«Χαμήλωσε επιτέλους, χαμήλωσε λίγο την τηλεόραση», λέω στο γιο μας κι αυτός με υπάκουσε με δυσαρέσκεια. Τα δικά σου μάτια, Δήμητρα, γεμάτα απάθεια, ως συνήθως. Ο Χάρης μας, εκφραζόταν πάντα δίχως συστολές, ενώ εσύ φροντίζεις να κρύβεσαι. Εκείνος φανερώνει τι αισθάνεται με τις κινήσεις του, ένα αίνιγμα εσύ.
Αν ο γιος μας μεγαλώσει, τι θα λέει για την οικογένειά του; Είμαι ένας μίζερος μεσοέλληνας. εύσωμος. Θα ήθελα πολύ να είμαι πρότυπο πατέρα, αλλά, κοιτάζοντας τον καθρέπτη των συμπεριφορών μου, απογοητεύομαι διαρκώς. Ζω αυτό που λένε πως αν σε πάρει η κατηφόρα, δεν έχει επιστροφή. Παρακολουθώ άπραγος αυτό το κατρακύλημα.
«Αρχίζει η εκπομπή! Να τη δυναμώσουμε λίγο;» ρωτά ο Χάρης.
Η γυναίκα μου δείχνει ανήσυχη για την αντίδρασή μου. Πρέπει να συσσωρεύει ένταση εδώ και ώρα. Θέλει να δραπετεύσει απ’ όλα αυτά, το προδίδει ευδιάκριτα κάθε της κίνηση.
Τι κάνω εγώ για «όλα αυτά»; Μάλλον πρέπει να φαίνομαι αναίσθητος στα μάτια τους. Συμπεριφέρομαι σαν να μην νοιάζομαι για τίποτα, σαν να μην ενδιαφέρομαι για ‘κείνους. Ο τόνος της φωνής μου είναι απαιτητικός. Κάθε τι που τους λέω απόλυτο, αδιαπραγμάτευτο. Είμαι αυταρχικός Πατέρας κι ένας αδιάφορος σύζυγος, ταυτόχρονα. «Είσαι μεγάλος εγωιστής.» μου έχουν πει πολλές φορές. Όμως ακόμα κι αν είμαι, τους νοιάζομαι κι ας μην το αποκαλύπτει τίποτα στη συμπεριφορά μου. Η οικογένειά μου είναι πάντα στη σκέψη μου. Αλήθεια, πόσο διαφορετικός δείχνω; Να δίνω μόνο την εικόνα ενός αναίσθητου, ενός ανθρωπάκου δίχως ψυχή;
«Να φέρω να φάμε φρούτα, Λευτέρη;» με ρωτά ψυχρά η γυναίκα μου.
Ώρες ώρες όλα τα κάνει μηχανικά. Σαν να έχει χτίσει ένα αδιαπέραστο σε αισθήματα τείχος ανάμεσά μας. Αναρωτιέμαι πόσο έχω συντελέσει κι εγώ σ’ αυτό.
Σηκώνομαι απ’ το τραπέζι δίχως να ξέρω τι θα κάνω ή τι θα πω. Κοιτάζω το Χάρη το γιό μου κι έπειτα εκείνη. Στέκω αμίλητος από πάνω τους. Παρότι δεν αντιδρούν, έχουν αντιληφθεί τη σύγχυσή μου. Παρατηρώ τα αντικείμενα της τραπεζαρίας. Πολλά από αυτά μου φέρνουν στο νου, ανεπαίσθητα, όμορφες στιγμές. Μου έρχεται μια ιδέα, να κάνω μια έκπληξη στην οικογένειά μου, να τους πάρω κάποιο δώρο. Θα μπορούσα να τους βγάλω έξω ένα βράδυ, να φάμε. Έχουμε τόσο καιρό να βγούμε όλοι μαζί.
Η γυναίκα μου σηκώνεται και παίρνοντας τα άδεια πιάτα χάνεται στην κουζίνα. Ο γιός μου φεύγει κι αυτός για το δωμάτιό του. «Δεν θα δεις την εκπομπή σου;» προλαβαίνω να τον ρωτήσω. Δεν απαντά, ούτε που με κοιτά. Ούτε λόγος να μου πει καληνύχτα, χρόνια έχει να το κάνει. Όταν επιστρέφει η γυναίκα μου να μαζέψει το υπόλοιπο τραπέζι, είναι μουτρωμένη. Αν είχαμε σκύλο, θα μου θύμωνε κι αυτός;
Προσπαθώ να καταλάβω τι ακριβώς τους ενόχλησε τόσο πολύ στη συμπεριφορά μου. Έχει λίγο ζέστη, βγαίνω στο μπαλκόνι. Ανάβω τσιγάρο σταυρώνοντας τα χέρια μου πάνω στο κάγκελο. Τραβώ δυό ρουφηξιές και ξαναμπαίνω στην τραπεζαρία. Κοιτάζω την γυναίκα μου καταλαβαίνωντας πως η παρουσία μου την κάνει να ασφυκτιά.
Γιατί, καλή μου Δήμητρα, δεν μου λες τι σκέφτεσαι, τι σ’ ενοχλεί; αναρωτιέμαι μόνος μου. Καταλαβαίνω ότι δεν σε βοηθάω όσο το χρειάζεσαι. Σε σκέφτομαι όμως και σε νοιάζομαι.
Ναι, τη νοιάζομαι, θα ήθελα να ζει καλύτερα αν και συνειδητοποιώ πως δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να συνεισφέρω σ’αυτό. Τελικά, μήπως νοιάζομαι μόνο για τον εαυτό μου; Την κοιτάζω να μαζεύει τα τελευταία πράγματα απ’ το τραπέζι, διακρίνω μια κούραση πάνω της, ψυχολογική.
Τι να σκέφτεσαι τώρα, καλή μου Δήμητρα; αναρωτιέμαι πάλι σιωπηλά.
Επιστρέφω στον εαυτό μου. Θέλω να ξεφύγω απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, απ’ «όλα αυτά». Να βγω ξανά στο μπαλκόνι; Εκείνη με κοιτάζει απορημένη που μένω τόση ώρα όρθιος χωρίς να κάνω κάτι.
Με κοιτάζεις και το βλέμμα σου δείχνει πως κι εσύ πνίγεσαι. Θέλεις κι εσύ να αλλάξεις τα πράγματα. Γιατί δεν της τα λέω ποτέ «όλα αυτά»;
Επιστρέφω στον εαυτό μου. Σκέφτομαι πως βγαίνω από το σπίτι, μόνος. Φεύγω απ’ την πόλη με το αυτοκίνητο. Δεν έχω προορισμό, μόνο βεβαιότητα πως εκεί που θα καταλήξω θα μ’ αρέσει.
Με κοιτάζεις ακόμα που στέκομαι μετέωρος μπροστά στο τραπέζι. Με κοιτάζεις με απορία.
Είμαι τόσο λίγος μπροστά στη γυναίκα μου. Εκείνη παλεύει, έστω και με τον τρόπο της. Τα μάτια της έχουν την αγωνία του ανθρώπου που δεν αποδέχεται γρήγορα την αποτυχία. Σε κείνη που δεν εκφράζεται σχεδόν ποτέ, αυτή η αγωνία είναι φανερή. Σε καταλαβαίνω τελικά, Δήμητρα.
Σκέφτομαι πως έφτασα σε μια παραλία. Δεν υπάρχει κόσμος και ο ουρανός είναι φωτεινός. Απολαμβάνω κρατώντας την ανάσα μου τη μαγεία της βραδιάς.
Με πλησιάζεις, είσαι έτοιμη να μου μιλήσεις. Απέναντί μου, μέσα στην τραπεζαρία με τα έπιπλα που μου θυμίζουν όμορφες στιγμές. Γιατί φοβάμαι; Φοβάμαι εσένα, το τι θα πεις. Δεν ξέρω αν είσαι έτοιμη να μου πεις κάτι. Όμως, υπάρχει αγάπη στον τρόπο που με κοιτάς. Σε βλέπω που έχεις αποφασίσει να μου πεις κάτι ξεχωριστό.
Η γυναίκα μου είναι εδώ, μαζί μου στην τραπεζαρία, μετά το φαγητό. Επιστρέφω και πάλι στον εαυτό μου. Είμαι μόνος στην παραλία. Έχει μια ευχάριστη δροσιά.
Γιατί δεν της απλώνω το χέρι; Γιατί δεν της λέω κάτι, γιατί δεν της χαμογελώ; Τι με κρατάει; Είναι έτοιμη να να μ’αγκαλιάσει, μήπως να κλάψει; Είναι έτοιμη να ματαιώσει «όλα αυτά»; Σε κοιτάζω, μοναδική μου γυναίκα, και αναρωτιέμαι.
Σηκώνεται άνεμος και άμμος στην παραλία. Ανασφάλεια με διακατέχει σύγκορμο.
«Τι έχεις πάθει, Λευτέρη;»
«Δεν έχω κάτι.»
«Φαίνεσαι πως δεν είσαι καλά.»
Τα μάτια της στεγνά, δείχνουν να κλαίνε. Με αγγίζει με την παλάμη της στο πρόσωπο. Είναι λυπημένη, σχεδόν συντετριμμένη.
«Αγάπη μου, τι έχεις; Δεν σ’ έχω ξαναδεί έτσι…»
«Δεν ξέρω, Δήμητρα.»
«Έλα, κάθισε εδώ να μου πεις.»
«Δήμητρα…»
Την αγκαλιάζω αργά. Περνάω τα χέρια μου γύρω της. Η ανάσα μου λυγμός όταν νοιώθω το στήθος μου πάνω στο δικό της. Τη σφίγγω. Με νοιάζεται, το νοιώθω περισσότερο μ’ αυτό το άγγιγμα παρά με το «αγάπη μου…» που είπε πριν.
Επιστρέφω στον εαυτό μου, στην παραλία. Αλλά θέλω να φύγω. Είναι αφιλόξενη τελικά.
Να νοιώθεις άραγε κι εσύ ότι σ’αγαπώ, ότι σε χρειάζομαι τουλάχιστον; Είμαι στην παραλία ή στην αγκαλιά της γυναίκας μου; Προσπαθώ να τη φιλήσω δίχως ν’ανοίξω τα μάτια μου. Τα χέρια μας ενώνονται. Απ’ το δωμάτιο του γιού μου ακούγονται κρότοι. Αισθάνομαι άσχημα με τον εαυτό μου. Σαν να είμαι το κέντρο του κόσμου χωρίς να το θέλω. Περικλύομαι με περισσότερα απ’ ότι αξίζω. Δήμητρα είσαι τόσο καλή μαζί μου. Ανοίγω τα μάτια μου και σε βλέπω να με κοιτάζεις, τα μάτια σου είναι υγρά. Τα σκουπίζω και σου σφίγγω αποφασιστικά το χέρι.
Σηκώνομαι, κατευθύνομαι στο δωμάτιο του γιού μου. Η πόρτα του είναι μισόκλειστη, δεν τη χτυπώ, μπαίνω μέσα. Σπάνια πηγαίνω στο δωμάτιό του. «Πατέρα, τι κάνεις εδώ;» με ρωτά με έκπληξη στα μάτια. Τον πλησιάζω αργά, απλώνω τα χέρια προς το πρόσωπό του. Όπως έκανε η γυναίκα μου νωρίτερα σε ‘μένα. Γιέ μου, έχεις κι εσύ την έκπληξη στα μάτια, την προσμονή. Γιατί διστάζω; Πόσα χρόνια έχω να του πω ότι τον αγαπώ; Γιατί βγάζουμε τις σάρκες των ανθρώπων που μένουμε μαζί; Σε βλέπω, σηκώνεσαι φοβισμένος με μια απότομη κίνηση. Σ’ αγγίζω στον ώμο. Κοιτάζω γύρω το χώρο σου. έπειτα εσένα μέσα στα μάτια. Μάλλον είσαι λίγο θυμωμένος με την «εισβολή» μου αλλά έχεις μια προσδοκία τώρα στα μάτια.
«Ωραία!… και γιατί ήρθες εδω μέσα;»
Του χαμογελώ δίχως να πω τίποτα. Δίχως να πάψω να τον κοιτάζω, του χαμογελώ. Πισωπατώντας ως την πόρτα. Εκεί στέκομαι. Με κοιτάζεις. γιέ μου, μόνο με απορία πλέον. Γιατί δεν σου μιλώ; Τι απίστευτη δύναμη είναι αυτή που με κρατάει; Με πλησιάζεις τώρα εσύ. Κάνω κι εγώ ένα βήμα προς εσένα. Απλώνω τα χέρια μου. Τα ανοίγω.
Ο γιος μου με κοιτά σαν να κοιτάζει κάποιον τρελό, το βλέμμα του απελπισμένο.
«Πατέρα, τι συμβαίνει;»
Κατεβάζω τα χέρια μου. Πισωπατώ κι άλλο. Είμαι ξανά στην παραλία. Γιατί με κοιτάζεις έτσι, γιέ μου; Το βλέμμα του είναι σταθερά καρφωμένο πάνω μου. Γιατί δεν του μιλώ; Γιατί έκανα πίσω;
Ταλαντεύομαι, να πλησιάσω ή να απομακρυνθώ; Βλέπω το γιο μου να με κοιτά με απόγνωση. Θέλει να του μιλήσω, να δώσω μια εξήγηση για την παρουσία μου εκεί. Ο γιός μου θέλει την αληθινή παρουσία του πατέρα του.
Επιστρέφω στον εαυτό μου, στην παραλία που δεν μου αρέσει πλέον. Τα μάτια του γιού μου είναι σαν να παρακολουθούν απορώντας αυτή την επιστροφή. Μου γυρίζει την πλάτη απότομα. Την ίδια στιγμή νοιώθω στον ώμο το χέρι της γυναίκας μου να με βγάζει απ’ το δωμάτιο.
***
Βλέπω τη γυναίκα μου να πλένει τα πιάτα στην κουζίνα. Τα χέρια της κινούνται γρήγορα κι επιδέξια, μηχανικά. Σε κοιτάζω, Δήμητρα, να τακτοποιείς το μάρμαρο του νεροχύτη. Να βάζεις το σκουπάκι δίπλα το μπουκάλι με το απορρυπαντικό, να σκουπίζεις τα χέρια σου. Γιατί δεν σε βοηθάω ποτέ σ’ αυτές τις δουλειές; Σε κοιτάζω μόνο. Γιατί δεν είμαι δίπλα σου σ’αυτά τα απλά, τα καθημερινά; Τελικά, εκτός απ’ το γιό μας και κάποια χρήματα σου έχω προσφέρει οτιδήποτε άλλο;
Ξεδένεις την ποδιά γύρω απ’ τη μέση σου. Τα μαλλιά σου είναι δεμένα πίσω, τα ξελύνεις κι αυτά. Κοιτάζεις βιαστικά το ρολόι στον τοίχο.
Επιστρέφω στον εαυτό μου. Θέλω να έρθεις κι εσύ στην παραλία, να φύγουμε μαζί. Γιατί δεν σου το λέω; Γιατί δεν σε παίρνω μαζί μου κάπου αλλού; Με κοιτάζεις με απορία στα μάτια. Είμαι στην παραλία και ταυτόχρονα μαζί σου στην κουζίνα. Σε αγαπάω, το πιστεύω αυτό πια.
Η γυναίκα μου ασφυκτιά μέσα στην κουζίνα, δίπλα μου. Προσπαθεί να με καταλάβει με το βλέμμα της. Το βλέμμα σου, Δήμητρα, είναι γεμάτο αμφιβολία, αμφιβολία και αγάπη. Με κοιτάζεις με υπομονή και κατανόηση. Σηκώνομαι απ’ το τραπέζι. Βγαίνω απ’ την κουζίνα. Με ακολουθείς, ακούω τα βήματα σου. Μ’ αγγίζεις ξανά στον ώμο. Δεν γυρίζω να σε κοιτάξω, αλλά σταματώ. Σκύβω το κεφάλι.
Η γυναίκα μου μ’ αγκαλιάζει τρυφερά. Τυλίγει τα χέρια της γύρω μου. Σφίγγει τις παλάμες της στο στήθος μου. Αφήνει την ανάσα της στο λαιμό μου. Γιατί δεν λέω πως σ’ αγαπάω; Κολάς το στήθος σου πάνω στην πλάτη μου, απεγνωσμένα.
Επιστρέφω στον εαυτό μου. Στην ερημιά της αφιλόξενης παραλίας που, δεν υπάρχει. Μισώ τον εαυτό μου.
Η γυναίκα μου με αφήνει,. απομακρύνεται. Χωρίς να βλέπω την έκφρασή της, καταλαβαίνω αυτά που νοιώθει. Κι ο γιός μου γιατί να κλείνεται διαρκώς στο δωμάτιό του; Κι όλα αυτά, έχω κουραστεί πλέον να τα σκέφτομαι. Η γυναίκα μου κλείστηκε κι αυτή στην κάμαρα. Ίσως έχει κουραστεί. Κι ο γιός μου;
Είμαι στην παραλία και ταυτόχρονα μόνος στην κουζίνα. Ακούω θορύβους απ’ τα δωμάτια. Η οικογένειά μου ασχολείται με αντικείμενα, καθημερινά πράγματα. Στο δρόμο έξω, ένα αυτοκίνητο κορνάρει. Πρέπει να τους έχω πληγώσει πολύ. Πώς αντέχουν και ζουν μαζί μου;
Ξαναέρχεσαι στην κουζίνα. Με κοιτάς και η σιωπή σου μου δίνει απάντηση.
Η γυναίκα μου κλείνει το φως. Με αγκαλιάζει τρυφερά. Τυλίγει τα χέρια της γύρω μου. Η γυναίκα μου μ’ αφήνει κι απομακρύνεται απ’ όλα αυτά.
Γιάννης Ξύδης
Τέτοια γραφή!
Εξαιρετικό κείμενο…υπέροχη πένα!!!
Πολύ καλό!!!!!!
Δυνατό κείμενο με ρεαλιστική γραφή. Μου άρεσε
Εξαιρετικό!!! Μπορείς να δεις τον εαυτό σου μέσα εκεί!!
καλό αλλά πόσες οικογένεις είναι έτσι ? σήμερα κοιτάει να φάει ο ένας τον άλλον ( να του την βγεί που λέμε. . .). . .
Υπέροχο κείμενο, ταλαντούχα γραφή!! Συγχαρητήρια!!
Πολύ καλό! Σε κάθε λέξη βλέπεις και κάτι απ’ την καθημερινότητά σου… Αυτά που λέμε και πληγώνουν και αυτά που δε λέμε και πληγώνουν περισσότερο…
Μου αρεσε πολυ!
Ολες αυτες οι παρουσες απουσιες…
Μπράβο, πολύ αληθινή γραφή!
Ρεαλιστικό και ταυτόχρονα με μεγάλη δόση ευαισθησίας και συναισθήματος. Θα μπορούσε άνετα να είναι σκηνές από ταινία σύγχρονου κινηματογράφου.
πολυ καλα δοσμενη η συγκρουση του ρεαλισμου με τον ρομαντισμο, μεσα στην συγχρονη οικογενεια
Εξαιρετικό!!! Τι ευαισθησία!!!!
Απολαυστικό. Έκανα ένα όμορφο διάλειμμα διβάζοντας το.
Τώρα επιστρέφω στον εαυτό μου.
πολύ μου άρεσε!
Συγχαρητήρια!
Πένα βουτηγμένη στο μελάνι του ρεαλισμού,μεστή,δωρική…που συνάμα,τόσο έντεχνα κυλάει πάνω σε συναισθηματικά μονοπάτια……
Όμορφο, λιτό με γλυκόπικρη επιγευση. Ενδιαφέρουσα γραφή… Συνέχισε…
Τελειο!
Εξαιρετικό!!
Απίθανο κείμενο…
μου άρεσε πολυ. λες και θα μπορούσε να το έχει γράψει ο καθένας από μας…
Σημερινό.. Αληθινό και ανθρώπινο!
Ωραία γραφή!
Χαμηλότονη, υπαινικτική γραφή, ένας άηχος λυγμός. Σαφώς, λογο-τέχνημα. Θα χαιρόμουν να διάβαζα και άλλα δείγματα της γραφής του λογοτέχνη!
Διαχρονική συμπεριφορά ανθρώπων!
Εξαιρετικό, εικόνα της πραγματικότητας