-Ε, συγγνώμη αν σε σόκαρα με τη σημερινή μου έμπνευση, είπε ο Μάρκος καθώς παρουσίαζε στον συγκάτοικό του ένα νωπό ακόμα καμβά.
Ήταν το κουφάρι μιας νεκρής αίγας. Τα οστά της είχαν αρχίσει να αποκαλύπτονται στο σημείο των πλευρών, οι οπλές της ωστόσο έδειχναν ακόμα ικανές να σκαρφαλώσουν στα πιο απόκρημνα βράχια. Το κεφάλι της έλειπε ολόκληρο από το σημείο και ίσως να στόλιζε για πάντα το χώρο πάνω από το τζάκι κάποιου αρχοντικού.
-Δε σοκάρομαι εύκολα με το ζωγραφισμένο κουφάρι ενός ζώου, απάντησε με υπεροψία ο Νεκτάριος.
-Μα αυτό δεν είναι ένα απλό ζώο, είπε με ένταση ο Μάρκος. Είναι μια νεκρή αίγα, ο θάνατος της οποίας παραμένει μυστήριο. Οι αίγες δεν πεθαίνουν εύκολα χωρίς να φαγωθούν είτε από ανθρώπους είτε από άλλα σαρκοβόρα. Και αυτή είναι νεκρή, αλλά συνάμα ακέραια. Κανένας εχθρός δε θα άφηνε τη λεία του δώρο στους αποσυνθέτες. Επίσης, αν πέθανε από κάποια ασθένεια θα προτιμούσε να το κάνει σε οικείο περιβάλλον και όχι σε αυτή την απομακρυσμένη παραλία. Και για το κεφάλι; Τι έχεις να πεις κύριε για το κεφάλι; Μήπως το εξαφάνισε στη φωλιά του κάποιος ποντικός αφήνοντας το υπόλοιπο σώμα ανέπαφο;
Ο Νεκτάριος, ταλαιπωρημένος από τις συχνές μάταιες αναζητήσεις του Μάρκου, έξυσε για λίγα δευτερόλεπτα το κεφάλι του μη μπορώντας να αντιληφθεί, όχι την αιτία του ξαφνικού θανάτου της αίγας, αλλά την αξία της αναζήτησης της αιτίας του θανάτου.
-Μάρκο, εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Μπορείς να απευθυνθείς σε ιατροδικαστή όμως, απάντησε ειρωνικά.
-Οι αίγες, συνέχισε ο Μάρκος, είναι πολύ ανθεκτικά όντα. Δεν πέφτουν, δεν πνίγονται, βρίσκουν τροφή ακόμα και στα πιο άγονα εδάφη, αντέχουν και στα πιο σκληρά καιρικά φαινόμενα, τι δεν καταλαβαίνεις;
-Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένεις να υποδύεσαι τον ιδιωτικό ντεντέκτιβ που μόλις ανέλαβε να εξιχνιάσει το θάνατο μιας άγνωστης κατσίκας. Αυτό δεν καταλαβαίνω. Έξαλλου μπορεί να αυτοκτόνησε, να πέθανε από κάποιο αφροδίσιο νόσημα ή θανάσιμο αμάρτημα, να κάπνιζε υπερβολικά, να έπαιρνε ναρκωτικά… δεν ξέρω ρε Μάρκο, μη με βασανίζεις πάλι με τις εμμονές σου.
-Είστε ανίκανοι να συνθέσετε ακόμα και το θάνατο μιας αίγας, είπε καθώς απομακρύνονταν εμφανώς θυμωμένος σαν να είχαν μόλις λοιδορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή.
Ο Μάρκος έκανε μέρες να φανεί στο σπίτι, κάτι που συνήθιζε κάθε φορά που ο νους του δινόταν αποκλειστικά στη λύση κάποιου νέου ανόητου μυστηρίου.
Ο Νεκτάριος δεν έδωσε σημασία στην απουσία του συγκατοίκου του· χαμογελούσε στη θέα της διπλοκλειδωμένης πόρτας του δωματίου του και επέμενε να τον φαντάζεται με μακριά καμπαρτίνα και σκουρόχρωμα γυαλιά να ερευνά για το μανιακό δολοφόνο των εριφίων.
Καθώς όμως οι μέρες περνούσαν, μια απαίσια δυσοσμία σήψης διαχέονταν στο σπίτι από τη χαραμάδα της πόρτας του δωματίου του Μάρκου.
Ο Νεκτάριος αρχικά υπέθεσε πως η αιτία της πτωματικής μυρωδιάς οφείλονταν σε κάποιο μισοφαγωμένο σουβλάκι, εκτός κι αν ο αναπάντεχος θάνατος χτύπησε και τα νεαρά χελωνάκια που φιλοξενούσε ο Μάρκος δίπλα από το κρεβάτι του. Με τον καιρό όμως η οσμή γίνονταν απειλητική και ο φόβος μήπως η απουσία του Μάρκου δεν οφειλόταν σε άλλη μια εμμονική αναζήτηση, αλλά στη μόνιμη απελευθέρωση της ανήσυχης ψυχής του από το σώμα του, οδήγησε τον Νεκτάριο στη βίαιη παραβίαση της πόρτας.
Η οσμή ήταν αποτρεπτική για οποιαδήποτε έρευνα εντός του χώρου και ο Νεκτάριος αφού άνοιξε όλα τα παράθυρα, επιστράτεψε την αντιασφυξιογόνο μάσκα που φύλαγε από τα ταραχώδη φοιτητικά του χρόνια.
Κανένα μισοφαγωμένο σουβλάκι και κανένα νεκρό χελωνάκι δεν ήταν η αιτία της μυρωδιάς του θανάτου. Μέσα στην ντουλάπα του δωματίου, τυλιγμένο επιμελώς σε εφημερίδες, θαρρείς και αγοράστηκε από παντοπωλείο της παλιάς Αθήνας, σάπιζε στωικά το κομμένο κεφάλι μιας αίγας. Είχε ακόμα το δέρμα και τα κέρατα, κάτι που σε συνδυασμό με την προχωρημένη σήψη του, το έκανε σαφώς αποκρουστικότερο από τα άψυχα κεφαλάκια που στριφογυρίζουν στις σούβλες στα αρβανιτοχώρια της Ρούμελης.
Το σενάριο δεν ήταν το πιο τρομακτικό, ήταν όμως άκρως ανησυχητικό κυρίως για την ψυχική υγεία του παιδικού του φίλου.
Ο Μάρκος εντοπίστηκε γρήγορα στο γραφείο του που ο ίδιος ονόμαζε «εργαστήριο ερευνών».
-Τι είναι αυτά που κάνεις, ρε Μάρκο; είπε ο Νεκτάριος έχοντας καλά κρυμμένο το θυμό του και λιγότερο την αγωνία του.
Ο Μάρκος γύριζε με σταθερή ταχύτητα ένα χειροκίνητο μύλο άλεσης σιταριού.
-Βλέπεις, Νεκτάριε; Βλέπεις; Άμμος. Όταν αλέθεις βότσαλα παράγεται άμμος, Νεκτάριε. Άμμος ψιλή σαν κι αυτή που μας μαστιγώνουν τα μελτέμια στις παραλίες των Κυκλάδων. Σαν κι αυτή που ενδεχομένως υπάρχει στα θεμέλια αυτού του σπιτιού και μπορεί και σαν κι αυτή που πιάνουν τα νεφρά μας, Νεκτάριε. Άμμος. Γιατί η άμμος δεν είναι τίποτα άλλο από καλά αλεσμένα βότσαλα. Τώρα θα μου πεις γιατί άλλα βότσαλα διατηρούν ακόμα την οντότητά τους και άλλα σκορπούν, τρίβονται και μεταμορφώνονται σε σκόνη. Γιατί κάποιες παραλίες έχουν λαξεμένα γυαλιστερά και πολύχρωμα βότσαλα και άλλες άμμο. Μα είναι ο θάνατος, αγαπητέ Νεκτάριε· ο θάνατος που αποσυνθέτει τα πάντα, τα έμψυχα και τα άψυχα, τα υλικά και τα άυλα. Τα νεκρά σώματα, τις γερασμένες πέτρες, ακόμα και την πιο πρόσφατη θύμηση και το μεγαλύτερο συναίσθημα. Όλα μετατρέπονται σε ανόργανη σκόνη…
-Τι λες πάλι, ρε Μάρκο; αποκρίθηκε ο Νεκτάριος διακόπτοντας το παραλήρημα του φίλου του χωρίς να καταφέρει να κρύψει σε κανένα βαθμό την ανησυχία του. Τι σε έπιασε πάλι, ρε φίλε;
-Ούτε τώρα το βλέπεις, ρε Νεκτάριε; Δε βλέπεις όλη αυτή την άμμο γύρω σου; Δε βλέπεις το μύλο που την παράγει; Ή μήπως δεν είδες ακόμα το κεφάλι της αίγας στην ντουλάπα μου; Σίγουρα η μυρωδιά του θα σε έφερε εδώ. Έτσι δεν είναι; Δεν είδες λοιπόν πως μετατρέπεται και αυτό σε άμμο μαζί με όλες τις μνήμες αυτού του ζώου;
Έκανε μια παύση λίγων δευτερολέπτων, σταμάτησε να περιστρέφει το μύλο και κοίταξε κατάματα τον επισκέπτη του.
-Εγώ τη σκότωσα, είπε πετώντας προς τη μεριά του Νεκτάριου ένα μαχαίρι με υπολείμματα ξεραμένου αίματος. Εγώ τη σκότωσα· αλλά μάλλον αυτό δε σου πέρασε ποτέ από το μυαλό όταν επίμονα σε ρωτούσα. Και μήπως τώρα μπορείς να μου πεις γιατί στη διαδικασία του θανάτου μυρίζουν μόνο οι πρώην ζωντανοί; Ή μήπως σου μύρισε κανένα πεθαμένο βότσαλο από αυτά; Όχι. Μόνο κάτι που έχει μνήμη μυρίζει όταν μετατρέπεται σε άμμο, Νεκτάριε.
Έλα εδώ, μύρισε σε παρακαλώ αυτή τη μυλόπετρα. Μύρισέ τη και πες μου τι σκέφτηκες. Σου μυρίζει καφές ε; Φρεσκοτριμμένος καφές. Και είναι λογικό γιατί για χρόνια αυτός ο μύλος εργάζονταν σε καφεκοπτείο. Όμως εσύ δε σκέφτηκες αυτό. Μπορεί να θυμήθηκες ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη δίπλα σε μια ζεστή κούπα εσπρέσο ή ένα φλιτζάνι τούρκικο καφέ, μπορεί ακόμα να σου ήρθε στο μυαλό το καφενείο του Σωτήρη που φιλοξενεί τη ραστώνη σου ή ενδεχομένως ανακάλεσες κάποια άλλη δική σου μνήμη.
Ο Νεκτάριος έγνεψε καταφατικά, αλλά η ορμή της ομιλίας του Μάρκου δεν του άφησε περιθώριο να παρέμβει.
-Θα γνωρίζεις βέβαια για τη σύνδεση της όσφρησης με τη μνήμη. Θα ξέρεις δηλαδή ότι όλες οι μνήμες στους ζώντες οργανισμούς αποθηκεύονται μαζί με το άρωμά τους. Λοιπόν, αν είχα ένα πολύ ισχυρό μικροσκόπιο θα μπορούσα να σου δείξω πως οι κυψέλες της μνήμης μας δεν είναι τίποτα άλλο από μικροσκοπικές αμπούλες αρωμάτων που στοιβάζονται σε όλο το μήκος και το πλάτος της σάρκας μας και κυκλοφορούν ελεύθερα στο αίμα μας. Και όταν ένα από τα αρώματά τους ταυτιστεί με αυτό που εισέρχεται από τη μύτη μας, τότε η αμπούλα του μεταφέρεται άμεσα στον εγκέφαλο και προβάλει την εικόνα της στιγμής που συλλέχτηκε. Αυτή είναι η διαδικασία της θύμησης που ελάχιστοι γνωρίζουν έως σήμερα, αγαπητέ Νεκτάριε.
Όταν λοιπόν πεθαίνουμε· όταν η σάρκα μας -δηλαδή ο χώρος της μνήμης μας- μετατρέπεται σε χώμα, οι αμπούλες των αναμνήσεων απελευθερώνονται και σπάνε στην ατμόσφαιρα. Η μείξη των αρωμάτων τους, αλλά και αυτή η διαβολεμένη δεξιότητα των έμβιων όντων να συγκρατούν περισσότερες αρνητικές πάρα θετικές αναμνήσεις, δημιουργούν αυτή την απαίσια μυρωδιά της σήψης.
Παρεμπιπτόντως, αυτή η επιλεκτική δεξιότητα δεν είναι ούτε ακατανόητη ούτε τυχαία. Η φύση μάς έχει προικίσει με αυτό τον μηχανισμό για να διατηρήσει ενεργό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Η μνήμη στη ουσία έχει φτιαχτεί για να θυμόμαστε τους κινδύνους και να απομακρυνόμαστε από αυτούς. Και αυτό είναι λογικό αν σκεφτείς πως η μνήμη προϋπήρχε της σκέψης στην εξέλιξη του είδους μας και αρχικά συνδεόταν μόνο με το ένστικτο και τα πρωτογενή συναισθήματα.
Όπως φαντάζομαι θα γνωρίζεις, είναι ευκολότερο να ανασύρεις ένα δυσάρεστο βίωμα που σου δημιουργεί αναστολές, παρά ένα ευχάριστο γεγονός της ζωής σου. Οι ευχάριστες στιγμές που αποτυπώνονται στη μνήμη μας είναι περιορισμένες και συνήθως είναι κοινωνικά επιλεγμένες.
Είμαι πεπεισμένος πως οι ευχάριστα αρωματισμένες αμπούλες απορρίπτονται απ’ τον οργανισμό μας για την εξοικονόμηση χώρου μνήμης. Απελευθερώνονται από το δέρμα κατά τη διάρκεια νέων ευχάριστων εμπειριών. Θυμάσαι πόσο όμορφα μυρίζει το φιλί, η αγκαλιά και ο έρωτας; Έχεις ακούσει για τις φερομόνες; Δεν είναι τίποτα άλλο από απελευθερωμένες αμπούλες ευχάριστων αναμνήσεων.
Για τους Αγίους; Έχεις ακούσει για τη ευωδιά των νεκρών σωμάτων των Αγίων της εκκλησίας; Το φαινόμενο αυτό η θρησκεία το ορίζει ως θαύμα και προϋπόθεση της αγιοποίησης, ενώ η επιστήμη το αγνοεί. Στην πραγματικότητα οι Άγιοι δεν είναι ούτε αναμάρτητοι ούτε θεόσταλτοι. Δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά θνητοί που κατάφεραν να παρακάμψουν τον αρχέγονο μηχανισμό της αυτοσυντήρησης και συγκράτησαν στη μνήμη τους μόνο τις ευχάριστες στιγμές της ζωής τους. Οι στιγμές αυτές κατά τη μεταθανάτια απελευθέρωση των αρωμάτων τους δημιουργούν εκείνο το παράδοξο μοσχοβόλημα που άλλοτε θυμίζει γαρίφαλο, άλλοτε θυμάρι και άλλοτε πρωινό περίπατο σε ανθισμένο πορτοκαλεώνα. Φαντάζεσαι, ρε Νεκτάριε, με τι γλυκές θύμισες θα έφυγαν αυτοί οι άνθρωποι;
Αν ποτέ καταφέρουμε να απομονώσουμε τις αμπούλες της μνήμης που απομακρύνονται κατά τη σήψη της σάρκας, θα γνωρίζουμε τις αναμνήσεις των αποθανόντων. Θα μάθουμε τα βιώματά τους και θα ξέρουμε αν πραγματικά έζησαν όμορφα. Κι αν τελικά πέθαναν ικανοποιημένοι. Το καταλαβαίνεις;
Ο Νεκτάριος έκανε μερικά βήματα πλησιάζοντας τον Μάρκο κυριευμένος από ένα αίσθημα συγκίνησης για την σουρεαλιστική παιδικότητα της σκέψης του φίλου του. Εκείνος τον παραμέρισε με τρόπο και συνέχισε τον αδιάκοπο λόγο του.
-Πάντως, εάν το παλτό σου δεν το έκλεψες από καμιά εκταφή ερχόμενος, αν δηλαδή η οσμή που μεταφέρεις προέρχεται από το κεφάλι που είχα κρύψει στην ντουλάπα μου· τότε μάλλον αυτή η αίγα δεν ήταν Αγία. Είχε πολλές άσχημες αναμνήσεις αποθηκευμένες στη σάρκα της.
Ο Νεκτάριος χαμογέλασε απελευθερώνοντας τόσες αμπούλες όμορφων αναμνήσεων που μετρίασαν την απαίσια μυρωδιά της σήψης της αίγας. Ωστόσο, η αποθήκευση εκείνης της μέρας στη μνήμη του σίγουρα θα εντείνει τη δυσωδία στην κάσα του.
Οι δύσοσμες αμπούλες στη μνήμη του Νεκτάριου αυξήθηκαν δραματικά όταν δυο μήνες αργότερα ενημερώθηκε για το θάνατο του καλύτερού του φίλου.
Ο Μάρκος βρέθηκε σε προχωρημένη σήψη στο γραφείο του ξαπλωμένος σε ένα παχύ στρώμα φρεσκοτριμμένης άμμου ανάμεσα σε αμέτρητες φωτογραφίες και χειρόγραφες επιστολές. Κανείς από τους γείτονες δεν αναζήτησε νωρίτερα τον γραφικό εφευρέτη, καθώς όλοι ήταν πεπεισμένοι πως το «εργαστήριο ερευνών» μετατράπηκε ξαφνικά σε βιοτεχνία ζαχαροπλαστικής.
Ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να αψηφήσει κάποιος διερχόμενος τα αρώματα της καβουρδισμένης ζάχαρης, της μέντας και της καυτερής κανέλας που αναδύονται από το «εργαστήρι».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος