Στις 24 Απριλίου του 1951, γνώρισα έναν παράξενο άνδρα σε μια λέσχη στο Παρίσι. Ήμουν εκεί για να συναντήσω έναν φίλο μου, τον Ζαν, και ο άνδρας ήταν μέλος της παρέας του. Δεν θυμάμαι να συστηνόμαστε. Η συζήτηση της παρέας αφόρμισε από την πολιτική, τον αναβρασμό της Αλγερίας που προκαλούσε πανικό σε όλους εκτός από τους ιδιοκτήτες εφημερίδων, ενώ με κάθε ποτήρι κρασί στρεφόταν όλο και περισσότερο προς το αλλόκοτο. Η πολιτική έδωσε τη σκυτάλη στη φιλοσοφία, και η φιλοσοφία στη θεολογία. Σε κάθε σκαλοπάτι, τα μέλη της παρέας μειώνονταν, σαν σε κάποιο χορό που με κάθε μουσική κίνηση ένας χορευτής αποχωρούσε, μέχρι που στο τέλος μείναμε μόνο εγώ, ο Ζαν και ο φίλος του. Όταν κάλεσαν τον Ζαν στο τηλέφωνο, για να τον ενημερώσουν ότι ένας ασθενής του τον χρειαζόταν επειγόντως, καταλάβαμε ότι είχε έρθει η στιγμή για το επόμενο σκαλοπάτι, και η θεολογία έδωσε τη σκυτάλη στον μυστικισμό.
«Απορρίπτω τελείως την ιδέα ότι ο θεός λειτουργεί τρόπους που ξεπερνούν τη λογική. Αν κάτι δεν είναι λογικό, δεν είναι υπαρκτό, και το αντίστροφο».
«Άρα δεν πιστεύετε στον Θεό;»
«Δεν πιστεύω απλά, είμαι βέβαιος ότι υπάρχει. Απλά δεν είναι αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι ότι είναι. Έχετε οικειότητα με την Kabala, τα απόκρυφα του εβραϊσμού;»
«Είμαι δημοσιογράφος, δουλειά μου είναι συλλέγω άχρηστες πληροφορίες».
«Λοιπόν, η Kabala περιέχει την έννοια του άπειρου, τον απρόσωπο θεό που απλά ρέει στο σύμπαν. Η τελειότητα δεν είναι λογική, και, συνεπώς, ανύπαρκτη. Άρα ούτε ο Θεός μπορεί να είναι τέλειος. Το άπειρο ρέει, και μέσα στην ατέλεια του δημιουργεί παρακλάδια σαν ποτάμι. Ζούμε σε έναν κόσμο μυστηρίων».
Στις 24 Απριλίου της επόμενης χρονιάς, τον συνάντησα ξανά, αυτή τη φορά κατά τη διάρκεια ενός πρωινού περιπάτου στη Champs Elysees. Χαιρετηθήκαμε, και τον ρώτησα όσο πιο κομψά μπορούσα το όνομα του. Μου είπε ότι λεγόταν Γκουστάβ. Δεν έγινε καμία αναφορά στην προηγούμενη συζήτηση μας. Oι δρόμοι μας χώρισαν σύντομα, και δεν τον ξαναείδα ούτε άκουσα για αυτόν από τον Ζαν για έναν ακόμη χρόνο, μέχρι τις 24 Απριλίου του 1953, όταν τον βρήκα σε ένα ξενοδοχείο σε ένα Ελληνικό νησί που συνήθιζα να επιλέγω τότε για τις μοναχικές και σπάνιες διακοπές μου. Καθόταν σε μια πολυθρόνα διαβάζοντας την εφημερίδα της ημέρας. Αστεΐστηκα ότι ήταν προδοσία να διαβάζει άρθρα από δημοσιογράφους εκτός από εμένα, και αυτός απάντησε γελώντας ότι διάβαζε τη λίστα με τις νέες ταινίες της εβδομάδας. Ήμασταν και οι δύο μοναχικοί ταξιδιώτες. Το βράδυ πήγαμε σε μια ταβέρνα κοντά στην ακτή. Περίμενα η συζήτηση να στραφεί ξανά προς το μεταφυσικό, αλλά ο συνομιλητής μου δεν έκανε το παραμικρό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, ο απαλός ήχος των κυμάτων ξεθώριαζε τις σκέψεις μας, μέχρι που αναπαυθήκαμε σε μια τέλεια σιωπή. Τα χείλη του ήταν απαλά σαν το μετάξι που εμπορεύονταν οι Άραβες στη Σαμαρκάνδη, και ήθελα να τα αγγίξω με την ίδια ανυπομονησία που αυτοί περίμεναν το εμπόρευμα από την Άπω Ανατολή. Δεν κοιμήθηκα ποτέ ξανά με άνδρα, ούτε είχα κάποια τέτοια επιθυμία πριν ή μετά από εκείνη τη βραδιά. Όταν ξύπνησα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ήμουν μόνος. Υπέθεσα ότι είχε φύγει νωρίς το πρωί, για να μη μας δει κανείς. Δεν ενοχλήθηκα, τότε ήταν άλλες εποχές και πιθανώς υπό άλλες συνθήκες να έκανα το ίδιο. Τον βρήκα πάλι στην πολυθρόνα του, να διαβάζει τη χθεσινή εφημερίδα, με δύο παραφουσκωμένες βαλίτσες στα πόδια. Ο ρεσεψιονίστ τον φώναξε, λέγοντας ότι το ταξί του είχε φτάσει. Προς έκπληξή μου, τον αποκάλεσε Μωρίς. Ο Αλυόσα, λοιπόν, με αποχαιρέτησε με ένα νεύμα, πήρε τη βαλίτσα του και βγήκε από το ξενοδοχείο.
«Κάθε φορά που σε συναντώ έχεις διαφορετικό όνομα. Ποιο είναι πραγματικό;»
«Κανένα από τα ονόματα που έχεις ακούσει δεν είναι το πραγματικό μου. Μη ρωτήσεις γιατί δεν σου το είπα μέχρι τώρα, απλά δέξου το. Λέγομαι Αντρέ».
Στις 24 Απριλίου του 1954, τον συνάντησα πάλι στο Παρίσι, επιστρέφοντας από την εφημερίδα. Βλέποντάς τον για πρώτη φορά μετά από τη νύχτα στη Μεσόγειο, δεν ένιωσα την παραμικρή υποψία πόθου. Έψαξα βαθιά μέσα στα συναισθήματα που μου προκλήθηκαν όταν τον είδα, αλλά δεν βρήκα τίποτα που να θυμίζει έστω και ελάχιστα αυτό που είχα νιώσει την ίδια ημέρα, έναν χρόνο πριν. Τον είδα στον δρόμο, να περπατάει ανέμελα, και του πρότεινα να πάμε για ένα ποτό. Διαλέξαμε ένα μικρό μπαρ κοντά στην εφημερίδα, και παραγγείλαμε κρασί. Εκτός από μια μικρή παρένθεση για το όνομά του, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις επιστημονικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών. Το εργαστήριο στην Ελβετία που οι φήμες έλεγαν ότι θα ήταν έτοιμο για λειτουργία σε μερικούς μήνες, και την έλικα του DNA που είχαν ανακαλύψει δύο αμερικάνοι, τον χάρτη της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτά τα δεδομένα προκαλούσαν μια μελαγχολία στον Αντρέ. Όπως μου εξήγησε, και προσπαθώντας να αποδώσω τα λόγια του με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια μου επιτρέπει η μνήμη μου:
«Αυτές είναι οι τελευταίες στιγμές του αναγεννησιακού ανθρώπου. Σε λίγο, η επιστήμη θα είναι κατανοητή μόνο από τους ειδικούς. Που είναι κάλο, πλησιάζουμε όλο και περισσότερο σε μια τεχνολογική ουτοπία. Βασικά, ακόμα και αν δεν πλησιάζαμε θα ήταν καλό. Η γνώση πάντα είναι καλή. Είναι καθαρά ο δικός μου εγωισμός που θα νοσταλγεί την εποχή που ήμουν ικανός να κατανοήσω σε κάποιο βαθμό τα θαύματα».
Οι δρόμοι μας χώρισαν για άλλη μια φορά, χωρίς να μάθω πολλά περισσότερα από όσα ήξερα ήδη για τον μυστηριώδη φίλο μου. Ακόμα μια χρονιά πέρασε, και το ημερολόγιο έδειχνε 24 Απριλίου 1955 όταν μπήκα στο ίδιο μπαρ, έπειτα από μια μέρα σκληρής δουλειάς. Ο Αντρέ βρισκόταν ήδη εκεί, με το ένα χέρι κρατώντας ένα ποτήρι και με το άλλο ένα βιβλίο. Κάθισα δίπλα του, και το παραμέρισε για να με χαιρετήσει. Τον ρώτησα ποιο ήταν το θέμα του βιβλίου, αλλά πριν προλάβει να βρει τις σωστές λέξεις για να με κάνει να καταλάβω την πλοκή, το βλέμμα μου ξεστράτισε και έπεσε πάνω σε μια γυναίκα με σκούρα κόκκινα μαλλιά, λίγα μέτρα μακριά. Ο Αντρέ σταμάτησε απότομα να μιλάει και με κοίταξε με ένα βλέμμα οργής, κάτι που δεν είχα ξαναδεί στο πρόσωπό του.
«Θα πάω να της μιλήσω».
«Και να της πεις τι; Καλησπέρα, παντρέψου με;»
«Πιθανώς, δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Ποιο είναι το πρόβλημά σου;»
«Την είδα πρώτος. Σχεδίαζα να της μιλήσω εγώ πριν έρθεις».
«Απλά το σχεδίαζες, ενώ εγώ θα το κάνω».
«Σου ζητάω να μη της μιλήσεις».
«Δεν με νοιάζει τι ζητάς».
Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και πλησίασα τη γυναίκα. Της συστήθηκα και είπα ότι ήμουν δημοσιογράφος, σαν αυτή η πληροφορία να ισοστάθμιζε κάπως το γεγονός ότι εμφανώς δεν είχα ιδέα τι να πω. Όταν διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να σκεφτώ καμία καλή δικαιολογία γιατί μιλούσα σε μια άγνωστη, της εξήγησα ότι συνέλεγα απόψεις για τον πόλεμο στην Αλγερία. Μου είπε ότι δεν είχε άποψη, και χαμογέλασε αμήχανα. Γύρισα ντροπιασμένος στο τραπέζι, για να διαπιστώσω ότι ο φίλος μου είχε εξαφανιστεί. Μετρούσα της ημέρες μέχρι τις 24 Απριλίου του 1956, ταυτόχρονα ανυπομονώντας για τις παράξενες συζητήσεις που ίσως έκανα με τον Αντρέ, και έχοντας αγωνία να απολογηθώ για τη συμπεριφορά μου στην προηγούμενη συνάντησή μας. Αναρωτιόμουν σε ποιο στενό του Παρισιού θα τον πετύχαινα αυτή τη φορά. Ίσως δοκίμαζα τα όρια της παράξενης σχέσης μας, να ταξίδευα κάπου μακριά μόνο για εκείνη την ημερομηνία, και να δω αν θα εμφανιζόταν εκεί. Αλλά δεν τον συνάντησα εκείνη τη χρονιά. Ούτε την επόμενη. Υπέθεσα σιωπηλά ότι η συμπεριφορά μου τον είχε απομακρύνει, και δεν το σκέφτηκα παραπάνω. Στο μυαλό μου έμεινε σαν κάποιο ενδιαφέρον ανέκδοτο που μπορώ να μοιράζομαι, αλλάζοντας κάποιες λεπτομέρειες και αποκρύπτοντας άλλες ανάλογα με το κοινό, όταν τα γεγονότα που ανήκουν στη σφαίρα της δουλειάς μου γίνονται υπερβολικά ανιαρά ή αποκρουστικά.
Τρία χρόνια μετά από την τελευταία φορά που τον είδα, βρέθηκα ξανά στην ίδια λέσχη με τον Ζαν. Τον ρώτησα τι απέγινε ο Αντρέ και γιατί δεν ήταν στην παρέα της βραδιάς. Αρχικά δεν κατάλαβε σε ποιον αναφερόμουν, πριν συνδέσει τις πληροφορίες και συμπεράνει ότι εννοούσα έναν φίλο του ονόματι Ρεμί. Αυτό δεν με εξέπληξε καθόλου. Ο Ζαν μού εξήγησε ότι τον διέγνωσε ο ίδιος με καρκίνο του εγκεφάλου, και ότι είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό. Από μακάβρια περιέργεια, τον ρώτησα ποια ήταν η ημερομηνία που πέθανε, και απάντησε 15 Φεβρουαρίου.
ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πολύ καλογραμμένο και αινιγματικό. Κάνει το νου να σεργιανά σε παράξενα μονοπάτια.
Πρέπει να το διαβάσεις 2-3 φορές, πολλά κρυμμενα νοήματα.
Πολύ ωραίο.
Έχει ένα μικρό λάθος, σε ένα σημείο αντί για Αλυόσα μάλλον εννοούσε Μωρίς, και το όνομα έμεινε λάθος από κάποια προηγούμενη εκδοχή όπου ο ήρωας λεγόταν Αλυόσα. Κατά τ’άλλα υπέροχο, παραπέμπει σε Μπόρχες και Σεφέρη.
ΤΕΛΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΜΠΡΑΒΟ!!
Μπράβο φίλε, φοβερό.
Ο κύριος Καπινος έχει δίκιο, μάλλον εννοούσε Mauruce αντί για Alyosha. Αλλά δεν πειράζει επειδή η ιστορία είναι υπέροχη.
Πολύ ωραίο!