Γράφει η φιλόλογος Μαρία Ιωάννου
Τι απασχολεί άραγε τον νέο ποιητή Ηλία Στόφυλα στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τον ευφάνταστο τίτλο Μεταθανασία, από τον εκδοτικό οίκο «24 Γράμματα»;
Επιθυμεί να επουλώσει τα εσωτερικά του τραύματα, όσα τουλάχιστον πρόλαβε να λάβει, αν αναλογιστεί κανείς το νεαρό της ηλικίας του, και να υπερκεράσει ποιητικότροπα τα φοβικά κατάλοιπα που ταλανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη; Θέλει να αναμετρηθεί με τους δύο πυλώνες της ανθρώπινης ύπαρξης, τον έρωτα και τον θάνατο, και να καταστήσει τον τελευταίο δημιουργικό «πετώντας όλο το περιττό φορτίο της ύπαρξής του»; Επιδιώκει να προβάλει την αντίστασή του σε κάθε μορφής κοινωνική αναλγησία και να δημιουργήσει μια ιδεατή πραγματικότητα, ως μοναδικό καταφύγιο των απανταχού καταπιεσμένων αυτού του κόσμου;
Στα 41 ποιήματα της συλλογής, σε καθένα από τα οποία ο τίτλος ξεχωρίζει με την ευρηματικότητά του («Επινίκιος ρόγχος», «Αυτοάνοσα αισθήματα», «Παρανάλωμα του εμπρός»), η ποιητική φωνή ακούγεται σε υψηλούς τόνους, γιατί έτσι κι αλλιώς η ποίηση «ορέγεται ύψος», κατά τον Νίκο Καρούζο, που ο Ηλίας Στόφυλας μνημονεύει συχνά ως πηγή έμπνευσής του, μαζί με τον Κ. Π. Καβάφη, την Κική Δημουλά και την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ. Πάντα ορεγόταν το ύψος, άλλωστε, ο Ηλίας, ήδη από τα μαθητικά του χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το νησί των Σπετσών. Ιδιαίτερα στο μάθημα της Λογοτεχνίας, στην πρώτη τάξη του Λυκείου, που είχα τη χαρά να τον έχω μαθητή, ο ενθουσιασμός του ξεχείλιζε ακράτητος την ώρα της ανάγνωσης του λογοτεχνικού κειμένου και οι ιδέες του ξεπηδούσαν αστείρευτες κατά την ανάλυσή του. Η αστείρευτη αυτή επινοητικότητα και η καθηλωτική έμπνευση που διέκριναν τον νεαρό έφηβο του μακρινού 2001 αποκρυσταλλώθηκαν τελικά στην πρώτη του ποιητική συλλογή, που μαρτυρεί ένα πολλά υποσχόμενο ποιητικό μέλλον.
Αυτό που παρατηρεί ο αναγνώστης της Μεταθανασίας είναι πως ο ποιητής ξέρει να απογυμνώνει την ομορφιά με την ικανότητά του να παρουσιάζει μιαν εφιαλτική κάποιες φορές πραγματικότητα («μέχρι που είδα εκείνες τις έφιππες αράχνες να κουβαλάνε τη σορό μου»), την οποία στο τέλος αποδομεί με τρόπο ποιητικά ευφυή («να ξεφύγω από τον έρωτα, για να του υποταχθώ καλύτερα»). Η εναντίωσή του στον κοινωνικό κομφορμισμό («μόνο σημαδεμένος σαν την είδηση θα είχα τύχη να παρακάμψω τους υπόλοιπους») αποκαλύπτει τη νεανική ψυχή που διψάει για την αλήθεια, που προσπαθεί να τακτοποιήσει βασανιστικά συναισθήματα και μνήμες, που αναζητεί τελικά τη λύτρωση μέσα στον ποιητικό λόγο («αποφασισμένος να ζήσει μετά θάνατον, όπως εκείνοι που πιστεύουν στο μεγάλο έργο, άνοιξε τρύπες με τα δόντια του στο βουλωμένο του λαρύγγι»). Από τα ποιήματα της Μεταθανασίας αναβλύζει έντονη η υπαρξιακή αγωνία, η επώδυνη μνήμη («Πήρα απ’ το χέρι τον γκρεμό κι έφθασα ως τη συντέλεια του νόστου. Στο μέρος που συνοικούν όλα τα μαζί τα επικηρυγμένα, τα μετάρσια εγώ, ο αντιπερισπασμός του ξεχασμού»).
Εντύπωση επίσης προκαλεί τόσο η εξοικείωση του ποιητή με την ιδέα του αναπόδραστου γεγονότος του θανάτου, όσο και η απόφασή του να μιλήσει σε πρώτο ενικό πρόσωπο (ή σε δεύτερο που καταλήγει σε εσωτερικό μονόλογο), αφήνοντας έτσι κατά μέρος το άλλοθι της κάλυψης πίσω από κάποιο προσωπείο («Το φέρετρο που μου αγόρασαν, δεν ήταν στα μέτρα μου. Δε χωρούσε τις ζωές, που σπαρταρούσαν μέσα μου ακόμη», «Διάλεξα, έτσι, τον μοιραίο δρόμο: κατέβηκα στον εαυτό μου και πέθανα απ’ την αρχή. Την ώρα ακριβώς της αποθέωσης», «Πώς να γίνεις όμως κάποιος που δεν πάσχει; Πώς να πείσεις τη σκιά να μην ακολουθεί το σώμα; Πώς να μην εισχωρήσεις σαν ηδονοβλεψίας στη ζωή σου;»). Ο συνδυασμός λοιπόν της τόλμης, της πληθωρικότητας και του απροσποίητου λόγου καθιστούν την ποίηση του Ηλία Στόφυλα μια ποίηση δυναμική, στιβαρή, που ξέρει να αναζητεί τη γοητεία του λόγου και να αποφεύγει την ευκολία της λεκτικής ασημαντότητας, που ξέρει να συνομιλεί με όλους τους ανθρώπους, ακόμη και με τους «δικούς του άλλους», παρόλο που γνωρίζει πως δεν πρόκειται να ανταμώσει ξανά.
Δεν είναι όμως μόνο η τόλμη και η πληθωρικότητα που γοητεύουν στα ποιήματα του Ηλία Στόφυλα. Είναι και η ανατρεπτικότητά του που προκύπτει από τους καινοφανείς συνδυασμούς των ιδιαίτερων λέξεων που επιλέγει ο ποιητής, δημιουργώντας εκρηκτικά οξύμωρα («ατίθασος νεκρός», «γερασμένα βρέφη», «την ταχύτητα του ακίνητου») ή απρόβλεπτες συνεκφορές («εσχάτη των πληγών», «πλήρης εαυτών»), αλλά και από τις μεταφυσικές εικόνες («Στα τρία χρόνια ήρθαν, κατά το έθιμο, να με ξεθάψουν. Ποιος τους είπε ότι βιαζόμουν», «Φταίει κι εκείνη η ζωή η προλαλήσασα, που βούιζε στ’ αφτιά μου σα μολυσμένη μύγα»), που μεταμορφώνουν με τη δύναμή τους κοινά προσωπικά βιώματα και αναβαθμίζουν την πεζότητα της σύνταξης.
Αντιμέτωπος με το ανθρώπινο δράμα ο Ηλίας Στόφυλας επινοεί έναν παντεπόπτη αφηγητή που προβληματίζεται, δυσανασχετεί, παρηγορεί, ειρωνεύεται, σαρκάζει, επαναστατεί μετέχοντας με τα όπλα της ποίησης στον αγώνα του πνεύματος ενάντια στο «προετοιμασμένο μέλλον», στη «μονοτονία του καθολικού», στη «σκουριά του σίγουρου», στους «προδοτικούς ενεστώτες».
Τι να προσδοκά άραγε ο νέος ποιητής μέσα από τους εκρηκτικούς, έντονα φορτισμένους και βαθιά εξομολογητικούς του στίχους; Ως ποιητής «ποιεί ήθος» σε μια εξόχως αντιποιητική εποχή, και με το δικό του τρόπο «μεταγγίζει ύψος», καλώντας μας να βγούμε από το «μαυσωλείο των συμβάσεων», να ζούμε για «το αντιφέγγισμα του σπάνιου» και «να μη γίνουμε ποτέ η μοίρα μας». Ο λόγος του είναι σίγουρα μια πρόκληση αλλά και μια πρόσκληση στα γοητευτικά μονοπάτια της ποίησης. Περιμένουμε ανυπόμονα τη συνέχεια.