Στου κόσμου τις απύθμενες σιωπές
οι λέξεις στήνονται καρφιά,
οργίζονται στο μούχρωμα του ανθρώπου,
κραυγάζουν τ’ ανείπωτα «γιατί»
τις νύχτες στο σκοτάδι.
Στα «παγωμένα βλέμματα» της βίας
«παγώνει ο χρόνος»,
κυλά ατέλειωτη η πληγή της εξουσίας
και κείτονται «τα όνειρα σε χειμερία νάρκη».
Η πένα σου «ατσάλι και φωτιά»,
αιμορραγούν τα πέλματα στην άμμο
και καταμαρτυρούν τ’ ανθρώπου
την άμοιρη τη ρότα.
Εκεί που οι άλλοι ακούν μονάχα τη σιωπή,
εσύ ακούς απέλπιδα κραυγή
στου ανήμπορου τη φτώχεια,
στα ίχνη που χαράζει «μεταναστευτικό πουλί»,
και σε στοιχειώνει ο πόνος,
για του εργάτη το καψαλισμένο χέρι,
για τους ηττημένους που δε δοξάστηκαν ποτέ,
για τη ζωή που όλο αναβάλλουμε.
Σε συναντώ στου απόκληρου τους δρόμους,
«στις περιφρονημένες συνοικίες»,
στους εφιάλτες του κόσμου που γίνηκε σκιά.
Σε συναντώ τις νύχτες στις άγριες διαδηλώσεις,
με τη σφιγμένη σου γροθιά λάβρα
για αντίσταση, για ελευθερία
και αφύπνισης αγώνα.
Φοβάσαι αυτούς
που μας βυθίζουν στο σκοτάδι,
καγχάζεις για τον ήλιο που μας κρύβουν,
οργίζεσαι με της υποκρισίας τα κιτάπια
κι οργίλος μέσα απ’ της θλίψης σου το μαύρο σύννεφο
μας καλείς να διαδηλώσουμε
για τον ατέλειωτο χειμώνα,
«για τους σκλάβους που συνήθισαν τις αλυσίδες»,
για τα «ανήλιαγα κελιά» που «ψάχνουν
αέρα να αναπνεύσουν».
Εσύ δεν έχεις να μας αφηγηθείς όμορφες ιστορίες,
ό,τι αγαπάς παλεύει στους δρόμους.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
(Για την Ποιητική Συλλογή του Νίκου Σουβατζή,
«Χειμερινή Ισημερία», εκδόσεις Bookstars).