Πιάνω πάλι τον εαυτό μου χαμένο μπροστά στην οθόνη.
Περιμένω κάτι, δεν ξέρω τι.
Ένα μήνυμα, μια ειδοποίηση, έστω μια διαφήμιση που θα κλείσω στη στιγμή.
Έχω κουραστεί. Πώς να μην κουραστώ;
Πόσο κουραστικό είναι τελικά να μην κάνεις τίποτα…
Τα μεγαλύτερα άγχη της ζωής έρχονται όταν στέκεσαι και κοιτάς την κενή οθόνη.
Το κενό κάτασπρο χαρτί που έρχεται να σου υπενθυμίσει πόσο κενός είσαι και εσύ.
Δεν ξέρω τι περιμένω ούτε πόσο θα περιμένω ακόμα μέχρι να με βρει.
Όμως τι να κάνω; Δεν ξέρω να κάνω κάτι εκτός από το να περιμένω πλέον.
Και η υπομονή μου εξαντλείται. Όμως στέκομαι εδώ, σαν τις παραμελημένες πολυκατοικίες κάποιας άλλης εποχής, όπως τα μικρά ετοιμόρροπα νεοκλασικά της πόλης.
Ίσως τελικά αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Να περιμένεις κάτι που δεν θα φτάσει ποτέ…
Κοιτάω την οθόνη ψάχνοντας τον άνθρωπο πίσω από το γυαλί.
Προτιμώ να είναι διάφανο, δεν θέλω να βλέπω την αντανάκλασή μου.
Ποτέ δεν άντεχα να βλέπω πτώματα.
Ανεβάζω τον ήχο στα ακουστικά, για να ακούσω καλύτερα τη σιγή.
Είναι ένας γλυκός ήχος, που μόνο αυτοί που φτάνουν στο τέλος καταφέρνουν να ακούσουν.
Πόσα ερείπια χωράν σε μια οθόνη; Πόση λύπη πόση απελπισία;
Πόσος πόνος χωράει στο κενό;
Το μελάνι επουλώνει τις πληγές καλύτερα απ το ιώδιο .
Ο χρόνος γράφει πιο πολλά απ το μελάνι, τώρα όμως δεν γράφει τίποτα.
Γιατί είμαστε εδώ; Γιατί μπορείς να με ακούσεις; Φύγε!
Αυτό είναι το δικό μου τέλος.
Η τελεία που θα βάλω θα είναι τόσο μικρή που δεν θα φανεί καν μπροστά στο αιώνιο κενό της οθόνης.
Αν την δεις, σε παρακαλώ μην μου τη δείξεις.
Εξάλλου, ποτέ δεν άντεχα να βλέπω πτώματα.
Επαναλαμβάνομαι και αυτό μου θυμίζει την επανάληψη της κάθε μέρας, της κάθε ώρας του κάθε λεπτού.
Είμαι μεγάλος εγωιστής, όμως δεν αντέχω να ακούω τα ίδια μου τα λόγια.
Ίσως γι’ αυτό χάνομαι τόσο εύκολα στην οθόνη.
Γιατί είσαι ακόμα εδώ;
Μην περιμένεις κάποια ολοκλήρωση που έχει εδώ και καιρό χαθεί ακόμα και σαν ιδέα.
Εδώ ταξιδεύουν μόνο σκόρπιες σκέψεις, σαν επιβάτες στο τελευταίο λεωφορείο της γραμμής, που όμως δεν φτάνει στο τέλος της διαδρομής.
Δεν έχω κάτι άλλο να πω Ίσως θα ήταν καλύτερο να μην είχα βρομίσει ποτέ αυτό το χαρτί με τις σκέψεις μου.
Να είχε μείνει κάτασπρο, σαν το απαλό χιόνι το ξημέρωμα, πριν το γεμίσουμε με τη βρομερή μυρωδιά της σάρκας.
Χαζεύω ξανά την οθόνη…
Πολύ ωραίο και περιγράφει άψογα την εποχή μας…