Ανταύγειες γαλήνης οι φθόγγοι σου
πλεξούδες αγάπης
και μια ψυχή όπου δακρύζει
με το πετάρισμα της πεταλούδας.
Να ταξιδέψεις λες
ως την άκρια του ορίζοντα
εκεί όπου απλώνεις το ξαφνιασμένο σου όνειρο
όπου τα αγκομαχητά του αγέρα
στήνουν φωλιές στο χαμόγελο,
συλλαβίζουν απωθημένους ουρανούς
και αιωρούνται ακροβάτες
οι απώλειες της πλάσης.
Λες να ταξιδέψεις
ως τη σάρκα της άνοιξης
και τα αχνοπερπατήματά της,
ως το γκρίζο είδωλο των ματιών της
ν’ αγγίξεις το φιλήδονο μυστήριο που κρύβουν
και να μελώσεις λες
την επτάσοφη μελαγχολία τους
-επίκτητο μπόλιασμα μιας πονεμένης ανάσας,
ίσως και της μοίρας το γραμμένο-.
Να ταξιδέψεις λες
ως την άκρια της θάλασσας
να επικαλεστείς την κυρά του Κάστρου
την αφέντρα του Πελάγους
για ν’ απιθώσεις στις φτερούγες της
τους λυγμούς του ανέμου.
Και μας συστήνεσαι λέω
αγέρωχη σμίλη του ωραίου
μέσα από τα δυο του μάτια
-μάτια χρυσάνθεμα κι ανθίζαν Οκτώβρη-.
Και μας χαρίζεσαι λέω
ως άπλετη αγάπη…
Εκείνη που ξεστράτισε στο γαϊτανάκι της ζωής
και θρυμματισμένη ακουμπά
στον πρώτο τον στίχο
όταν οι χυμοί σώνονται
κι ο ήλιος καίει τα σίδερα.
Εκείνη που ψηλώνει
κάθε φορά που ξαναγεννιέται η ελπίδα
κάθε φορά που η καρδιά σφουγγίζει το δάκρυ
το μετουσιώνει σε βάλσαμο
και λειαίνει της ζωής το σκληρό προσωπείο.
Και να μας ξοδευτείς σαν διδαχή πεθύμησες
σαν πάλη αέναη και αιματόβρεχτη δίνη
μόνη στον καφενέ
μόνη στο κύμα
μόνη να καταδύεσαι στης ανημπόριας τη φυλακή,
στη σιγαλιά της νύχτας
και να μας θυμίζεις ωσάν απορημένη σελήνη:
«Θέλει τόλμη η μοναξιά…
Μόνη στη ζωή
Κατάμονη στο θάνατο».
Της πένας σου το δύστρατο μονοπάτι
αντάρα στης νυχτιάς τ’ απρόσμενο γδάρσιμο
φλογάτη μελάνη στης σιωπής τ’ αστραπόβροντο.
Η ποίηση τρυπώνει στο σκοτεινό σου δωμάτιο
επιβλητικός κι απρόσκλητος επισκέπτης
αγναντεύει τον κρατήρα,
πλημμυρίζει η λάβα
μιας πένθιμης νότας το τέλι,
προσμετρά απουσίες
λογίζει υπέρλογες θυσίες.
«Ανέβα καλέ μου τα σκαλιά…
Θα καταλάβω την ηχώ των βημάτων σου;
Ξέχασα μάλλον…» λες.
Είναι τότε που η ποίηση
σου κρατά το τρεμάμενο χέρι
με τη μορφή του στολίδι στο δάχτυλο
γλυκό καρφίτσωμα στο πέτο
κι αγγίζει τα ηχηρά βήματα της ανάμνησης.
Κι εσύ τότε η ποιήτρια
ο ναυαγός στο υφαντό
του χαρμόλυπου αργαλειού σου
με τον φόκο μέσα στις πλέξεις του
που σαν ξεφλουδίσει η χρώση του
θα φανεί το νιόφερτο ποίημα.
Κι εσύ ο Άνθρωπος
η ακύμαντη θάλασσα
μια νοτισμένη ανταύγεια στο φως
κι όταν δέηση γνέψεις στο νοτιά
«Σιωπούν οι άνθρωποι
σιωπά κι ο Θεός»
9/9/2016, Καλλιόπη Δημητροπούλου
(Για την ποιητική συλλογή «Υφάδι ζωής» της λογοτέχνιδας Σωτηρίας Κυρμανίδου).