Έριξε ένα ακόμα κούτσουρο στην φωτιά που έκαιγε στο τζάκι και ύστερα, έκατσε στη βαριά, αναπαυτική πολυθρόνα μπροστά από αυτό. Οι σκιές από τις φλόγες τρεμοέπαιζαν στους τοίχους του σκοτεινού δωματίου γύρω του. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την μουντή, χειμωνιάτικη νύχτα. Η εμπειρία και η σοφία των χρόνων που κουβαλούσε στην πλάτη του, τον έκαναν να πιστεύει με σιγουριά ότι σύντομα θα χιόνιζε. Σκέπασε με την μικρή, μάλλινη κουβέρτα τα πόδια του και άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ποτήρι με το ουίσκι που βρισκόταν στο τραπεζάκι δίπλα του. Ήπιε μια γουλιά και ένιωσε τα σωθικά του να καίγονται με ευχαρίστηση. Θυμήθηκε τον γιατρό που του είχε απαγορεύσει την κατανάλωση οποιουδήποτε οινοπνευματώδους ποτού και χαμογέλασε. «Πού να με έβλεπε από καμιά μεριά», σκέφτηκε.
Πέρασε το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του και έτριψε τα κουρασμένα του μάτια. Μπορούσε να αισθανθεί την κάθε βαθιά ρυτίδα που ήταν χαραγμένη επάνω του. Κάθε μία από αυτές, ένας χρόνος, μία εμπειρία, μία ανάμνηση…
Στύλωσε το γερασμένο βλέμμα του στη δυνατή φωτιά στο τζάκι και αφέθηκε να ταξιδέψει νοερά στο παρελθόν. Σκέφτηκε τη ζωή του που είχε κυλήσει σαν το κύμα. Πότε απαλά και πότε άγρια. Καμιά φορά έμοιαζε αδύνατον να σταθείς εναντίον του, τελικά όμως, είχε μάθει πως βαθιά μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να μας κάνει βράχους και να του αντισταθούμε.
Μέσα στις φλόγες, είδε να παίρνει, αργά, μορφή, το γλυκό, νεανικό πρόσωπο της μοναχοκόρης του. Τα χείλη του συσπάστηκαν και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Είχε χαθεί αναπάντεχα σε ένα τραγικό ατύχημα, εδώ και πολλά χρόνια, όταν ήταν και αυτός, ακόμα, νέος. Ήταν σίγουρα η μεγαλύτερη δοκιμασία που είχε περάσει στην ζωή του. Αυτή του είχε μάθει πως κανένας πόνος δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόνο του χαμού του παιδιού σου. Ήταν το μοναδικό πλάσμα που μπορούσε να ξεντύσει την ασχήμια που είχε φορεμένη επάνω του. Χάρη σε εκείνην συνειδητοποίησε πως η ευτυχία είναι οι μικρές, εκείνες στιγμές πληρότητας που έρχονται σε ανύποπτο χρόνο και κρατάνε μια ζωή στη θύμησή μας, γιατί απλά και μόνο γέμισαν το είναι μας, έστω και για λίγο. Έμαθε να μην αναζητάει το τέλειο και το αιώνιο, γιατί απλά δεν υπήρχαν. Ό,τι μας δίνει η ευτυχία είναι μικρό, ίσως και ασήμαντο, αλλά ταυτόχρονα τόσο μεγάλο…
Χάιδεψε στοργικά τη φωτογραφία της κορνίζας που κρατούσε στα χέρια του. Μέσα από αυτήν, η αγαπημένη του σύζυγος, του ανταπέδιδε το χαμόγελο, φορώντας το μεγαλοπρεπές, λευκό, νυφικό της και κρατώντας στα χέρια της την ανθοδέσμη που της είχε χαρίσει αυτός την ημέρα του γάμου τους. Η γλυκιά, όμορφη και υπομονετική πολλές φορές μαζί του, γυναίκα του. Να μπορούσε μόνο να της πει πόσο πολύ του έλειπε, όλα αυτά τα χρόνια… Ήταν το στήριγμά του, ο άνθρωπός του. Είχε κάνει τα πάντα για να την κρατήσει κοντά του, όμως τίποτα δεν έμοιαζε να είναι αρκετό. Και αυτό τον έκανε να θυμώνει. Πολύ. «Πώς μπορεί, πώς γίνεται να δίνεσαι σε κάποιον με όλο σου το είναι και αυτό να μην αρκεί;» αναρωτιόταν. Καθόταν με τις ώρες στο προσκεφάλι της και προσευχόταν στον Θεό να μην την πάρει από κοντά του, τουλάχιστον όχι τόσο σύντομα. Εκείνη του χάιδευε απαλά τα μαλλιά σαν να ήταν κάποιο μικρό παιδί που χρειαζόταν παρηγοριά. Είχε κουραστεί να είναι άρρωστη και είχε αφεθεί, είχε προσκολληθεί στην ιδέα ότι ο θάνατος ήταν η μόνη λύτρωση. «Τι είναι η ζωή μας;» τον ρωτούσε, ενώ γνώριζε ήδη την απάντηση. «Μια ανηφόρα που συχνά μας κουράζει και κάποτε σταματάμε να ανασάνουμε κι εκεί βρίσκουμε μια πηγή με δροσερό νερό. Γιατί να μην πιούμε; Γιατί να μην ξεδιψάσουμε;»
Σε εκείνη την πηγή, στο τέλος της ανηφόρας, την άφησε να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει ένα ξημέρωμα, πριν αρκετά χρόνια και καταρρακωμένος, συνέχισε την πορεία της ζωής του μονάχος του…
Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα και εκείνος συνέχισε να κάνει ό,τι της είχε υποσχεθεί. Συνέχισε να ονειρεύεται. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει και τα όνειρα ήταν όμορφη συντροφιά. Ήταν όμως και μεγάλη απογοήτευση, όταν έμεναν απλώς όνειρα.
Ανακάτεψε αφηρημένα το ποτό στο ποτήρι του και κατέβασε ακόμα μία γουλιά. Η ησυχία που επικρατούσε στο χώρο, γύρω του, διαταράσσονταν κάθε τόσο από τον κρότο που έκαναν οι σπίθες από τα ξύλα, στο τζάκι μπροστά του. Μετά από τον χαμό των αγαπημένων του προσώπων νόμιζε πως είχε βρει μια ισορροπία στη ζωή του. Προσπαθούσε σκληρά για αυτό. Πίεζε καθημερινά τον εαυτό του να καταφέρει να επιβιώσει, να λειτουργήσει σαν άνθρωπος και όχι σαν σκιά. Αυτό δεν σήμαινε πως τα βράδια δεν πνιγόταν σε ένα κλάμα βουβό. Ίσως να δάκρυζε και στον ύπνο του, γιατί όταν ξυπνούσε, το μαξιλάρι του ήταν βρεγμένο…
Όταν θυμόταν τους φίλους του, σχεδόν πάντα τους σύγκρινε με τις χειρολαβές ενός ασφυκτικά, γεμάτου λεωφορείου. Είσαι περιστοιχισμένος από κόσμο, μα νιώθεις μόνος. Ευτυχώς, όμως, για σένα, υπάρχουν οι χειρολαβές για να κρατηθείς και να γλιτώσεις από τα σκαμπανεβάσματα και τις λακκούβες. Οι φίλοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα σε κρατήσουν όρθιο, θα σε στηρίξουν και θα σε σπρώξουν να πας μπροστά ως την επόμενη στάση της διαδρομής σου.
Όντας μοναχοπαίδι και ο ίδιος, χωρίς κανέναν άλλο συγγενή, οι φίλοι είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Μα, όπως γίνεται συνήθως, οι περισσότεροι από αυτούς χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Συχνά, συναντούσε πολλούς τυχαία στον δρόμο. Το σοκ ήταν μεγάλο, όταν έβλεπε πόσο μεγάλοι έδειχναν, πόσο είχαν αλλάξει εξωτερικά. Και ύστερα το σοκ γιγαντωνόταν, στη συνειδητοποίηση πως μαζί τους είχε, πιθανότατα, μεγαλώσει και αλλάξει και ο ίδιος…
Καμιά φορά, στηριζόμενος στο μπαστούνι του, με τα βήματά του βαριά, και ενώ προσπαθούσε να πείσει τα αδύναμα πόδια του να συνεχίσουν να προχωρούν ώστε να καταφέρει να τελειώσει την καθημερινή, απογευματινή του βόλτα, νοσταλγούσε την παρέα τους. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως κάποιος τον είχε καταραστεί. Όλοι οι καλοί του φίλοι ήταν μακριά. Και αυτό που το έκανε πιο επώδυνο ήταν πως δεν είχε νέα τους, δεν γνώριζε, καν, αν εκείνοι βρίσκονταν, ακόμα, στην ζωή.
Το σώμα του μπορεί να θύμιζε γέρικο κουφάρι δέντρου, έτσι γεμάτο όπως ήταν από ζάρες, ρυτίδες και σημάδια, το πνεύμα του όμως ήταν οξυδερκές. Μπορούσε να αντιληφθεί οτιδήποτε συνέβαινε γύρω του με απόλυτη διαύγεια. Παρακολουθούσε με διακριτικότητα τους νέους ανθρώπους που τον προσπερνούσαν, τον ανέμελο τρόπο που συμπεριφέρονταν σαν να είχαν τον χρόνο υπό τον έλεγχό τους και το αύριο να τους ανήκει. Συχνά, του θύμιζαν τον εαυτό του. Δεν είχε βάλει ποτέ τα όνειρά του σε καλούπια. Δεν είχε ακολουθήσει ποτέ τα πρέπει και έζησε αυτό που ήθελε πάντα ο ίδιος. Πίστευε ακράδαντα πως όταν θέλουμε κάτι πολύ, πάρα πολύ, τελικά θα τα καταφέρουμε και θα γίνει αληθινό. Ίσως όχι χωρίς κάποιο κόστος. Πάντα υπάρχει το κόστος σε οτιδήποτε κάνουμε. Αν όμως η ζωή περάσει από μπροστά μας και εμείς σκεφτόμαστε πως αν ζήσουμε αυτό που θέλουμε θα πληγωθούμε, τότε η ζωή θα φύγει και θα ξυπνήσουμε μια μέρα και θα αναρωτηθούμε τι απέγιναν τα χρόνια μας, πού τα σπαταλήσαμε άδικα σκεπτόμενοι και δεν αρπάξαμε τις στιγμές μας, τις ευκαιρίες μας. Ίσως να μην πληγωθήκαμε, μα και πάλι, φτάσαμε στο τέρμα χωρίς αναμνήσεις, χωρίς θύμησες, χωρίς δάκρυ και γέλιο. Τα πάντα κενά, η ψυχή άδεια από συναισθήματα αγάπης, πόνου και εμπειριών… Ένιωθε τόσο μεγάλη ικανοποίηση και περηφάνια που δεν είχε αφήσει να συμβεί τίποτα από τα παραπάνω στην δικιά του ζωή.
Το ρολόι στον τοίχο σήμανε μεσάνυχτα, μα εκείνος δεν είχε σκοπό απόψε να πάει να ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Μπορεί η ζωή να ήταν για πολλούς ένα ατελείωτο γλέντι, μα εκείνου δεν του άρεσε, εδώ και πολύ καιρό, να συμμετάσχει. Είναι περίεργο πράγμα η μοναξιά. Τη συνηθίζεις τόσο εύκολα. Σε τρώει σιγά, σιγά σαν το σαράκι, κρατάς στα χέρια σου το φάρμακο και όμως επιλέγεις να το πετάξεις μακριά. Σκέφτεσαι πόσο δύσκολο θα είναι να συνεχίσεις χωρίς να αισθάνεσαι το μοναδικό συναίσθημα που γνωρίζεις για πολύ καιρό και αλλάζει αμέσως γνώμη.
Έτσι κι αλλιώς, για εκείνον, ήταν πολύ αργά για γλέντια. Πολλά πράγματα μέσα του είχαν ήδη νεκρώσει. Ό,τι ένιωθε από παλιά, είχε πεθάνει. Τώρα δεν μπορούσε να αισθανθεί τίποτα και αυτό ίσως και να τον ωφελούσε, μιας και είχε αποκτήσει ανοσία στον πόνο.
Οι φλόγες στο τζάκι άρχισαν να εξασθενούν, σύντομα η φωτιά θα έσβηνε, μα εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση για να αποτρέψει το γεγονός αυτό. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα, μα ήξερε πως η αιτία δεν ήταν το κρύο που είχε αρχίσει να κατακλύζει το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν. Άπλωσε το χέρι του για να τοποθετήσει το ποτήρι με το λιγοστό ουίσκι στο τραπεζάκι δίπλα του, μα η αδεξιότητα του προκάλεσε την πτώση του σε αυτό και στην συνέχεια στο πάτωμα, σπάζοντάς το σε πολλά, μικρά κομμάτια. Νιώθοντας εξαντλημένος, κοίταξε με κόπο χαμηλά. Στα κοφτερά, διάσπαρτα, γυαλιά του ποτηριού, στο υγρό περιεχόμενο που είχε απλωθεί στο πάτωμα και στο άδειο φιαλίδιο από ηρεμιστικά χάπια που τσουλούσε πέρα δώθε, έτσι όπως το είχε ρίξει από το τραπεζάκι, μαζί με το ποτήρι…
Δεν ήθελε να τον παρεξηγήσουν…Αγαπούσε να είναι ζωντανός. Πίστευε πως η ζωή είναι όμορφη και πρέπει να ζούμε την κάθε της στιγμή, χωρίς να αφήνουμε τους άλλους να την δηλητηριάσουν. Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που δεν μας καταλαβαίνουν, που μας ζηλεύουν. Είναι γιατί στην ψυχή τους δεν αφήνουν να φωλιάσει η αγάπη, γιατί δεν ξέρουν πώς να αγαπούν. Η αγάπη φέρνει γαλήνη στην ψυχή…
Ήταν όμως που, εκείνος, πίστευε πως δεν είχε να δώσει κάτι άλλο πια, κάτι παραπάνω από τον εαυτό του και ούτε ζητούσε, με την σειρά του, κάτι περισσότερο από την ζωή. Ένιωθε τόσο κουρασμένος και έβλεπε τον δρόμο στον οποίο είχε χαράξει το μοναχικό του ταξίδι, εδώ και χρόνια, να τελειώνει πολύ σύντομα. Ίσως να ήταν εγωιστικό από μέρους του, αλλά για πρώτη και τελευταία φορά, ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο στον τρόπο με τον οποίο θα αποχωρούσε. Τη δική του, ηρωική, έξοδο.
Είχε συγκεκριμένες απόψεις για την αυτοκτονία. Δεν θεωρούσε την αυτοκτονία δειλία, όταν αυτός που φεύγει ξέρει πως δεν θα αφήσει πίσω του συντρίμμια. Όταν όμως κάποιος αυτοκτονεί ενώ γνωρίζει πως θα καταστρέψει τις ζωές και άλλων ανθρώπων με την πράξη του αυτή, τότε, ναι, αυτό είναι δειλία.
Ενστερνίζοντας όλες τις παραπάνω απόψεις, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως Ο Θεός, ίσως, δημιούργησε τον άνθρωπο βιαστικά, παραλείποντας κάτι πολύ σημαντικό επάνω του. Ίσως θα έπρεπε να τον είχε φτιάξει έτσι, ώστε να έχει εκείνος την επιλογή της ζωής. Έναν εσωτερικό μηχανισμό, μία λειτουργία, όπου και με την δύναμη της σκέψης του, ακόμα, θα μπορεί να δώσει τέλος στο μαρτύριό του.
Η φωτιά είχε σβήσει από ώρα και μόνο ο καπνός που έβγαινε από τις στάχτες πρόδιδε την προηγούμενη παρουσία της. Το παγωμένο δωμάτιο είχε βυθιστεί στο σκοτάδι και μόνο το αχνό, λιγοστό φως της νύχτας έμπαινε μέσα από το παράθυρο.
Τα μάτια του ορθάνοικτα, στυλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, έχαναν, με το πέρασμα κάθε λεπτού, την λάμψη τους. Τα χέρια του, απλωμένα στα πλαϊνά μπράτσα της πολυθρόνας, έμοιαζαν να αιωρούνται. Στις τελευταίες του, αυτές, μεγαλειώδεις στιγμές, ο εγκέφαλός του, του χάριζε το τελευταίο του όνειρο…
Κολυμπούσε στην καταγάλανη θάλασσα και είχε αφεθεί, ανάσκελα, στο υγρό στοιχείο με τα μάτια του να παρατηρούν μία άλλη θάλασσα, γεμάτη από ουρανό και πάλλευκα σύννεφα. Ενώ πετούσε, ένιωθε να αιωρείται στην αναπνοή της. Και αποφάσισε πως θα ήθελε να ζήσει, να μείνει, για πάντα, στάσιμος σε εκείνη την στιγμή. Όμως δεν τα κατάφερε… Η θάλασσα τον ξέβρασε στην ακτή και μαζί με εκείνον, ό,τι του είχε απομείνει να ελπίζει και να εύχεται…
Αρχικά, μικρές νιφάδες από χιόνι, ήρθαν και κόλλησαν στο τζάμι του παραθύρου και ύστερα από λίγο, η νύχτα έβαλε τα καλά της και ντύθηκε στα λευκά. Μία καινούρια, όμορφη ημέρα, θα ξημέρωνε αύριο…
Βασίλης Λαχανιώτης
μπράβο Βασιλη! πολύ ωραίο και καλογραμμένο, με γραφή που δεν σε κουράζει και διαβάζεται ευχάριστα!
Ψηφιζω το διηγημα μια ηρωικη εξοδος
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
Πολυ ωραιο ωραια πλοκη!!!
Εντυπωσιακό!!! Μου άρεσε πολύ!!!
Πάρα πολύ ωραίο!!! Το ψηφίζω με κλειστά μάτια!!!
Εξαιρετικό!!! Μακράν το πιο ωραίο απόλα!!!
Πάρα πολύ ωραίο!!!Πλοκή που σε συνεπαίρνει μέχρι το τέλος!!!
Πολυ ωραιο ωραια πλοκη!!! Εξαιρετικο!