Γελασμένοι έρωτες απλώθηκαν στην πόλη,
αγκαλιάζουν τα κορμιά των μεθυσμένων απ’ τη ρουτίνα ανθρώπων,
ξεγελάνε τις ηδονές του χθες σε παράθυρα με τραβηγμένες κουρτίνες,
σε σκοτεινά σοκάκια,
σ’ απόμερες γωνιές.
Ψηλαφίζουν τα ξεραμένα χείλη, σε θαμπά βουβά υπόγεια,
παρασύρουν στο χορό τους,
λαβωμένους ιππότες,
ομογάλακτους ταξιδευτές,
πλίνθινους άρχοντες,
ταριχεύοντάς τους στην αέναη υποταγή,
καθώς ο βόμβος της μοναξιάς,
πληθαίνει μέσα σε ξαναμμένα χείλη κ’ ιδρωμένα πρόσωπα.
Μοναξιά

Share This
Previous Article
ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Next Article