Την είχα προσέξει από την πρώτη στιγμή. Το βλέμμα μου είχε αιχμαλωτιστεί. Σχεδόν μοιραία. Θα μπορούσε να είχε πιαστεί από οτιδήποτε άλλο. Σε μία στρατιωτική παράταξη, την πρώτη μου στο ακριτικό τάγμα, το τουρκικό φυλάκιο, λίγα μέτρα πιο κάτω, κάνει να γιομίζουν τα πνεμόνια. Τα στήθη. Ριπή συναισθημάτων. Άφατα κεντρίσματα του νου. Άρρητα πληγιάσματα της καρδιάς. Να τους βλέπεις να γελούν. Να σε περιπαίζουν. Και άλλοτε πάλι να σηκώνουν το μεσαίο δάκτυλο και να στο δείχνουν. Με θράσος. Και εσύ να πρέπει να περαμένεις ψύχραιμος. Για να μην προκληθεί θερμό επεισόδιο, λέγαν οι οδηγίες. Και αυτές έκανα εγώ κήρυγμα στους στρατιώτες μου. Εκείνες τις ημέρες και εκείνες τις νύχτες. Στους λεβεντάδες μου πάντοτε συνέστηνα ψυχραιμία. Έβλεπα και ένιωθα. Άγγιζα. Ήξεραν. Ήμουν σίγουρος ότι ήξεραν. Ήμουν σίγουρος ότι ήθελαν και διεκδικούσαν. Επειδή ήμουν λίγο μεγαλύτερος δεν σημαίνει ότι είχα ξεχάσει. Ή ότι δεν ήθελα και εγώ. Στο ακριτικό τάγμα, οι αστέρες αποκτούσαν μία παράξενη γοητεία. Τι εγώ και ο Σωκράτης ήμασταν μόλις ενός μηνός ανθυπολοχαγοί. Και όλοι μας κοίταγαν. Και όλους εμείς. Παράξενες ματιές. Πλάγιες. Διεκδικητικές. Σε μία πατρίδα μοιρασμένη. Οι γυναίκες στην Τυλληρία ήξεραν. Από πόνο. Η μνήμη τις κεντούσε. Τις μάτωνε. Τις έκαιγε. Όπως και το καντήλι. Του γιου. Του εγγονού. Και τα παραμύθια των λογάδων τα βράδια για τον άνδρα στο βουνό. Ξεστράτισα.
Την είδα. Στεκόταν δίπλα στον συνταγματάρχη. Αεράτη. Πρασινομάτα. Σαιξπηρική λες. Τι αυτή μάλλον φανταζόταν ο μεγάλος μάγιστρος των λέξεων και των νοημάτων, όταν έπλαθε κορμιά και έβανε ψυχή μέσα. Και ο Ελύτης πίσω από τις κυράδες του και τα γαλάζια του, αυτήν μάλλον είχε δει. Μία στιγμή τειχοσκοπίας. Λες και ο τυφλός Όμηρος ξαναβλέπει την Ελένη. Ελέναυς. Έλανδρος. Ελέπτολις. Όλα ένας Όμηρος είναι, μάγκες μου. Αγέρωχο βλέμμα. Μοναδικό. Λες και είχε κάτι από αετό μέσα. Να σμίγει και να φεύγει μαζί. Να αγκαλιάζει και φτεροκοπάει. Ορμητικά.
«Μαλάκα, μας κοιτάει η γκόμενα», είπε ο Σωκράτης.
«Συνάδελφε, θέλω σοβαρότητα», ψιθύρισα εγώ ντροπαλά. Τι στεκόταν δίπλα μου ο λοχαγός και εγώ, όπως πάντοτε, ήθελα να το παίξω ο ώριμος και ο πειθαρχημένος.
«Μιλάμε για πολύ μπάνικο μωρό».
«Μα πώς μιλάς έτσι για την κυρία;»
«Τι έγινε, ρε; Σου άρεσε; Καψουρευτήκαμε, συνάδελφε;»
Δεν υπήρξε απάντηση. Δεν ήξερα και τι να του πω. Για πρώτη φορά δεν είχα πρόχειρες τις λέξεις. Τα μάτια της. Τα χείλια της. Κάτι. Αυτό το μαγιοβόλο. Το ερεβοφαές. Το φωτοδοτικό. Κάτι, κάτι. Δεν ήξερα ακριβώς. Ούτε και ξέρω ίσως. Ακόμα και τώρα. Κάτι πάνω της. Που μου στέρησε τις λέξεις πολλές φορές. Όπως εκείνη την Τετάρτη στο γραφείο της. Στο τρίτο επιτελικό γραφείο. Στα σχέδια κάπου ανάμεσα των επικείμενων ασκήσεων και σε ένα τσιγαράκι μισοσβησμένο. Της είχα πάει το σχέδιο δράσης του τάγματος. Και ό,τι είχα να πω, να εξηγήσω, να σχεδιάσω εκείνη την ώρα στον χάρτη, χάθηκε. Σβήστηκε ο πίνακας. Και έμεινα σαν παλαβός να κοιτάζω. Τα μάτια. Πάντα τα αγαπώ στους ανθρώπους. Λένε ότι, άμα τα κοιτάς, μαθαίνεις πάντα την αλήθεια. Πιγκουίκουλες. Περιμένουν να τις χαϊδέψεις, για να σου δαγκώσουν το χέρι. Και να σε βάνουν δηλητήριο μέσα. Να μένεις εκεί. Να τις κοιτάς και να χαμογελάς.
Με θυμόταν, είπε. Με είχε προσέξει και εκείνη. Το έλεγε και το ξαναέλεγε, κάθε φορά που της θύμιζα την πρώτη φορά που την είδα. Κάθε φορά, πίσω από το φυλάκιο. Στα σκοτεινά. Εκεί πίσω που γράφονταν συνθήματα. Που πλάθονταν ερωτάδες πολλοί. Στο κρυφό. Στ’ ανομολόγητο. Δεν το πίστεψα ποτέ. Αλλά το έλεγε.
«Ο ψηλός, ξανθός νεαρός, στην τρίτη σειρά του αγήματος, με τον Σάββα μπροστά και τον Σωκράτη δίπλα».
«Μπα; Πολλές λεπτομέρειες ανδρών θυμάσαι;»
«Ο νεαρός με την καθόλου κοιλιά…»
«Μπράβο, ρε συ. Πολύ ευγενική είσαι!»
«… με την καθόλου κοιλιά και την αστεία μύτη».
«Ποιος έχει αστεία μύτη;»
Απάντηση στο ερώτημα ποτέ. Μόνο ένα κάτι. Αυτό που ζητιάνευα από την αρχή. Αυτό που το γκρίζο, το μουντρούχο, το κακομούτσουνο βλέπει και ξανοίγει. Και απαλύνει. Και γίνεται της χαράς και αυτό. Αυτό.
Με ένα πόνο στην καρδιά. Πάλι. Πλημμυρίδα τα συναισθήματα. Και μπροστά από τα μάτια δεκάδες εικόνες. Πέρασε την πόρτα του Γενικού Νοσοκομείου. Ήταν ωχρή. Αγέλαστη. Για πρωτή φορά πάλευε να σχηματίσει το χαμόγελο. Και εκείνο το άτιμο δεν ερχόταν. Στάθηκε στην ουρά. Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει. Ήμουν εκεί. Και έβλεπα. Η εγγραφή την ταλαιπώρησε. Δυστοκία. Κλασική σε κυπριακό νοσοκομείο. Η αναμονή σκοτώνει. Στον διάδρομο έβλεπε ανθρώπους να περνούν, να κάθονται, να κλαίνε, να προσεύχονται. Έβλεπε συγγενείς με δάκρυα στα μάτια. Και άλλους με το χαμόγελο. Μόνο που το δικό της δεν ερχόταν αυτή τη φορά. Ήμουν εκεί. Και έβλεπα. Ήξερα το παρασκήνιο. Ένας αγώνας, ένα πάλεμα. Τρεχάματα. Ασκήσεις. Παράσημα. Και όνειρα. Μου τα ‘λεγε. Κάθε φορά που τα σκάρωνε, ερχόταν και μου τα ξομολογούνταν. Σιγανά. Να μην τα ακούσει κανείς.
Και πολλά καψίματα. Πολλά. Θυμάμαι ένα και εγώ. Το δειλινό, λίγο πιο έξω από το στρατόπεδο στη Λεμεσό. Στη βολή. Τότε που φάγαμε τη βροχή και σαν παπιά σταματήσαμε να τρέχουμε και γελάγαμε. Λίγο μετά ήταν στα χέρια μου. Πρώτος έφτασα στην κρύπτη, όταν ακούστηκε η κραυγή. Μέσα στο αίμα. Παντού. Μία σφαίρα. Πως δεν ξέρω. Δεν το κατάλαβα ποτέ. Τρόμαξα. Η νύχτα ήταν κρίσιμη, είπαν. Και εγώ είχα υπηρεσία. Δεν μου το συγχώρεσα ποτέ. Μα να μην είμαι εκεί; Να μην είμαι δίπλα της; Μου έλεγε συχνά ότι με ένιωθε εκεί.
Τρεχάματα, ασκήσεις, παράσημα, όνειρα, καψίματα. Με αυτή τη σειρά. Ίσως πάλι και όχι. Μέχρι που ένα βράδυ σωριάστηκαν όλα. Και εκείνη μαζί. Πόνος. Πέρασε. Ξαναήρθε. Ξαναπέρασε. Μέχρι να ξανάρθει. Δεν την ενδιέφερε τόσο. Σε οκτώ μέρες είχε άσκηση. Θα ερχόταν ο υπαρχηγός. Ο κύριος με το αρχαιοελληνικό όνομα. Τον θαύμαζε. Και όλοι όσοι τον ξέραμε μαζί. Δεν θα την έχανε. Δεν θα μπορούσε να μην ήταν εκεί. Μέχρι που ήρθε το πρώτο σοβαρό λιποθυμικό επεισόδιο. Και ένα δεύτερο. Και αναγκάστηκε να περάσει την πόρτα, που ήθελε τόσο πολύ να αγνοήσει. Ο γιατρός τα μάσησε στην αρχή. Περνά. Σήμερα όλα γίνονται. Για μία στιγμή, στο απότομο άκουσμα της λέξης, τα πάντα σβήστηκαν. Μπρος και πίσω πάει. Και τίποτε δεν υπάρχει στο μυαλό. Το απόλυτο κενό. Το απόλυτο λευκό. Λες και το χαρτί σβήστηκε. Ούτε μία γρατσουνιά. Εκείνη τη νύχτα έβλεπε Λαζόπουλο. Κάτι για τον Κουκοδήμο έλεγε. Γέλασε δυνατά. Και είπε ότι θα σταθεί. Στα χέρια μόνο φαινόταν κάτι. Το είδε η Ελένη. Το έμαθε η Μαρία. Και μετά η Δέσποινα. Η Ντίνα. Οι δικοί της από την αρχή. Και οι λιγοστοί φίλοι. Η μνήμη δεν ξεθωριάζει. Ήμουν εκεί. Και έβλεπα.
Μου έπιασε το χέρι. Και το έσφιξε δυνατά. Είχαν βγει τα μάτια της σεργιάνι. Να με χαιρετίσουν. Όπως και εκείνη την πρώτη φορά. Και εγώ ξέμεινα από λέξεις. Πάλι. Πάλι. Όπως τότε. Της έδωσα ό,τι ήταν δικό της. Πάντα θα είναι. Ποτέ αλλού. Το ζήτησε ξανά. Το κράτησε. Για 17 δευτερόλεπτα. Τόσο ήταν. Τα μέτραγα ένα-ένα. Λευκή σκιά. Αδιόρατη. Μόνο άμα κοιτάξεις καλά. Μόνο τότε. Γιατί οι γραφές έχουν πάντα δίκαιο. Ήμουν εκεί. Και έβλεπα. Και μνήστητί μου.
(Αφιερωμένο στη λευκή σκιά που πάντα με συνοδεύει. Δεν τη βλέπει κανείς. Γιατί δεν το θέλει αυτή. Αλλά δεν πρόκειται ποτέ να πάψει να είναι δίπλα μου. Και κανείς δεν θα μου την πάρει.)