Εκεί τη γνώρισα. Στο μέρος όπου ξεπερνάς τον πιο μεγάλο φόβο. Εκείνο που σε πνίγει, σε σκοτώνει αργά και βάναυσα, μέχρι τελικά να παραδοθείς στη δύναμή του, να υποκύψεις στο μεγαλείο του. Παρατηρείς τα μάτια του, τα χείλη του, τα μαλλιά του. Τον πιάνεις από τους ώμους και τον τραβάς προς τα κάτω. Προσπαθείς να τον σπρώξεις, να τον κλοτσήσεις, χρησιμοποιείς την πιο μεγάλη δύναμη, μέχρι να αναδειχθείς νικητής.
Βρίσκεται σε έναν τεράστιο χώρο. Ακούγονται μουσικές, ποτήρια που τσουγκρίζουν και σπάνε, ηχηρά γέλια. Υπάρχει παντού καπνός, ποτά χύνονται, κορμιά κινούνται στους ρυθμούς της ξέφρενης μουσικής. Κάποιος έχει ανέβει στο βάθρο και τραγουδά στο μικρόφωνο. Δεν τραγουδάει σωστά, αλλά η γλυκιά χροιά του δημιουργεί ένα σχετικά όμορφο αποτέλεσμα. Παιδιά γελάνε μαζί του, άλλα τον κοιτούν με θαυμασμό. Άλλα συζητούν μεταξύ τους. Υπάρχουν και κάποια που καπνίζουν στην απέναντι πλευρά και άλλα που τρώνε ακατάπαυστα, δοκιμάζοντας κάθε λιχουδιά του μπουφέ.
Δεν μπορεί να δει λεπτομέρειες. Σκηνές εκτυλίσσονται γύρω του, κινούμενες εικόνες. Σαν να τις βλέπει θολές, θαμπές. Κι εκεί στο βάθος μπορεί να δει καθαρά. Είναι μία κοπέλα. Όμορφες καστανές μπούκλες περιτριγυρίζουν το πρόσωπό της. Τα καταγάλανα μάτια της φωτίζουν σαν αστέρια από μακριά, ενώ το λυγερό κορμί της φαντάζει πορσελάνινο μέσα στο στενό λευκό φόρεμα. Το δέρμα της λείο και απαλό, τα χείλη της ανθισμένα λουλούδια. Τη βλέπει τόσο καθαρά σαν να βρίσκεται δίπλα του. Θέλει να την πλησιάσει, να βγει από το βούρκο των θαμπών εικόνων όπου βρίσκεται. Προσπαθεί να τρέξει, να φτάσει το στόχο του. Να τον αγκαλιάσει, να μην του φύγει.
Χαμένος στο βάθος των αισθήσεων ακούει μία φωνή. Αλλάζει βλέμμα. Ξαφνικά όλα γίνονται πιο καθαρά.
«Είναι η σειρά σου να ανέβεις στη σκηνή να τραγουδήσεις.» φώναξε ο φίλος του. Έπρεπε να πάει, το επέβαλαν οι όροι του παιχνιδιού. Δεν ήταν καλεσμένος στο πάρτι, είχε απλά υποκύψει στις παρακλήσεις του φίλου του. Ωστόσο, είχε γνωρίσει όλα τα παιδιά και θα ήταν λάθος αν απομονωνόταν. Πώς όμως να ανέβει στη σκηνή; Θα γινόταν ρεζίλι. Η χροιά του μοιάζει με ήχο ξεκούρδιστης κιθάρας. Δεν πιάνει ψηλές νότες. Τρεις όλες κι όλες. Ντο, ρε, μι. Ευχήθηκε να μπορούσε να ξεκολλήσει τις φωνητικές του χορδές και να τις πετάξει στα σκουπίδια. Μετά να αγοράσει άλλες, ακριβές, καλής ποιότητας. Με χρώμα και γρέζι. Χορδές πολυτελείας.
Περπατά αργά προς τη σκηνή. Είναι τρομοκρατημένος. Διαβαίνει το δρόμο προς την κόλαση. Την κόλαση του εξευτελισμού. Όλοι θα γελάσουν μαζί του, είναι σίγουρος. Η αναπνοή του κόβεται, νιώθει πως πνίγεται. Σαν να μην υπάρχει οξυγόνο στον αέρα, κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, αναζητά πηγή ζωής. Εκείνη πουθενά. Παίρνει το μικρόφωνο στα χέρια του και κοιτάζει το συγκεντρωμένο πλήθος. Μαλλιά καστανά, ξανθά και κόκκινα, θαμπά χαρακτηριστικά. Ένα συνονθύλευμα προσώπων. Κι εκεί στο βάθος το πιο ξεχωριστό καστανό. Καστανές μπούκλες και καταγάλανα μάτια. Χείλη ανθισμένα λουλούδια. Τόσο καθαρά, σαν να βρίσκονται σε μεγέθυνση. Και σαν να βρήκε το οξυγόνο του, τη δύναμή του, ξέρει τι πρέπει να κάνει. Δεν πιάνει πολλές νότες. Τρεις όλες κι όλες.
«Ντο, ρε, μι», ψιθύρισε και ξεκίνησε να τραγουδάει.
Εκεί τη γνώρισα. Στο μέρος όπου ξεπερνάς τον πιο μεγάλο φόβο. Εκείνον που σε πνίγει, σε σκοτώνει αργά και βάναυσα. Παρατηρείς τα καταγάλανα μάτια του, τα σαν ανθισμένο λουλούδι χείλη του, τα καστανά μαλλιά του. Τον πιάνεις από τους ώμους και τον τραβάς προς τα κάτω. Προσπαθείς να τον σπρώξεις, να τον κλοτσήσεις. Κι όπως παλεύεις να σωθείς, συνειδητοποιείς πως αυτός είναι η σωτηρία σου. Το οξυγόνο, η δύναμή σου. Χωρίς αυτόν είσαι ένα τίποτα. Ένα στάσιμο ον, χωρίς εξέλιξη και ουσία. Χωρίς γεύση, μυρωδιά. Έτσι σταμάτησα να παλεύω. Μόνο «ντο, ρε, μι» ψιθύρισα και τον αγκάλιασα να μην μου φύγει…
Κατερίνα Γεωργοπούλου