Ποτέ της δε σκέφτηκε πως θα στεκόταν στην άκρη του λιμανιού και θα τα πετούσε. Σε εκείνο το ίδιο σημείο που είχαν φιληθεί για πρώτη φορά. Παρακολουθούσε τα δύο στέφανα να χάνονται από κοντά της. Τα μάτια της είχαν πια θολώσει. Δεν μπορούσε να τα δει να βουλιάζουν. Μαζί τους πνίγηκε και ένας γάμος. Ένας γάμος που δεν έγινε ποτέ. Έβγαλε από την τσέπη της το γράμμα του και το διάβασε για μία τελευταία φορά.
«Αγαπημένη μου Μυρτώ,
Δεν ξέρω πότε θα βρεις αυτό το γράμμα. Ίσως να είσαι ήδη στην εκκλησία και να με περιμένεις. Τι ειρωνεία! Συνήθως ο γαμπρός περιμένει τη νύφη. Στη σχέση μας όλα τα κάναμε ανάποδα. Ακόμη κι αυτό. Μη μου θυμώσεις, μάτια μου, μα αυτός ο γάμος δεν μπορεί να γίνει. Δε θέλω να σε αφήσω χήρα πριν καν χαρούμε το μήνα του μέλιτος. Θυμάσαι όταν σου έκανα την πρόταση γάμου; Θυμάσαι που σου είπα πως θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί σου; Το εννοούσα, μα δεν ήξερα πως η ζωή μου θα ήταν τόσο σύντομη. Συγχώρεσέ με που στο έκρυψα. Αυτός ο καρκίνος είναι άτιμο πράγμα. “Καρκίνο στους πνεύμονες, τελευταίο στάδιο”, μου ανακοίνωσε ο γιατρός, σα να μου ανακοίνωνε μια απλή ίωση. Έψαχνα οξυγόνο στο δωμάτιο και δεν έβρισκα. Πνιγόμουν από τη θλίψη μου.
Συγχώρεσέ με, ζωή μου, που δεν ήρθα στο γάμο μας. Ζήτησε συγνώμη από όλους. Ένιωσα δυσφορία και πήγα στο γιατρό. Από το νοσοκομείο σου γράφω. Λένε πως έρχεται η ώρα μου και βιάζομαι να σου γράψω όλα όσο θέλω. Μακάρι να σε είχα εδώ δίπλα μου. Μακάρι να είχα το θάρρος να σου πω την αλήθεια. Θέλω μόνο μια υπόσχεση. Να χαμογελάς. Να χαμογελάς, ακόμη κι αν όλα σου πάνε στραβά. Το χαμόγελό σου με έκανε να πετάω. Μου έδινε νόημα στη ζωή μου. Μη χαραμίσεις ούτε λεπτό σε δάκρυα. Δε σου πάει να κλαις.
Θα σε προσέχω από ψηλά.
Παντοτινά δικός σου,
Νίκος»
Η Μυρτώ ξαναδίπλωσε το γράμμα και το κράτησε σφικτά κοντά στην καρδιά της. Δεν μπορούσε να βγάλει με τίποτε από το μυαλό της τον συνεχόμενο ήχο του μηχανήματος στο νοσοκομείο. Δεν είχε προλάβει. Είχε τρέξει με το νυφικό κοντά του, αλλά η ευθεία γραμμή στην οθόνη τής έκοψε τα πόδια. Στηρίχτηκε στην πόρτα του δωματίου του και έκλεισε με τα χέρια της τα αυτιά της. Δε μπορούσε να ακούει. Δεν ήθελε να πιστέψει.
Τα στέφανα είχαν πια βουλιάξει, όπως είχε κάνει και η Μυρτώ. Είχαν αφεθεί στην πορεία που η θάλασσα τους προδιέγραφε. Ίσως να έβρισκαν κάποτε στεριά. Ίσως να μην σκούριαζαν πολύ. Ίσως…
Αθανασία Αλεξανδρίδη