Η ώρα είναι 09:00. Πάντα την ίδια ώρα, πάντα η ίδια μουσική ακούγεται έξω από το παράθυρο της Μυρσίνης. Αυτή η πανέμορφη, αέρινη, καθαρή και αλέγκρα μελωδία του πιάνου να πλημυρίζει τον χώρο του υπνοδωματίου της τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Δεν θέλει να μετακομίσει από αυτό το σπίτι.
Ο πρωϊνός ήχος την κρατάει εκεί, γιατί οι θύμησες είναι πολλές. Η μελωδία είναι γνώριμη και τόσο ζεστή.
«Σ’ αγαπώ πάρα πολύ, από τα βάθη της καρδιάς μου. Θα είμαι πάντα δίπλα σου. Αυτό να το θυμάσαι». Αυτά ήταν τα λόγια της πολυαγαπημένης της γιαγιάς. Μίλησαν για τελευταία φορά στο τηλέφωνο πριν φύγει η Μυρσίνη για την δίμηνη παραμονή της στην Αμερική, όσο από την άλλη γραμμή ακουγόταν η μελωδία που πλημμυρίζει και σήμερα τον χώρο της. Η αγαπημένη, της γιαγιάς και της ίδιας.
Δύο μήνες μετά, χτύπησε και πάλι το τηλέφωνο του σπιτιού της, ενώ ακουγόταν από το σαλόνι η ίδια μελωδία. Αυτή τη φορά δεν ήταν η φωνή της γιαγιάς της που ακουγόταν από την άλλη άκρη της γραμμής, αλλά της μητέρα της. Η αγαπημένη της γιαγιά υπέστη εγκεφαλικό. Δεν άντεξε η Μυρσίνη. Μέσα της έσπασε. Κατέβασε το ακουστικό με χέρι μετέωρο, με τα δάχτυλά της έσπρωξε στο πλάι μια τούφα από τα καστανά μαλλιά της και με βλέμμα παγωμένο και καρφωμένο στο παράθυρο που βρισκόταν απέναντί της, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ακούει τη συνέχεια αυτής της μελωδίας. Αγαπημένη, της γιαγιάς και της ίδιας. «Τουλάχιστον ζει». Αυτό σκέφτηκε και πήρε κουράγιο.
Τον επόμενο μήνα η Μυρσίνη αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με τις ίδιες της τις δυνάμεις. Ήρθε η ώρα να ταξιδέψει ως τα Γιάννενα να δει την γιαγιά της. Δεν ήξερε πόσος χρόνος ζωής τής έμενε ακόμα. Ενώ μάζευε τα ρούχα της και τα στρίμωχνε στην βαλίτσα της, για άλλη μια φορά η μελωδία, η γνώριμη πλέον, ακουγόταν από το ραδιόφωνο και γέμιζε αισθαντικά τον χώρο του υπνοδωματίου της. Για μια στιγμή η Μυρσίνη σταμάτησε. Αφουγκράστηκε τη μελωδία και ρίγησε.
Με το ΚΤΕΛ έφτασε αργά το ίδιο βράδυ στα Γιάννενα. Κατευθύνθηκε στο σπίτι της γιαγιάς της. Χτύπησε το κουδούνι και η γυναίκα που την πρόσεχε, της άνοιξε την πόρτα. Η ίδια μελωδία για άλλη μια φορά ακουγόταν στον χώρο. «Είναι η αγαπημένη της γιαγιάς σου», της είπε η γυναίκα. Η Μυρσίνη χαμογέλασε αχνά και τρέχοντας μπήκε στο δωμάτιο που βρισκόταν η γιαγιά. Το θέαμα που αντίκρισε δεν της άρεσε. Τα μεγάλα καστανά της μάτια βούρκωσαν και με δυσκολία κατάφερε να μην τρέξουν δάκρυα στα πυρωμένα μάγουλά της. Την πλησίασε αμέσως χωρίς καν να προλάβει να βγάλει το βρεγμένο από την υγρασία πανωφόρι της και την αγκάλιασε τρυφερά. Ήθελε τόσο να την σφίξει στην αγκαλιά της, αλλά ήδη το σώμα της γιαγιάς της είχε σχεδόν παραδοθεί στην καταραμένη ασθένεια. Έμεινε δίπλα της όλο το βράδυ. Και η αγαπημένη τους μελωδία, τις συντρόφευε και τις τρεις μέρες που κατάφερε να μείνει στα Γιάννενα.
Ο δρόμος της επιστροφής στην Αθήνα ήταν δύσκολος, αλλά απαραίτητος. Έφτασε αργά το βράδυ στο σπίτι της. Μετά από λίγα λεπτά το τηλέφωνο χτύπησε. « Η γιαγιά σου μόλις πέθανε», της ανακοίνωσε η μητέρα της. Δεν άντεξε η Μυρσίνη. Ημιλιπόθυμη έκατσε στον καναπέ που βρισκόταν δίπλα της, τα χέρια της έκρυψαν το πρόσωπό της και έκλαψε. Έκλαψε πολύ εκείνο το βράδυ, τόσο που την επόμενη ημέρα όταν έφτασε στα Γιάννενα για την κηδεία, δεν είχε άλλα δάκρυα. Το βλέμμα της ήταν παγωμένο, το κεφάλι σκυμμένο. Όταν όλα τέλειωσαν, επέστρεψε με το αεροπλάνο κατευθείαν για την Αθήνα.
Οι ημέρες που ακολούθησαν ήταν απαιτητικές και έπρεπε να είναι συγκεντρωμένη. Το επόμενο πρωϊνό κατευθύνθηκε στη Λυρική Σκηνή για τις πρόβες. Ως πρώτη μπαλαρίνα έπρεπε να δώσει τον καλύτερό της εαυτό. Οι προσεχείς παραστάσεις ήταν το εισιτήριό της για τη μεγάλη καριέρα που ονειρευόταν στο εξωτερικό.
Με σταθερό χέρι, έσπρωξε την βαριά ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στη σκηνή. Κοντοστάθηκε, ίσιωσε το λυγερό κορμί της, έστρωσε καλύτερα τα ρούχα που φορούσε και με βήματα αργά και σταθερά, περπάτησε στο διάδρομο της πλατείας. Ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά που οδηγούσαν στη σκηνή και περίμενε μαζί με την υπόλοιπη ομάδα την ανακοίνωση των ρόλων και της μουσικής. Οι ρόλοι δόθηκαν και μετά από λίγο έγινε κάτι πρωτόγνωρο στα χρονικά σε πρόβα. Όλοι οι μουσικοί μπήκαν στον χώρο, έκατσαν στις θέσεις τους, με δεξιοτεχνία έπιασαν τα όργανα και περίμεναν.
Ο μαέστρος εμφανίστηκε. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και το σήμα δόθηκε για την έναρξη της μουσικής. Η ίδια γνώριμη μελωδία πλανήθηκε στον χώρο. Η αγαπημένη, της γιαγιάς και της ίδιας. Η Μυρσίνη δεν άντεξε. Η καρδιά της θρυμματίστηκε και άρχισε να τρέμει. Όλοι στράφηκαν προς το μέρος της. Όλοι ανησύχησαν καθώς γνώριζαν για την απώλεια. Κανείς όμως δεν γνώριζε ότι η μελωδία που ακουγόταν στον χώρο ήταν η αγαπημένη της γιαγιάς και της ίδιας. Οι πρόβες ήταν επώδυνες αλλά και περίεργες για την Μυρσίνη. Ο χορογράφος ήταν κατενθουσιασμένος με τις επιδόσεις της. Κάθε μέρα την επιβράβευε για τον συναισθηματισμό και την ευαισθησία που αντανακλούσαν το κορμί της, οι κινήσεις της. Ο εσωτερικός της κόσμος ήταν συντετριμμένος. Με την γνώριμη όμως μελωδία, όσο και αν την σκότωνε εκείνη την περίοδο, έπαιρνε δύναμη, ήξερε ότι θα πετύχαινε τον στόχο της, ήξερε ότι η γιαγιά της ήταν εκεί, δίπλα της.
Η μεγάλη ημέρα έφτασε. Η Μυρσίνη δεν κοιμήθηκε το προηγούμενο βράδυ. Όχι από άγχος. Από ανυπομονησία να ανέβει στη σκηνή και να δώσει τον καλύτερό της εαυτό. Το ξημέρωμα την βρήκε ήδη στο καμαρίνι της. Κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέπτη και δεν μπορούσε ακόμα και η ίδια να πιστέψει ότι ίχνος κούρασης δεν φαινόταν στο πρόσωπό της. Αντίθετα! Ήταν λαμπερή, όμορφη, φρέσκια. Έκανε μια τελευταία πρόβα μόνη, χωρίς τους υπόλοιπους. Όταν ολοκλήρωσε και την τελευταία πράξη, ξεκουράστηκε στο καμαρίνι της. Της άρεσε τόσο πολύ αυτός ο χώρος. Αυτός ο συνδυασμός αρώματος ξύλου και πούδρας της ζέσταινε την καρδιά.
Έφτασε η ώρα να ετοιμαστεί! Άναψε τα φώτα του καθρέπτη, έκατσε πάνω στο βελούδινο κόκκινο σκαμπό, ίσιωσε το κορμί της και ξεκίνησε να βάφεται. Φυσικά χρώματα τόνισαν τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Βούρτσισε τα λαμπερά, μακριά μαλλιά της και με τα χέρια της τα έπιασε σε ένα σφικτό κότσο. Η στολή της ήταν απλή. Όπως και η ίδια. Δεν ήθελε τούλια, ούτε φανταχτερά χρώματα. Φόρεσε την ροζ ολόσωμη φόρμα της, την απλή λευκή, αέρινη φούστα της και έσφιξε τα μεταξωτά κορδόνια από τις πουέντ. Ήταν έτοιμη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκε προς τη σκηνή. Άκουγε τις φωνές του κόσμου που περίμενε με ανυπομονησία την παράσταση. Έκλεισε τα μάτια της και ήρθε η όψη της γιαγιάς μπροστά της. Της χαμογελούσε και είχε την αίσθηση να της λέει: «Είμαι δίπλα σου. Θα τα καταφέρεις. Σε αγαπώ!» Πήρε κουράγιο. Στάθηκε στο σημείο που θα ξεκινούσε. Οι βαριές κόκκινες κουρτίνες άνοιξαν. Η μουσική ξεκίνησε. Και ήταν η αγαπημένη της. Η αγαπημένη της γιαγιάς και της ίδιας. Οι κινήσεις της ευαίσθητες, αέρινες, λεπτεπίλεπτες ενθουσίασαν το κοινό. Το εισιτήριο για την καριέρα της στο εξωτερικό ήταν σίγουρο.
Νέα Υόρκη. Ώρα 09:00. Πάντα την ίδια ώρα, πάντα η ίδια μουσική ακούγεται έξω από το παράθυρο της Μυρσίνης. Εδώ και τέσσερα χρόνια ακούει την ίδια μελωδία. Την αγαπημένη της γιαγιάς και της ίδιας. Και η Μυρσίνη σκέφτεται: «Γιαγιά μου, μέσα από σένα παίρνω κουράγιο. Μέσα από σένα είναι και η αγαπημένη μας μελωδία».
Αθηνά Ντόκα