Ο Στέφανος και ο Θανάσης γνωρίζονται από μικρά παιδιά. Κάθε μέρα, κατηφορίζουν τον χωματόδρομο με τις ακακίες για να φτάσουνε στον γιαλό. Εκεί, σκαρφαλώνουν πάνω στον βράχο που μοιάζει με κεφάλι πάπιας και φτιάχνουν φελούκες από πεύκο και μικρές μπρατσέρες, που τις ρίχνουν και τις τραβάν με λεπτή κλωστή από τη θάλασσα, τις μέρες που είναι λεία σαν λάδι, δίνοντας της μοναδική αφορμή να σαλέψει λίγο τα νερά της.
«Στέφανε;» του λέει μια μέρα ο Θανάσης, καθώς λιάζονται πάνω στην προεξοχή του βράχου, στο ράμφος του πουλιού.
«Τι ’ναι;»
«Υποσχέσου ότι ποτέ δεν θα αφήσουμε τίποτα να μπει ανάμεσά μας».
«Το υπόσχομαι».
«Ούτε γκόμενα».
«Ούτε γκόμενα!»
Τα κύματα σκάνε με δύναμη πάνω στο μικρό, βραχώδες νησάκι τους, κάνοντάς το πότε να χάνεται μέσα στις αφρισμένες τρύπες και πότε να στέκεται στην κορυφή, σαν πλοιάριο. Μα δε φοβούνται. Βρεγμένοι και με γεύση αλμύρας στο στόμα, από τα κύματα που σχηματίζουν θόλο πάνω από τα κεφάλια τους, ρουφάνε αχόρταγα το καταπράσινο τοπίο που ξεδιπλώνεται μπροστά τους. Και πράγματι, έτσι όπως αγκαλιάζονται και γελούν φαίνεται πως τίποτα δεν θα μπορέσει ποτέ να τους χωρίσει.
Η Ευανθία είναι το πιο όμορφο κορίτσι του χωριού και μαζεύει τα μαλλιά της με μενεξελιές κορδέλες. Ψηλή, λυγερή, με λεπτή μέση και κομψό βάδισμα. Κάθεται ανάμεσα από τα δύο αγόρια που την κορτάρουν στενά και καρδιοχτυπούν.
«Πρέπει να διαλέξεις!» λέει ο Θανάσης.
«Ναι! Λέγε! Ποιος από τους δυο μας είναι ο καλύτερος;»
«Ποιον θες;»
Το μελαχρινό κορίτσι κοιτά τον Στέφανο, κοιτά και τον Θανάση, κοιτά και τον γιγάντιο πλάτανο που υψώνεται επιβλητικός μπροστά της. Χαμηλώνει το βλέμμα και κοκκινίζει. Δε μιλά. Μονάχα λύνει τα μακριά μαλλιά της και αφήνει το αγέρι να τ’ ανακατέψει. Ύστερα, σηκώνεται από την κούνια και απομακρύνεται τρέχοντας.
Το απόγευμα οι φίλοι τραβούν κατά το καμπαναριό. Παραβγαίνουνε στο τρέξιμο καθώς δρασκελίζουν τα ξύλινα σκαλοπάτια του. Τα δυο χειροδύναμα αγόρια τραβούν μαζί το γλωσσίδι για να χτυπήσουν την καμπάνα και ο ήχος της αντηχεί σε όλο το βουνό.
«Στέφανε;»
«Τι είναι;»
«Δεν θα αλλάξει κάτι μεταξύ μας, έτσι; Ό,τι κι αν διαλέξει».
«Ό,τι κι αν διαλέξει».
Ο Θανάσης φεύγει, αφήνει τον φίλο του μόνο με τις σκέψεις του πάνω στο καμπαναριό. Ο Στέφανος κάνει στράκες με τα δάχτυλά του και κοιτάζει μελαγχολικός την τεράστια καμπάνα που το μίγμα της – όπως λένε- αποτελείται από χρυσάφι, ασήμι και μαντέμι. Μένει εκεί πάνω μέχρι που ο καιρός αρχίζει να χαλάει. Ο τόπος σιγά-σιγά σκεπάζεται με πυκνή ομίχλη και η ορατότητα κοντεύει να φτάσει στο μηδέν. Το σκοτάδι πέφτει γρήγορα και η βροχή αρχίζει μαζί με έναν δυνατό αέρα να δέρνει τα σπίτια του χωριού.
Το δυνατό αστροπελέκι που σκίζει τον ουρανό, βρίσκει τον Στέφανο κρυμμένο, χωμένο μέσα σε έναν αγκαθωτό θάμνο. Δεν τον νοιάζει που οι ακίδες μπήγονται στο δέρμα του και το γρατζουνάνε. Δεν τον νοιάζει τίποτα άλλο, εξόν από την κομματιαστή εικόνα που βλέπουν τα μάτια του, πίσω από τις μυτερές φυλλωσιές: τον Θανάση και την Ευανθία να φιλιούνται στα χείλη, να αγαπιούνται. Οι δύο φίλοι περπατούν δίπλα-δίπλα, σιωπηλοί, στο χωμάτινο μονοπάτι που περιβάλλεται από τη δεντροστοιχία με τις ακακίες. Το φεγγάρι πέφτει στα σκούρα φυλλώματά τους και το φως του τυλίγεται μέσα τους. Χάνει το ανάλαφρο χρώμα του· γίνεται ύλη σκοτεινή, παράξενη και πυκνή. Οι ήχοι της νύχτας ανακατεύονται με τον ξεθωριασμένο βηματισμό των αντρών, πασαλείβονται με τις μαύρες τους σκέψεις και τα τσιτωμένα κορμιά τους. Ο Στέφανος, με κάθε του βήμα, νιώθει το βάρος του σουγιά να θεριεύει, να δυσχεραίνει τις κινήσεις του. Ο Θανάσης, προβληματισμένος μα ανυποψίαστος για το δόλιο σχέδιο του παιδικού του φίλου, προσπαθεί να συγκρατήσει τον λυγμό που του κατατρώει το στήθος. Πασχίζει να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να του εξηγήσει, να του πει την αλήθεια.
Πρώτη φορά βρίσκονται τέτοια ώρα στο γιαλό. Ο βράχος τους μέσα στις σκιές δεν μοιάζει πια με κεφάλι πάπιας· είναι απλά μια άμορφη μάζα. Μια σκιά μέσα στις άλλες, σαν τις άλλες. Και σαν τον θωρεί έτσι ακαθόριστο, απροσδιόριστο, ο Στέφανος δε διστάζει πια. Το στιλέτο μπήγεται ορμητικά στην καρδιά του κι ο πόνος είναι τόσο δυνατός που του ρουφά την κάθε κραυγή, καταπίνει τη φωνή του. Προσπαθεί να το βγάλει από μέσα του μα εκείνος το σπρώχνει όλο και πιο βαθιά. Το περιστρέφει με μίσος.
«Συγνώμη…»
«Μα γιατί; Γιατί;»
Καθώς το αίμα βάφει το πουκάμισό του, κυλά στα μπατζάκια του, ποτίζει τα βότσαλα, αρχίζει να καταλαβαίνει.
«Για τη γκόμενα είναι. Σωστά;» Δακρύζει.
«Σκάσε!»
«Μα το υποσχέθηκες! Έδωσες όρκο! Το ξέχασες;»
«Σκάσε είπα!»
Η νύχτα πια έχει σκεπάσει τον κόσμο. Μα είναι αχόρταγη. Βλέπει την ψυχή του άντρα που σπαρταρά και τη θέλει και αυτή στο ζοφερό της βασίλειο.
«Να θυμάσαι, φίλε μου, τούτη την ώρα και τη στιγμή που σου μιλώ. Κάποια μέρα θα πληρώσεις για το κακό που μ’ έκανες απόψε». Βγάζει έναν πνιχτό ήχο και προσθέτει, βαριανασαίνοντας: «Μάρτυς μου το φεγγάρι!»
Ύστερα, γέρνει το κεφάλι πίσω, αφήνεται και ξεψυχά.
Καθώς περνά η ώρα, το σώμα του νεκρού βαραίνει όλο και περισσότερο. Ο Στέφανος δυσκολεύεται να τον κουβαλήσει και έτσι τον σέρνει σαν σακί μέχρι την άκρη του γκρεμού. Πλατς! Κατάκοπος και κάθιδρος, κάθεται στο χείλος του, απάνω σε μια πλατιά κοτρόνα, και το κοιτά. Παρατηρεί για πρώτη φορά τη θαμπή του λάμψη, τις ωχρές του στάμπες, τις θηλυκές καμπύλες του.
«Μάρτυς μου το φεγγάρι!» μονολογεί και χαμογελά σαρδόνια. «Χα! Ανοησίες!» Κι όμως, σαν να νιώθει το φως του να τον καρφώνει επικριτικά, σαν οργισμένη ματιά, και ανατριχιάζει. Φοβάται. «Και τι με νοιάζει άμα ξέρεις;» του φωνάζει. «Γιατί να με κόφτει εμένα που τα είδες όλα; Σάμπως μπορείς να μιλήσεις; Δε μπορείς!». Ο άντρας δεν παίρνει τα μάτια από πάνω του, το κοιτά επίμονα και μόνο όταν περάσει αρκετή ώρα και σιγουρευτεί πως δεν πρόκειται να του απαντήσει, αφήνει τον αέρα να ξεχυθεί από τα πνευμόνια του.
«Θα μου σάλεψε!» μουρμουρίζει καθώς παίρνει τον ανήφορο για το χωριό, για το σπίτι του. «Πού ακούστηκε ξανά άνθρωπος να μιλά στο φεγγάρι!»
Χρόνια πολλά περάσανε και το φονικό ξεχάστηκε. Το πτώμα του δύσμοιρου, του Θανάση, βρέθηκε ξεβρασμένο στην ακτή από κάτι ντόπιους ψαράδες, λίγες μέρες αργότερα. Κανένας δεν ψυλλιάστηκε τον Στέφανο. Όλοι νόμισαν πως από μόνος του γκρεμοτσακίστηκε και πνίγηκε. Κανένας δεν πονηρεύτηκε από τη βαθιά ουλή της λεπίδας του σουγιά στο στέρνο του.
«Τον κατασπάραξαν τα ψάρια», είχαν όλοι συμφωνήσει.
Ο Στέφανος τώρα μένει στο Τρίκερι με τη γυναίκα του. Ζούνε ήσυχα και απομονωμένα, μακριά από την πολυκοσμία και τη φασαρία του κέντρου. Το σπίτι τους βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη θάλασσα, σκαρφαλωμένο σε έναν βράχο, στο χείλος του γκρεμού, σαν να αιωρείται. Όταν, αραιά και πού, έρχονται τα παιδιά τους από την Αθήνα να τους επισκεφθούν, βγαίνουν όλοι μαζί στο μπαλκονάκι που έχει θέα στο λιμάνι, κρεμάνε τα καλάμια τους και ψαρεύουν. Και τότε, δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην γυρίσει να κοιτάξει, έστω και για λίγο, το αλλόκοτο θέαμα: την οικογένεια που ψαρεύει από το μπαλκόνι, τις πετονιές που ταλαντώνονται σαν χορδές άρπας από το φύσημα τ’ ανέμου και τα τσιμπήματα των ψαριών, την ψαριά που σπαρταρά στον αέρα και βρέχει τον κόσμο με τα τινάγματά της, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα ν’ απαγκιστρωθεί.
Ένα βράδυ, σαν τα άλλα βράδια, ο άντρας έχει βγει στο μπαλκονάκι του και χαζεύει τις βαρκούλες των ψαράδων που πηγαινοέρχονται στον ταρσανά. Το φεγγάρι έχει κρυφτεί πίσω από κάτι αφράτα σύννεφα. Αυτός περιμένει καρτερικά, απολαμβάνοντας την κάθε ρουφηξιά οίνου, και όταν επιτέλους ξεπροβάλει ακάλυπτο το κοιτάζει και χαμογελά.
«Τι γελάς εκεί, καλέ άντρα;» τον ρωτά η γυναίκα του.
«Ωραίο είναι το φεγγάρι απόψε!»
«Όπως κάθε βράδυ!» λέει εκείνη και αναστενάζει.
«Όχι! Θαρρώ σήμερα πως είναι διαφορετικό. Είναι αλλιώτικο απόψε το φεγγαράκι…»
Η Ευανθία το ξανακοιτά. Μετά, χαμηλώνει το βλέμμα της και μαζεύει τα μαλλιά της με τη μενεξελιά κορδέλα που ξετυλίγει από τον καρπό της.
«Τι να σου πω, άντρα. Μπορεί. Μπορεί να είναι όπως τα λες».
Καθώς το κρασί μουσκεύει τα χείλια του, νιώθει το φεγγαρόφωτο να τον κατασκοπεύει, να τον απομονώνει, τονίζοντάς τις κινήσεις του σαν προβολέας, λες και είναι το μοναδικό ον πάνω στη γη που θέλει να φωτίσει.
«Πες μου ξανά εκείνο το ποίημα…»
«Πάλι;»
«Πάλι».
Η γυναίκα, σταυρώνει τα χέρια πάνω στο στήθος της, σαν να προσεύχεται, και ξεκινά να απαγγέλει:
«Την κρεμαστή κανείς πια κούνια δε θυμάται. Τότες, αμέριμνα ανέμιζαν φουστάνια θερινά και ξέπλεκες κοτσίδες.
Τώρα, στην οροφή καρφωμένες, άκρα νεκρά, ταλαντώνονται και τρίζουνε οι γκρίζες αλυσίδες! Ακρωτηριασμένο το ρόδο γέρνει, το χώμα πασχίζοντας να φθάσει… Την πληγή του ν’ απαλύνει, μια στιγμή να ξαποστάσει! Κι όλα τα περήφανα τα δέντρα για φυλαχτό που τ’ αρχικά μας έχουνε από σκυφτές ιτιές να γένουν λίγο απέχουνε!»
Το καφενείο της πλατείας είναι ακόμα ανοιχτό και τα φώτα του τρεμοπαίζουν από μακριά. Γύρω του απλώνεται ερημιά, κρύο δυνατό και λασπωμένοι δρόμοι.
«Γιατί σταμάτησες;»
«Να…» λέει και σκουπίζει τα μάτια της «…συγκινήθηκα. Θυμήθηκα το χωριό μας, τα νιάτα μας…». Δαγκώνει τα χείλια της. «Τον Θανάση» προσθέτει δειλά.
Οι σκέψεις του, σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα, είναι κατάμαυρες, χτυπούν με δύναμη πάνω στα μηνίγγια του. Τα πονούν.
«Αυτό που θα σου πω τώρα, γυναίκα…» λέει ήρεμα «…ήτανε να το πάρω μαζί μου στον τάφο μου. Τούτο το μυστικό, που λες, το ξέρουμε μόνο εγώ και εκείνο» λέει ψιθυριστά και με το χέρι του δείχνει το φεγγάρι. «Και δε με μαρτύρησε! Όχι, όχι δεν το ’καμε. Ήθελε βέβαια, αλλά να… Δεν ξέρει το καημένο να μιλά!»
«Νομίζω πως φτάνει με το πιοτό γι’ απόψε».
«Νομίζεις πως παραμιλώ, ε;». Τα μάτια του έχουν κοκκινίσει και γυαλίζουν.
«Παράτα με! Σήμερα θέλω πιώ πολύ. Θέλω να μεθύσω!» Αρχίζει να γελά δυνατά. Και το γέλιο του είναι επιθετικό, σκληρό, άγριο. Ακούγεται σαν κραυγή, σαν θρήνος, αντηχεί πολύ λυπητερό. «Μάρτυς μου το φεγγάρι! Μάρτυς μου το φεγγάρι!» φωνάζει και όλο χαχανίζει.
«Στέφανε, με τρομάζεις…»
Ξαφνικά σταματά να γελάει. Σοβαρεύει απότομα, η ματιά του βαθαίνει, χάνεται και τα φρύδια του ενώνονται. Της κάνει νόημα να πλησιάσει.
«Έλα, έλα κάθισε – να εδώ χάμου, δίπλα μου- να σου τα πω όλα εγώ». Γυρνά στο μαργαριτάρι του ουρανού: «Μαρτυριάρικο που είσαι! Σςς…» Και πάλι στη γυναίκα του: «Ξέρεις τι έκανα πριν από τριάντα χρόνια; Μια νύχτα, σαν κι αυτή, με φεγγάρι…»
«Τι;»
Η καρδιά της χτυπά δυνατά. Ο Στέφανος ξαναγεμίζει το κρασοπότηρο.
«Θέλω να κάνω μια πρόποση! Απόψε θα πιώ στην υγειά του!» λέει και σηκώνει το ποτήρι με το μοσχάτο στον ουρανό. «Στην υγειά σου, βρε! Άσπρο πάτο!»
«Στέφανε;»
«Άλλο ένα! Άλλο ένα!»
Το μπουκάλι έχει πια αδειάσει και ο μεθυσμένος άντρας το έχει γυρίσει ανάποδα και απογοητευμένος, βλέπει τις στερνές του μπορντό σταγόνες να στάζουν στο τσιμεντένιο δάπεδο. Τακ, τακ, τακ!
«Τι έκανες;» ψιθυρίζει η Ευανθία.
Την αγκαλιάζει, χαϊδεύει τα μαλλιά της.
«Πάντα μου άρεσαν οι μενεξελιές κορδέλες σου!»
«Τι έκανες;» επιμένει.
Τα χείλια του ακουμπούν στο αριστερό της αυτί και η γυναίκα μυρίζει την αλκοολική του ανάσα που σκάει στο μάγουλό της.
«Φόνο! Φόνο έκαμα!»
Σαστισμένη, αποτραβιέται και τον κοιτάζει κατάχλομη. Τρέμει.
«Στέφανε…»
Εκείνος την τραβά βίαια πάλι κοντά του, την πιέζει στο στήθος του.
«Και ξέρεις ποιον σκότωσα;»
«Σταμάτα, με πονάς. Μη με σφίγγεις τόσο».
Παλεύει να του ξεφύγει. Κλαίει.
«Ξέρεις; ΞΕΡΕΙΣ; Θες να μάθεις;» Τα δόντια του τρίζουν, χτυπιούνται μεταξύ τους, καθώς το σώμα του τουρτουρίζει, λες και ψήνεται στον πυρετό.
«Τον Θανάση σκότωσα! Τον Θανάση σου!»
Το φεγγαρόφωτο μπαίνει σε δεσμίδες μέσα από τα κάγκελα του στενάχωρου κελιού, όπου βρίσκεται κουλουριασμένη η συζυγοκτόνος. Έχει κλειστά τα μάτια και προσπαθεί να κοιμηθεί, μα η λάμψη την τυφλώνει.
«Μάρτυς μου το φεγγάρι! Μάρτυς μου το φεγγάρι!» μουρμουρίζει.
Την πιάνει ένας δυνατός λυγμός. Σέρνει το κορμί της πάνω στον κρύο πάγκο, αγκαλιάζει τα πόδια της και πέφτει καταγής, ενώ τη δέρνει το αναφιλητό.
«Μάρτυς μου το φεγγάρι! Μάρτυς μου το φεγγάρι!» ουρλιάζει με λύσσα και το κοιτάζει.
Οι φυλακισμένοι ξυπνούν από τις στριγκλιές της και το κοιτάζουν και αυτοί, μέσα από τα δικά τους κελιά. Κοιτάζουν αυτό το υπόλευκο μηδενικό που κρεμασμένο πάνω από τα κεφάλια τους ταλαντεύεται στο σύμπαν σαν δαμόκλειος σπάθη.
«Η τρελή είναι πάλι;» ρωτά το 412.
«Η τρελή είναι πάλι» απαντά το 411.
«Μάρτυς μου το φεγγάρι! Μάρτυς μου το φεγγάρι!» φωνάζει το 403.
Και εκείνο, σιωπηλό μα πάντα παρόν, παρακολουθεί από ψηλά – τόσο κοντά μα και τόσο μακριά τους – τον ατελείωτο σπαραγμό της.
Ελένη Οικονόμου