε κλέψει μια οβίδα στην αντάρα της μάχης- και του έλεγε ιστορίες για τον παππού του και την αδικοχαμένη γενέτειρά του, το Αϊβαλί. Κι είχε ο άτιμος, ο γέρος του, κάτι απίστευτες ιστορίες κρυμμένες κάτω από τα γελαστά μουστάκια του. Και μυστικά, ατέλειωτα μυστικά θαμμένα. Τι προκηρύξεις έκρυβε κάτω από τα καφάσια, τι συνθήματα -«Κάτω η Χούντα!», «Ζήτω η Ελευθερία!»- καταχώνιαζε στο μικρό περίπτερο λες κι ήταν θησαυροί. Κι όταν καμιά φορά ο μικρός Σταμάτης τον ρωτούσε γι’ αυτά γιομάτος περιέργεια, έβλεπε στα μάτια του πατέρα του να τρεμουλιάζουν δυο υγρά μεγάλα άστρα. «Πάνω απ’ την λευτεριά και την αγάπη, τζιέρι μου, ακόμα και τα πουλιά τρομάζουν σαν πετούν».
Ώσπου ήρθε εκείνος ο καταραμένος Δεκέμβρης του ΄72. Τη θυμάται ακόμα εκείνη τη μέρα. Παγερή μέρα. Τα σύννεφα ούρλιαζαν σαν να ξεγεννούσαν τη βροχή και ο άνεμος μαστίγωνε τα φύλλα της απέναντι οξιάς σα στοιχειό δαιμονισμένο. Ένα άσπρο Φορντ είχε σταματήσει μπροστά από το περίπτερο και δύο άντρες είχαν βγει ντυμένοι στα πολιτικά. Ο κυρ Θωμάς, πάντα στητός, πάντα ήρεμος, του έβαλε το κλειδί στο χέρι. «Μην το κουνήσεις ρούπι. Στο πόστο σου εσύ, στο περίπτερο. Θα γυρίσω». Τρία μερόνυχτα ξεροστάλιαζε στο κρύο ο μικρός, με τον φόβο και το αγιάζι να του περονιάζουν την ψυχή, χωρίς κανείς να τον γυρέψει, ώσπου κατέβασε τα στόρια και γύρισε σπίτι χωρίς παράδες και χωρίς πατέρα πια. Χρόνια αργότερα, σαν ενηλικιώθηκε, έχοντας σφαλίσει πίσω του την πόρτα των γραμμάτων, αφοσιώθηκε μ’ όλη του την ψυχή στο περίπτερο, λες κι άμα το ’φερνε βόλτα, ο γέρος του θα άνοιγε μια μέρα το μικρό πορτάκι, θα έστριβε τα μουστάκια του και θα ‘λέγε: «Καιρός πολύς επήε, τζιέρι μου, μα να ‘μαι, γύρισα!» Βάλθηκε να το κάνει αγνώριστο, ασυναγώνιστο. Και δώστου το γυάλιζε, το έβαφε, το ‘χτιζε και το ξανάχτιζε, σαν να έχτιζε το μισογκρεμισμένο περβάζι του κόσμου.
***
«Δώδεκα και μισή είναι, φίλε»
«Να ‘σαι καλά, Σταμάτη!»
Γάτες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιδειξιομανή μοντέλα, σφήκες με κορδέλες ήλιου στα φτερά τους, γέροι, ωραίοι χεράκι με ωραίες -ή και άσχημες-, ταξιτζήδες, από το πρωί όλοι είχαν παρελάσει μπροστά από το μικρό του περίπτερο. Κι εκείνος, με κινήσεις ευλαβικές, χορευτικές σκιζόταν να τους εξυπηρετήσει, να μην παραλείψει. Του άρεσε η επανάληψη, αυτή η εθιστική μηχανικότητα, που τον έκανε να ξεχνά, να μη σκέφτεται, να χάνεται σε ένα άλλο μεθύσι. Λιγότερο από όλους τους πελάτες του συμπαθούσε τους νέους. Τον φόβιζαν, δεν τους καταλάβαινε. Τους έβλεπε να περπατούν, με τα ακουστικά τους κρεμασμένα από τα αυτιά τους σαν οροί, μην κατέχοντας έναν καιρό που πάνε, ποιους πολεμάνε, ποιον αγαπάνε. Είχαν μια λέξη, να δεις, σαν βρισιά στα χείλη για κάθε τι παλιό κι αγαπημένο, ειδικά το συνηθισμένο − λέξη-εμετός. Εκεί βρισκόταν, άλλωστε, κι η ρίζα όλου του κακού, γιατί ο κυρ Σταμάτης ήταν διδάκτωρ της συνήθειας. Καμιά φορά σκεφτόταν μάλιστα πως οι νέοι, με εξαίρεση λίγα έντομα, ήταν τα πιο αποκρουστικά πλάσματα όλου του πλανήτη…
«Καλημέρα σας!»
«…»
«Καλημέρα σας…»
«Σε άκουσα, κοπελιά. Παρακαλώ, τι θα ήθελες;»
«Δυο πακέτα Marlboro, τρία κουτάκια τσίχλες κι ένα ποίημα».
«Ορίστε τα δυο πρώτα. Ποιήματα έχω πολλά, ποιο να σου δώσω;»
«Όποιο να ‘ναι, διαλέξτε μου εσείς ένα».
«Θα σου δώσω τον Ελεγκτή του Σαχτούρη».
«Πρίμα. Ευχαριστώ πολύ. Αντίο σας!»
Του χαμογελά. Η πλάτη απομακρύνεται με το ίδιο ανάλαφρο βήμα.
Έμεινε για λίγο θαμβωμένος να την κοιτάζει, με το βλέμμα του να στάζει έκπληξη. Δεν μπορεί… Αδύνατον. Κι όμως… Η νεαρή έμοιαζε τόσο πολύ με… Ξάφνου η ανάσα του βγήκε κοφτή από τα στήθη του, κι ένα δάκρυ του έγδαρε το λαιμό σα γυαλόχαρτο. Μνήμες, θραύσματα ενός μισοξεχασμένου κόσμου, άρχισαν πάλι να στροβιλίζονται μπροστά στα μάτια του.
Θε να ’ταν γύρω στα τριάντα πέντε, όταν πια έχοντας αποκηρύξει την αγάπη σαν μια άλλη ψευδαίσθηση, ένα βράδυ θερινής ραστώνης, έριξε τα ζάρια της τύχης του στο πάτωμα κι αφού έχασε το στοίχημα με τον εαυτό του, πληκτρολόγησε την πρώτη ροζ γραμμή που βρήκε στο καρτοκινητό του. Έτσι μπήκε στη ζωή του η Καρμίνα. Από το πουθενά, σαν πλημμυρίδα. Την πρώτη φορά που την αντίκρισε βρήκε αποκρουστικά τα καγκελωτά, παραβγαλμένα φρύδια της και τα κακοβαμμένα κόκκινα μαλλιά της. Δεν δίστασε, μάλιστα, να της το πει, να της το φτύσει κατάμουτρα, σαν βρισιά, όπως και ότι καμία γυναίκα ή άντρας δεν τον είχε κάνει ή θα τον έκανε ποτέ να σκιρτήσει από πόθο. Κι ενώ περίμενε πως θα τον διαολοστείλει με τη σειρά της, ότι θα τον λούσει στις κατάρες -ή ακόμα κι ότι θα τον κλωτσήσει-, εκείνη έριξε πίσω το κεφάλι και γέλασε ξάφνου, με ένα κούφιο, πέτρινο γέλιο που θύμιζε τάφο, λες κι ήταν η καρδιά της ένα παγωμένο κοιμητήριο χαράς κι ελπίδων. «Τους νεκρούς», του απάντησε, «οι προσβολές δεν τους αγγίζουν». Κι εκείνος κατάλαβε τότε ακριβώς τι του είχε πει, λες κι ήταν το δικό του στόμα που είχε μιλήσει. Κατάλαβε ότι προπάντων στις φλέβες της κυλούσε ζωή. Και καλοσύνη. Γιατί εκείνη αμέσως μετά, σαν επιβεβαίωση, βάφτισε την «αρρώστια» του με μια εγγλέζικη άγνωστη λέξη -ασέξουαλ- και κάθισε μαζί του ολόκληρη τη νύχτα, κι ύστερα κι άλλη, κι άλλη, κι ώσπου να το πάρουν χαμπάρι, οι καρδιές τους, από δύο ερημονήσια στον μέσον του ωκεανού, που τα ‘δερνε η αρμύρα, είχαν ενωθεί με μια γέφυρα όπου κάποιο αόρατο χέρι είχε γράψει πάνω της με φωτεινά γράμματα τη λέξη «αγάπη». Μπορεί να μην ήταν ο συμβατικός έρωτας, ο κοινωνικά αποδεκτός· ο πρέπων. Μα όπως του είχε πει κάποτε η Καρμίνα, έρωτες υπάρχουν τόσοι όσες είναι οι καρδιές πάνω στη Γη.
Θυμόταν εκείνα τα δειλινά, που άκουγε την καρδιά της να χτυπά μέσα από το ξύλο του περίπτερου, όταν άναβε το μαύρο πούρο της, μάρκας Davidoff -ίδια ακριβώς με του πατέρα του-, κι απελευθέρωνε μικρούς σβώλους καπνού από τα κερασένια χείλη της, διαβάζοντάς του αποσπάσματα από το Carmina Burana, το αγαπημένο της ποίημα, το όνομα του οποίου είχε δώσει στον εαυτό της -γιατί λάτρευε την ποίηση η Καρμίνα, την λάτρευε όπως οι μέλισσες τη γύρη, όπως την αθωότητα που της είχαν κλέψει σαν ήτανε παιδί. Ο Σταμάτης την οραματιζόταν τότε σαν μια παγανιστική θεότητα, μια θερμή ηλιαχτίδα, που κρατούσε την θνητή ψυχή του στα λεπτά της δάχτυλα. Κι εκείνη, λες και στο μυαλό της καθρεφτιζόταν η ίδια ακριβώς εικόνα, μα από την ανάποδη, έκλεινε το βιβλίο, έβγαζε ένα μικρό μολύβι από τα φλόγινα μαλλιά της, και άρχιζε να γράφει μικρά στιχάκια για να του τα αφιερώσει, τα οποία αργότερα κρεμούσε στο περίπτερο, ανάμεσα στα περιοδικά και τις εφημερίδες. Με τον καιρό τον έπεισε, παρά την δυσλεξία του, να αρχίσει να διαβάζει πρώτα Ρίτσο, ύστερα Ελύτη. Σιγά σιγά το περίπτερο μεταμορφώθηκε μαζί της. Ήταν πια φορτωμένο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο με όλων των ειδών τα ποιήματα. Ένας δημοσιογράφος που είχε περάσει κάποτε το είχε βαφτίσει γελώντας «το λογοτεχνικό ανώι». Τους είχαν γράψει και οι εφημερίδες. Στο νου του η Καρμίνα και το περίπτερο είχαν γίνει πια μια μόνιμη, αδιαίρετη σφαίρα ευτυχίας, κάτι πέρα από πραγματικό και το φαντασιακό, το μελανιασμένο χρόνο, τη λογική… «Πάμε να φύγουμε», του έλεγε εκείνη «να ταξιδεύσουμε όσο είμαστε ακόμα ζωντανοί».
Και ταξίδευσε, πράγματι, μια μέρα, μα μόνη. Έσβησε ένα πρωί του Γενάρη όπως οι ηλιαχτίδες τον χειμώνα, λησμονημένες από όλους και λατρεμένες από λίγους. «Επιθετικός καρκίνος» είχαν αποφανθεί οι γιατροί, που του ‘χε φανεί τότε απόλυτα λογικό: ο μόνος που μπορούσε να την σκοτώσει ήταν ο ίδιος της ο εαυτός. Ήταν αξιαγάπητη, ατρόμητη… κι έφυγε ανυπεράσπιστη. Μα δεν την ήξεραν καλά εκείνοι. Τι θα πει έφυγε; Θα γυρίσει όπως ο πατέρας του μια μέρα… Μια μέρα, ναι… Θα γυρίσει και θα τον πάρει στην αγκαλιά της και… Μοναχά αυτός το γνώριζε. Μονάχα αυτός ήξερε τον τρόπο.
***
Είχε από ώρα σκοτεινιάσει. Το μικρό τρανζίστορ στο πάνω ράφι μετέδιδε τα επεισόδια που τράνταζαν απ’ άκρη σ’ άκρη τον Άγιο Παντελεήμονα. Ακροδεξιοί επιτίθεντο σε αριστερούς, ή το αντίστροφο. Φώναζαν συνθήματα, έκαιγαν μαγαζιά. Πότε άραγε το «Κάτω η Χούντα» μετατράπηκε σε «Θάνατος στην Προσφυγιά»; Του ήταν άγνωστο. Μα έτσι κι αλλιώς ανήκε στις ερωτήσεις ενός κόσμου που τον άφηνε πλέον αδιάφορο. Ο Σταμάτης ετοιμάστηκε να κλείσει. Μα για λίγο κοντοστάθηκε. Κι αν ξέκλεβε λίγο χρόνο ακόμη; Οι άδειοι τοίχοι του σπιτιού του τον έπνιγαν ήδη μέσα στο λευκό τους έρεβος, φέρνοντάς του ίλιγγο…
Τις προάλλες είχαν εισβάλει στο μαγαζάκι του φίλου του του Πέτρου και το είχαν κάνει λαμπόγυαλο και τον ίδιο τουλούμι στο ξύλο -αναγκάστηκε κιόλας να νοσηλευτεί-, γιατί λέει είχε πολλά πάρε δώσε με μετανάστες. Και πριν ούτε μήνα κοντά είχαν ανοίξει και το δικό του περίπτερο και είχαν κλέψει από μέσα χρήματα, τσιγάρα, ό,τι βρήκαν. Ο Πέτρος, με το που βγήκε από το νοσοκομείο είχε περάσει την ίδια μέρα απ’ το σπίτι του, του είχε ανοίξει την παλάμη και του είχε βάλει μέσα ένα μικρό πιστόλι ίσα η χούφτα του, «για περίπτωση ανάγκης, αν σου χρειαστεί» του είχε πει. Κι είχε δίκιο: από τότε που ξεκίνησε η κρίση πριν δύο χρόνια, το εννιά, γεγονότα άπειρης ασχήμιας εκτυλίσσονταν στους δρόμους κάθε μέρα με θύματα μικροπωλητές. Όχι, όχι, καλύτερα να φύγει, να γλιτώσει τα χειρότερα. Αύριο πάλι.
Είχε φτάσει σχεδόν στο τέρμα του δρόμου, στην στερνή στροφή, όταν γροίκησε κάτι φωνές. Γύρισε. Μια μικρή ομάδα κουκουλοφόρων είχαν αποσχιστεί από το κύριο ρεύμα της πορείας, είχαν περικυκλώσει το περίπτερο, καίγοντας και κλοτσώντας στο διάβα ό,τι έβρισκαν. Ο τρόμος έσκασε μέσα του σαν κεραυνός. Άρχισε να τρέχει με όλη του δύναμη προς το μέρος τους…
Μα ήταν μακριά, τα γερασμένα πόδια του βαρύτερα και από άγκυρες. Στα εβδομήντα δευτερόλεπτα που του πήρε να διανύσει την απόσταση, οι άλλοι είχαν σπάσει τις κλειδαριές, είχαν αρπάξει τα τσιγάρα, είχαν πετάξει τις βόμβες μολότοφ. Μόλις τον πήραν χαμπάρι, οι τέσσερις έγιναν μπουχός. Ο πέμπτος, στραβοπάτησε, μπουρδουκλώθηκε, σωριάστηκε χάμω.
«Ακίνητος!» ούρλιαξε ο Σταμάτης. Στα χέρια του έτρεμε το όπλο. Δεν θυμόταν να το έχει βγάλει από την τσέπη.
Του αλλουνού του ‘πεσε η κουκούλα, και στην ανταύγεια μιας σπίθας φάνηκε το πρόσωπό του. Τον ήξερε. Ήταν της γειτονιάς. Ένα παλικάρι που δεν πάταγε καλά καλά στα είκοσι. Υγιές, πλούσιο, σπουδαγμένο.
«Γιατί;» πήγε να φωνάξει ο Σταμάτης, μα δεν είχε πια λαιμό, παλμό, στήθος. Ήταν ολόκληρος μια καυτή πυρωμένη θάλασσα μίσους. Δάκρυα ύγραναν τα μάτια του.
Ο νεαρός, που τον είχε αναγνωρίσει κι εκείνος, άρχισε να γελάει.
«Όπα, μπάρμπα, ήρεμα, με το μαλακό. Απ’ όσο θυμάμαι, μια ζωή μπακούρια ήσασταν εσύ και ο πατέρας σου, ένα περίπτερο ήταν, θα πάρεις άλλ-»
Το όπλο εκπυρσοκρότησε. Μια φορά. Δύο. Τρεις. Οι σφαίρες ακούστηκαν σαν κανονιές μέσα στη νύχτα. Είχε την εντύπωση πως τραντάχτηκε όλη η Αθήνα. Η πρώτη τον βρήκε στην καρδιά. Οι άλλες δύο στο λαιμό. Τα τσιγάρα σκόρπισαν σαν πολύχρωμες κιμωλίες στο δρόμο.
Πλησίασε. Γονάτισε. Είδε ένα στόμα μισάνοιχτο, δύο μαύρα φεγγάρια για μάτια, γυάλινα, που μέσα τους χόρευαν οι πυγολαμπίδες της φωτιάς. Δεν έδειχνε πια είκοσι, το πολύ δεκάξι. Ένα παιδί.
«Πρέπει να καταλάβεις», του ψιθύρισε, με λόγια που απευθύνονταν πιότερο στον ίδιο. Ήταν τόσο βαθιά σημαντικό να καταλάβει. «Έπρεπε να το κάνω. Κανείς ποτέ δεν πρέπει να την βλάψει». Κι ύστερα, πιο σιγανά, σαν να τον άκουγαν: «γιατί τότε εκείνη θα είχε πράγματι πεθάνει».
Ξάφνου, ένιωσε μόνος, κενός. Η σιωπή του αγοριού, που έπεφτε σαν απαλή ψιχάλα δίπλα του, και πάνω από τις άμορφες στέγες και τα κτήρια, μιμούμενη την αιώνια άδεια, την απέραντη σιωπή του κόσμου, εισχώρησε μέσα του και τον τρύπησε με όλη την αμείλικτη αδιαφορία της· μια συμπαντική ορμή που όμοια της δεν είχε ξανανιώσει τον τύφλωσε, τον συντάραξε, και τον πέταξε στο σκληρό πεζοδρόμιο, να σφαδάζει ξέπνοος, σχεδόν ετοιμοθάνατος. Έκλαψε τότε. Έκλαψε πολύ. Έκλαψε άγρια, σπαρακτικά, όπως δεν είχε κλάψει για χρόνια. Αμέτρητα χρόνια.
Ύστερα, σαν δεν είχε άλλα δάκρυα πια, σηκώθηκε. Και με μια καρδιά που χτυπούσε σα μισοσβησμένο αστέρι, σα σπασμένο ακορντεόν, δρασκέλισε το μικρό κατώφλι του περιπτέρου του που ρήμαζε, του περιπτέρου του που σπάραζε, και κάθισε στο τετράγωνο πάτωμα.
Στα λίγα δευτερόλεπτα που του είχαν απομείνει πριν οι φλόγες τον τυλίξουν, έκλεισε τα μάτια. Τα χείλη του ανασηκώθηκαν για να σχηματίσουν μονάχα μια λέξη, μια υπέροχη, αγαπημένη λέξη, που χωρίς αυτήν δεν υπήρχε ο κόσμος:
«Καρμίνα», ψιθύρισε.
Κι η καρδιά του φτερούγισε με έναν τελευταίο, αποχαιρετιστήριο χτύπο, σαν να φιλούσε μέσα στο σκοτάδι δυο αόρατα χείλη.
ΙΩΑΝΝΑ ΛΑΜΠΡΟΥ
Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος