«Ξεπέρνα τον φόβο ζήσε το θαύμα», είναι ο τίτλος του βιβλίου της Μαργαρίτας Αρβανίτη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σιδέρη.
Η συγγραφέας διαπραγματεύεται ποικίλα θέματα στο πλούσιο με ρεαλισμό, πρακτική χροιά αλλά και λυρική νοσταλγική αναπόληση, βιβλίο της. Όλα όμως τοποθετημένα σε λειτουργικό καμβά, επικουρούν το βασικό της θέμα και στοχοθετούν το ανώτερο και ανεκτίμητο αγαθό του ανθρώπου, την υγεία, σωματική και πνευματική βεβαίως. Μια κοινωνία -η σύγχρονη κοινωνία-, που πάλλεται και διυλίζεται μέσα από την ακάματη, διεισδυτική και μάχιμη μελέτη και ανάπλασης διάθεση και επιταγή -θα έλεγα- της συγγραφέως, βρίσκει τελικά γόνιμο έδαφος για να προσδώσει τα μηνύματα κατάφασης της ζωής. Θαύμα αποκαλεί τη ζωή η συγγραφέας. Και πώς να μην είναι, όταν η ηρωίδα της, την κατακτά μέσα από χαρμόλυπο συνειδητό αγώνα, από αγωνίες, φόβους και υποδειγματική εγκαρτέρηση; Θαύμα είναι η ζωή και οφείλουμε να υπάρξουμε αλώβητοι μέσα από τις προσωπικές μας μάχες για την ευόδωσή της, μας προτρέπει η αυτοβιογραφική ματιά της συγγραφέως Μαργαρίτας Αρβανίτη.
Το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα με τα αυστηρά διακριτά του πλαίσια, αλλά ένα πολύπλευρο κεντρομόλο πεζό κείμενο, που θέτει όλα τα πλούσια υλικά του σε έναν πολυεπίπεδο, πολύπτυχο και πολυπρόσωπο κορμό, που δύναται να αποκρυσταλλώσει τον νεωτερικό κόσμο και να λεκτικοποιήσει τη σύγχρονη πλεύση του πολύπαθου κόσμου μας. Επίκουροι, σε αυτή την νεωτερική κατάθεση, ίπτανται οι νοσταλγικές μνήμες του παρελθόντος, οι οικογενειακές ευχάριστες βιωματικές καταθέσεις ψυχής της ηρωίδας, μα πρωτίστως η βασική αρχέτυπη ενστικτώδης ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση. Μια επιβίωση που την διανθίζει, την ωραιοποιεί και της προσδίδει υψηλή υπόσταση, η εσωτερική ανάγκη για ευτυχία, για υπέρβαση της στείρας καθημερινότητας, για πνευματική αναζήτηση, δράση και πολλές προσωπικές κατακτήσεις της ηρωίδας.
Στο βιβλίο συνυπάρχουν στοιχεία ηθογραφικής ενατένισης, λαογραφικής χροιάς, παραδοσιακών αρχών, διαχρονικών αξιών και αντιλήψεων, όπως ο θεσμός της οικογένειας, η συντροφικότητα, η διάφανη αγάπη, ο ζωοδότης έρωτας. Ακόμα συνυπάρχουν στοιχεία προτύπων μίμησης, διδακτικών σχολικών εορτών, αλλά και τα κακώς κείμενα του εκπαιδευτικού και πολιτικού μας συστήματος καθώς και του επίπλαστου τρόπου της σύγχρονης ζωής. Όλα αυτά σε αντιπαραβολή με το μεγαλείο του κλασικού αρχαιοελληνικού πνεύματος, της διαχρονικής τέχνης, της ιέρειας Ποίησης, που τα επικαλείται, τα αναζητά και τα ανταμώνει η ηρωίδα ποικιλοτρόπως. Από το κοιμητήριο του Κεραμεικού με εκτενείς αναφορές της σε ταφικά μνημεία όπου προέχει η πολυπαθέστατη αναζήτηση συμφιλίωσης με τον θάνατο ως την διαφορετική προσέγγιση της αρχαίας Σισύφειας μυθιστορίας. Ο Σίσυφος για την συγγραφέα δίνει άλλη προοπτική στην ίδια τη ζωή. Η προσωπική οπτική ανάλυση του μύθου από την Μαργαρίτα Αρβανίτη, σέρνει μαζί του όλο το φορτίο της γνώσης, των θεσμών, των αξιών, της επιστήμης, των τεχνών κ.ά. προς την κορυφή με σκληρά τα παζάρια της οπισθοχώρησης. Η αέναη συλλογική προσπάθεια του ανθρώπου προς την κορυφή εφευρίσκει την κατολίσθηση του βράχου, για να προτρέπει τον άνθρωπο σε δημιουργική υπεροχή και εγρήγορση. Με τον συμβολισμό αυτό η συγγραφέας μάς παροτρύνει να διεκδικούμε διακαώς το κορύφωμα και να παλεύουμε για την κατάκτηση της ευγενούς ζωής. Η πρόληψη της υγείας, η διεκδίκησή της με σθένος και εγκαρτέρηση όταν αυτή λαβώνεται, η επούλωση των πληγών με δημιουργική τέχνη, γίνεται ο ύμνος της συγγραφέως για την αυθεντική ζωή. Είναι ο ανθρώπινος σισύφειος βράχος που οφείλουμε να σπρώχνουμε όταν αυτός κατρακυλά.
Ποικίλος ο κόσμος που κινείται στο μυθιστόρημα. Οι καθημερινοί άνθρωποι συμπρωταγωνιστές του έργου, με τις καθημερινές έγνοιες και μικροχαρές τους, με τις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές αντιλήψεις τους, ακόμα και με τα ενοχικά τους σκαμπανεβάσματα και τα εφηβικά καμώματά τους, δρουν συνεχώς στην πλοκή του βιβλίου, όπως μας εξομολογείται μέσω της ηρωίδας της η ίδια η συγγραφέας. Η στενή αυτή σύνδεση με την πραγματικότητα -είτε του παρόντος είτε του παρελθόντος- δίνει αυθεντικότητα στην αφήγηση, όπως η έμμεση ή άμεση αναφορά σε προσωπικά βιώματα της ζωής της ηρωίδας, από τα οποία αποκλειστικά φαίνεται να αντλεί και να της προσφέρει τη βαθύτερη εκείνη συγκίνηση, που μονάχα μέσω της προσωπικής εξομολόγησης επιτυγχάνεται. Ιδιαίτερη στάση έκανα στο δοκιμιακού ύφους λογοτεχνικό απαύγασμα της συγγραφέως. Λες και πέρασε από κυκεώνα ζωών και όχι μιας ζωής και επιστράτευσε συγκομιδή φιλοσοφικών θεωρήσεων, ικανών να σταθούν από μόνες τους αυτοτελώς ως ένα βιβλίο. Και πώς αλλιώς μπορεί να συμβεί, όταν αναμετράται ο άνθρωπος με τον ίλιγγο του θανάτου; Επίσης οι ιστορίες που αφηγείται, αναπτύσσονται άλλοτε ετεροχρονισμένα και άλλοτε παράλληλα και οι δεσμοί που τις συνδέουν μοιάζουν αρχικά μάλλον εξωτερικοί. Το παρόν με το παρελθόν συνυφαίνονται συνεχώς και προσδίδουν εναλλαγές και ζωντάνια στο ύφος και στο θεματολογικό περιεχόμενο του βιβλίου. Κάποιες απ’ αυτές τις ιστορίες θα μπορούσαν απομονωμένες να αυτονομηθούν και ως αυτοτελή πεζογραφήματα, χωρίς τίποτε να θυμίζει την ένταξή τους σε μια ενότητα. Σκηνές, εικόνες και συμβεβηκότα όπως η μάχη της ηρωίδας να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου μέσω της συμφιλίωσης μαζί του, να παλέψει και να σταθεί νικήτρια τελικά απέναντι στον εναγωνιώδη και καταλυτικό αγώνα της με τον καρκίνο του μαστού, είναι αποφασιστικής σημασίας για τη δημιουργία της συνολικής εντύπωσης και παίρνουν τη μορφή κατακτήσεων μέσω των υπολοίπων απλών παρεμβολών. Είναι έτσι τοποθετημένα, που δε χάνουν την αξία τους. Όλα βοηθούν στη δημιουργία της πολύπλοκης λογοτεχνικής ατμόσφαιρας. Πρόκειται άλλωστε, για τη «βιογραφία» της ηρωίδας αλλά και σε προέκταση τη «βιογραφία» μιας κοινωνίας, η οποία πάλλεται, υποφέρει, πονά, φοβάται και αναζητά εναγωνίως την ομορφιά της ζωής μέσω της τέχνης, των φιλοσοφικών αναζητήσεων, των μεταφυσικών πληροφοριών. Αυτή είναι η απάντηση της Μαργαρίτας Αρβανίτη απέναντι στο αιώνιο και αγωνιώδες ερώτημα του θανάτου: Ο θάνατος αντιπαλεύεται με την ίδια την αυθεντικότητα της ζωής. Η αλήθεια στη ζωή υποστηρίζει την συμφιλίωση με το θάνατο, μάς εξομολογείται η ηρωίδα του βιβλίου.
Η πεζογράφος αφηγείται τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο από την οπτική γωνία ενός παντογνώστη παρατηρητή, που τα παρατηρεί όλα, ακόμη και τις σκέψεις των ανθρώπων. Επιλέγει τον μη δραματοποιημένο δηλαδή τον απρόσωπο αφηγητή, που αφηγείται σε τρίτο γραμματικό πρόσωπο. Η παράσταση της ιστορίας είναι υποκειμενική αλλά η αφήγηση διακόπτεται με την παρεμβολή άλλων προσώπων που διαλέγονται σε ευθύ λόγο.
Έχουμε δηλαδή συνδυασμό αφήγησης και διαλόγου.
Με την χρήση ρεαλιστικών στοιχείων -που εναλλάσσονται με λυρικά στοιχεία και ποιητικές παρεμβολές- η συγγραφέας προσπαθεί να αποδώσει πιστά την πραγματικότητα, να τηρήσει στάση αντικειμενικότητας απέναντι στα γεγονότα και να τα παρουσιάσει κατά τρόπο πειστικό και ταυτόχρονα παραστατικό. Με το να σταθεί αντικειμενικά απέναντι στα γεγονότα, προσφέρει στον αναγνώστη την ικανοποίηση και την αίσθηση της αλήθειας ως προς τα διαδραματιζόμενα και επίσης του παρέχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την εξέλιξη, να συμμετάσχει σε αυτά, να τα αισθανθεί και να τα οικειοποιηθεί. Εννοείται πως η πιστή αντικειμενικότητα δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Υπάρχει η συγγραφέας, και είναι φυσικό να παρεμβάλει στο έργο δικές της απόψεις και συναισθήματα. `Ομως αυτό γίνεται με τρόπο που δεν καταστρέφεται ο ρεαλισμός της γραφής και ο αναγνώστης μπορεί να χαρεί την ομορφιά και τις συγκινήσεις του έργου διαμορφώνοντας και ο ίδιος τις προσωπικές του αντιλήψεις και συμμετέχοντας στα συναισθήματα και την πλοκή. Ο αναγνώστης πείθεται για την αλήθεια του μύθου ή για το ότι ο μύθος θα μπορούσε να είναι αληθινός. Η συγγραφέας δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση της πραγματικότητας και ξεδιαλύνει την πλοκή κατά τρόπο που τα γεγονότα να μιλούν από μόνα τους. Δεν έχει ως στόχο να ηρωοποιήσει. Ασχολείται με την πραγματικότητα της καθημερινότητας και τηρεί κριτική διάθεση απέναντι στη συμπεριφορά της κοινωνίας. Εμβαθύνει, σκάβει πέρα από το επιφανειακό, πειθαρχεί σε άξονες και συλλογιστικές πορείες με μακροπρόθεσμους στόχους. Και όπως λέει η συγγραφέας:
Προσδοκία των μηνυμάτων του βιβλίου είναι, να προσθέσει το δικό του «λιθαράκι» μέσα στη γενικότερη κοινωνική προσπάθεια για περισσότερη ποιότητα ζωής. Πολύτιμο δώρο η ζωή! Αξίζει να το προστατεύουμε, να το φροντίζουμε και όπου δεν μας χαρίζεται να το διεκδικούμε!
Κλείνοντας θα δανειστώ τα σοφά λόγια της ηρωίδας από το τέλος του βιβλίου: «Και σαν έρθει της ζωής μου η Δύση, εδώ θα με βρει. Ο Θάνατος. Δεν τον φοβάμαι, σου λέω. Γιατί αγάπησα! Σε αγάπησα πολύ!»
Αθήνα 19/10/2017 Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ