Το πλοίο είχε ξεκινήσει να βυθίζεται. Από παντού ακουγόντουσαν φωνές ανθρώπων οι οποίοι παρακινημένοι από το ένστικτο της επιβίωσης, πάσχιζαν να κατευθυνθούν προς τις βάρκες. Δεν πρόλαβε να αποφύγει, δυστυχώς, εκείνο το πλοίο που ερχόταν από την απέναντι όχθη και η σύγκρουσή της είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών βλαβών οι οποίες με μαθηματική ακρίβεια, οδηγούσαν στη βύθισή του.
Ανάμεσα στους ανήσυχους, υπήρχαν και εκείνοι που είχαν φιλοσοφήσει το θέμα του θανάτου· δεν ήθελαν να πεθάνουν φοβισμένοι, τραγουδούσαν και διασκέδαζαν εκείνες τις ώρες. Ήθελαν τη ζωή τους αυτή να τη ζήσουν με χαρά, ακόμα και τις δυσκολότερες ώρες, ακόμα και σε εκείνη την προσμονή του θανάτου.
Κόσμος έτρεχε σαν τρελός και άφηνε την ψυχή του να κατευθυνθεί προς το στόμα, προσπαθώντας να κερδίσει τη ζωή του από τα ορμητικά νερά που έμπαιναν όλο και περισσότερο μέσα στο κατάστρωμα του πλοίου.
Όλοι έτρεχαν να ξεφύγουν. Μόνο ο καπετάνιος έμεινε πίσω, να κοιτάζει εκείνους που τρέχουν να ξεφύγουν. Η δίψα για ζωή τον είχε κυριεύσει και εκείνον, αλλά η επαγγελματική του ευσυνειδησία δεν του επέτρεπε να διαφύγει και να αποποιηθεί των ευθυνών του. Έπρεπε να υπακούσει στο ηθικό του καθήκον, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως θα θυσίαζε τη ζωή του. Έπρεπε οι επιβαίνοντας να διαφύγουν όλοι, δική του ευθύνη ήταν που δεν κατάφερε να αποφύγει τον κίνδυνο του αντίθετου πλοίου. Έπρεπε να δείξει αυτοθυσία, στην προσπάθειά του να κερδίσει κάθαρση από την τραγική του αμέλεια.
Μπήκε στη θέση του οδηγού και προσπάθησε να ηρεμήσει. Ψέλλισε μία γρήγορη προσευχή, έκλεισε τα μάτια και προετοίμασε τον εαυτό του για το επερχόμενο τέλος. Ένας από τους υπεύθυνους του πλοίου τον ενημέρωσε πως όλοι οι άνθρωποι που επέβαιναν επιβιβάστηκαν σε βάρκες, ζήτησε να τον αφήσει μόνο του. Αποφάσισε να μη φύγει, δε λύγισε από υπαρξιακό φόβο ούτε όταν τα πρώτα νερά άρχιζαν να μπάζουν το μέρος του. Αφέθηκε στη μανία των κυμάτων και σε κλάσματα δευτερολέπτου, χάθηκε για πάντα μέσα σε αυτά…
ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ