Μια αξιόλογη κριτική ματιά της Καλλιόπης Δημητροπούλου για το πρωτότυπο βιβλίο της νεαρής συγγραφέως Μαρίας Σκούλου.
Μαρία Σκούλου, «Φωτοσκιάσεις», Πεζο-ποίηση, εκδόσεις κύμα, Αθήνα 2019.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου η ποιήτρια με την πρωτοτυπία που την διακρίνει στη συλλογή, απολογείται στους ενόρκους:
«Ναι κύριοι ένορκοι, θα το παραδεχτώ, η ποίησή μου έχει κατακριθεί. Η κατηγορία ήταν ότι δεν έχει πρόσωπα stop. Θα συμφωνήσω μαζί σας stop. H ποίησή μου έχει την τάση να περιγράφει τις γυμνές μέρες, τις σκοτεινές σπηλιές, τ’ άνυδρα τοπία, αδιέξοδα μονοπάτια και τις σταλαγματιές του χρόνου. Πρόκειται για μια ποίηση απρόσωπη, άχρονη, άοσμη, ακροβατεί στην κόψη του ξυραφιού, τα υλικά της είναι ο θάνατος και η ζωή. Δεν θυμάμαι τι μέρα ήταν και τι ώρα, ίσως ήταν πρωί, ίσως ήταν απόγευμα, ήταν όμως μια μουντή μέρα που μάζευα κοχύλια και μικρές πολύχρωμες πέτρες όταν μπροστά μου έπεσε ένα πληγωμένο γλαροπούλι. Και σας ρωτώ κύριοι ένορκοι, τι να το έκανα; Να το άφηνα να πεθάνει;»
Ναι κύριοι, μελετώντας το αγιάζι και τ’ απάνεμο ακρωτήρι, το βρεγμένο ριζόχαρτο της μνήμης αλλά και τα γλαροπούλια της ζωής με την πολυπρισματική της εικόνα, την ποιητική κατάθεση της Μαρίας Σκούλου δηλαδή, και αφού ευανάγνωστα περιπλανήθηκα στο ποιητικό φυσιολατρικό περιβόλι της, συνειδητοποίησα, πώς έχει κάνει το ταμείο της η νιόφερτη εκδοτικά ποιήτρια. Αν και ηλικιακά νέα, έχει σοδεύσει με ώριμο σθένος και σοφία και την αντάρα της ζωής και τους ήλιους της.
Το σημείο εκκίνησής της, ο πόνος, η μάχη μαζί του, μπαίνουν στο φυσικό τοπίο και στο συνάφι του και υποδόρια και στο ανθρώπινο γίγνεσθαι, με τις ακραίες τους εκφάνσεις, τη ζωή και το θάνατο. Η νεκρή φύση, όπως έπιπλα, ξερά φύλλα, άψυχα λουλούδια, επιστρατεύονται συχνά και προσδίδουν αυτολύτρωση στο ποιητικό υποκείμενο. Με το άρωμα της φρέσκιας νιότης σπέρνει στις βραγιές της το δικό της όραμα η ποιήτρια. Στην αφωνία των καιρών, εκεί που στενεύουν τα όνειρα, εγκλωβίζει τον ήλιο, το ιώδιο και το αλάτι στους βράχους κι ένα σμάρι μέλισσες, για να συνομιλήσει με το σκοτάδι. Πότε ο Νάρκισσος και πότε η Ηχώ του, γίνεται η ποιήτρια. Συνομιλεί με τη νύχτα για να στιλβώσει το φως. Θλίβεται για το νεκρό περιστέρι, το ξόδεμα του φεγγαριού, τις αίθουσες αναμονής, τους μικρούς και μεγάλους θανάτους του σύμπαντος κόσμου. Μάχεται στην τρικυμία για να σώσει τη ζωή από τα ναυάγια της. Ένας μακρύς λυγμός η ποίηση της Μ. Σ., νιώθει, βιώνει, πάσχει, συμπάσχει, αντιστέκεται, ζει.
Η Πεζοποίηση της Μ.Σ., αν και κατά την όψη εσωστρεφής, συνομιλεί ευφρόσυνα με τον έξω κόσμο. Η δόμηση του λόγου της γίνεται με υλικά, που κουβαλά από τις φάσεις της ζωής, που την έχουν στιγματίσει. Η επιστράτευση της χλωρίδας και της πανίδας λειτουργεί ως το λυτρωτικό μοτίβο που απορροφά τις επώδυνες, αιμορροούσες πληγές της, του κόσμου πληγές. Η εικονοποιία, η θεατρικότητα και ο υπερρεαλισμός με την ποιητική γλώσσα της ωραιότητας είναι καίρια χαρακτηριστικά της γραφής της.
Διαβάζουμε στη σελ. 20: «Ίχνη από ατόφιο χρυσάφι του ανατέλλοντος ηλίου. Ίχνη που ακολουθούσαν λαθραίες στιγμές, κλεμμένα δευτερόλεπτα των υδροβιότοπων σε αποχρώσεις του μωβ, δανεισμένο απ’ το λιόγερμα των ταπεινών πεύκων. Το άρωμα του γιασεμιού ατίθασο έχει κατακλύσει το τοπίο. Το κριθάρι υποδέχτηκε τη στιγμή που χώρισε το χρόνο στα δύο…»
Η διάσταση της ποίησής της αποβαίνει από αθέατη προσωπική -αφού στοχάζεται πάνω στις πληγές της- σε διαχρονική κοινωνική μιας και συνδιαλέγεται με τις πληγές και τις εξορύξεις του σύμπαντος κόσμου. Με λυρικό τόνο, λιτό και απλό ύφος, με υπερρεαλιστική γλώσσα σε τριτοπρόσωπη και ελάχιστα πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με έντονο το ασύνδετο σχήμα, τις πληθωρικές προσωποποιήσεις και τις μεταφορές αφηγείται το ελεγειακό τοπίο του ανθρώπου, το ενσωματώνει στο φυσικό τοπίο και μας το επιστρέφει με φιλοσοφικές δονήσεις.
Η ποιήτρια με μια ευαισθησία που πελεκά την πέτρα, προσπαθεί να ισορροπήσει και στα έξι δομικά μέρη του βιβλίου, ακροβατώντας στο τεντωμένο σχοινί της ζωής με το αίμα να σταλάζει στα σκηνικά στοιχεία του. Ο κόσμος, πού γίνεται συχνά κουρμπάνι, θυσία στο σφαγείο, από τα σκαλοπάτια της Βαστίλης και την απώλεια της Lady of Shalott ώς τις εγκάρσιες τομές στη δομημένη ύλη, τα αδιέξοδα μονοπάτια της φύσης και του ανθρώπου, ο κόσμος αυτός οφείλει να διεκδικήσει την ποιότητα των πραγμάτων, την αναγέννησή του.
Η Μ. Σ. στην ποίησή της χρησιμοποιεί γήινα υλικά αλλά και ουράνια και τα μετατρέπει σε εκφραστές του ανθρώπινου πόνου. Το άλγος, η φθορά, η διάψευση και η πάλη φωτός-σκότους, ζωής-θανάτου, παρόντα στοιχεία σε όλη τη συλλογή. Η ζωή μας ευάλωτη και ο άνθρωπος στο γκρίζο φως της, παλεύει να ψηλαφήσει την ιδανική ατμόσφαιρα. Η ποίηση της Μ.Σ. δραπετεύει στη φύση, με τα ποιητικά της μοτίβα στα μισογκρέμια τους με σπασμένες τις φλέβες τους, να αιμορραγούν, να ξεψυχούν, να θλίβονται. Τα βασικά μοτίβα της ο γλάρος, ο ήλιος, τα λουλούδια, η θάλασσα, ο χρόνος.
Κανένα ανθρώπινο στοιχείο δεν καταγράφεται στη συλλογή σε μια άκρως -κατά τη γνώμη μου- ανθρωπιστική ποίηση. Όλα δρομολογούνται συμβολικά. Τόποι μαρτυρίου με σύμβολα και εικόνες αλληγορίας δονούν τις ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη. Η τρομακτική καταιγίδα, το θλιμμένο πεύκο, το ματωμένο τριαντάφυλλο, ο σπαραγμός των κρίνων, οι ανεμοδαρμένες παπαρούνες, η σελήνη που μίσεψε, το μαύρο χορτάρι, η άγρια στέπα κ.ά, ολάκερη η φύση δηλαδή με συμβολικά στοιχεία καταγράφει την αφωνία των καιρών. Λες και με κάτοπτρο και σηματωρό τη φύση ανοίγει διόδους στον ραγισμένο άνθρωπο. Μια αναμέτρηση με τον παλμό του σύμπαντος ο άνθρωπος, εντέλει με τον παλμό του.
Ο χρόνος στην πεζοποίηση της Μ.Σ. σε όλες του τις διαστάσεις, ανασαίνει, σιωπά, πενθεί. Χαώδης, στατικός, εγκλωβισμένος, γενεσιουργός, ασθματικός ασθενής με φωτόνια μνήμης. O χρόνος σηματοδοτεί την τραγικότητα, το συντελεσμένο, τη φθορά και τις απώλειες. Ο χρόνος ως μνήμη έχει καταγράψει τα δεδομένα του στην ψυχή της ποιήτριας και με τον ιδιαίτερο και πρωτότυπο τρόπο γραφής της, τα αναμοχλεύει, τα πραγματώνει μέσω της φύσης και τα εκθέτει προς ανάσκαψη του είναι μας, προς επανίδρυση και ανατροφοδότηση των έσω μας.
Το έκτο και τελευταίο δομικό μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται: «Λίγα βήματα στο φως». Πράγματι, μετά από τόση πληγωμένη φύση, από απώλειες, ήττες, θανάτους, διαψεύσεις ονείρων, μετά από σούρσιμο του κόσμου σε ματωμένα χνάρια, σε λερούς δρόμους και μονοπάτια με αίμα και δάκρυ, η ποιήτρια από το ανοιχτό παράθυρό της ατενίζει ουρανό. Η ποίηση της Μ.Σ. συνομιλεί με τον ουρανό της. Η πεταλούδα, στη σκληρή μονάδα του χρόνου, ανάμεσα «σε γη και ουρανό, στη ζωή και το θάνατο», δεν εγκατέλειψε, κατάφερε να επιβιώσει, να ξαναγεννηθεί και ενίοτε να ταυτιστεί με τον αετό, που έκανε φως την αστραπή.
Στην ακροτελεύτια αυτοαναφορική, ποιητική κατάθεσή της με τον υπαινικτικό τίτλο «Η απάντηση», η Μ.Σ. γράφει: «Για όλους όσους αναρωτιούνται, πώς φτιάχνεται η ποίηση, να ξέρουν ότι έφτιαξα τον ήλιο με διαβήτη, όταν ήρθε δίπλα μου το σκοτάδι…. Τους στέλνω τα υλικά μου, τα λίγα αστέρια που μέτρησα πριν ο ήλιος μπλεχτεί στις ρόδες του ποδηλάτου και επιστρέψουν στη σκοτεινή τους ύλη. Πάντα δούλευα με το φως… Σας στέλνω το φεγγάρι, που μου ράγισε την καρδιά με το αμυδρό φως του… σας στέλνω τον αέρα, που μου στέγνωσε τα δάκρυα… σας στέλνω την αστραπή, που έσπασε τη μέρα στα δυο… σας στέλνω και τη φωτιά, που σιγοκαίει το χρόνο που χάθηκε, όταν άνθισαν οι μαργαρίτες».
Ναι κύριοι ένορκοι αναγνώστες, μετά από μια ακροβασία μεταξύ ζωής και θανάτου του θνητού ανθρώπου, η ποιήτρια βαφτισμένη στη φωτιά επιλέγει το αίνιγμα της ζωής. Ναι κύριοι ένορκοι, ως συνήγορος υπεράσπισης, σας συνιστώ ανεπιφύλακτα, να δώσετε την αναγνωστική σας προσοχή στην εν λόγω ποίηση.
Αθήνα 27/7/2019
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ