ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ Β΄ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ BONSAISTORIES
Πρώτη φορά είδα κλόουν να γυρνά στους δρόμους με μια λατέρνα. Η μουσική που παραγόταν ήταν μια ξεχασμένη ανάμνηση στα δευτερόλεπτα ενός σκοτεινιασμένου ονείρου, μακρινή, νοσταλγική. Η λατέρνα στολισμένη με καραμέλες και μπαλόνια που καρφιτσώνονταν στον ουρανό της Κέρκυρας. Ο κλόουν με τα μεγάλα του παπούτσια να μπερδεύουν το βήμα του τριγυρνούσε στα πλακόστρωτα καντούνια και το χαμόγελό του προκαλούσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο όποιου τον συναντούσε. Ήταν άλλωστε τρελά ντυμένος! Το παντελόνι του ήταν ραμμένο από τσουβάλια και είχε μπαλώματα με κόκκινο γαζί. Η μπλούζα του είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Φορούσε επίσης ένα υφασμάτινο κόκκινο καπέλο, ασορτί με τη μύτη του και είχε δέσει στο γείσο ένα μπουκέτο άγρια λουλούδια.
Σε όσους μεγάλους τον πλησίαζαν και του άφηναν κάποια κέρματα έκανε μια βαθειά υπόκλιση και τους χάριζε ένα λουλούδι απ΄ το καπέλο του. Στα παιδιά όμως, έδινε καραμέλες κι έπειτα τα έβαζε να κάνουν μια ευχή στο αυτί του. Εκείνος την έγραφε σε ένα μπαλόνι και την άφηνε στον ουρανό. Αυτό υποτίθεται πως θα ταξίδευε την ευχή στο χρόνο και θα την έκανε αληθινή.
Καθόμουν πολλές φορές και τον κοιτούσα να κάνει αστεία, να τραγουδάει, να παίζει με τα παιδιά και απορούσα. «Γιατί κανένας μεγάλος δεν θέλησε να κάνει μια ευχή στο χρόνο, να στείλει το δικό του μπαλόνι στον ουρανό;» Ύστερα θέλησα να σκεφτώ μια δική μου ευχή να στείλω. Θα ζητούσα μάλιστα, να ταξιδέψει στο παρελθόν -έτσι για να ταράξω την ισορροπία του σύμπαντος. Κι όταν αισθάνθηκα έτοιμη, γύρισα και είδα τον κλόουν να σκύβει για να ακούσει την ευχή ενός παιδιού που βρισκόταν καθισμένο σε ένα αναπηρικό καροτσάκι.
-Κύριε κλόουν, δέσε μου πολλά μπαλόνια στο καρότσι να ανέβω στον ουρανό.
-Συγγνώμη, παιδί μου, μα δεν μπορεί να γίνει αυτό.
-Χμ… Κύριε κλόουν, στείλε ένα μπαλόνι στον ουρανό και ζήτα στο Θεούλη να με πάρει κοντά του.
Ο κλόουν σάστισε, το ζωγραφισμένο χαμόγελό του έλιωσε, έπεσε στο πλακόστρωτο η μπογιά και παρήγαγε έναν ψυχρό, κρυστάλλινο ήχο που πάγωσε την ψυχή μου.
-Συγγνώμη, παιδί μου, μα δεν μπορώ να κάνω τέτοια ευχή!
-Αχ, κύριε κλόουν, τι κρίμα! Σκεφτόμουν πως αν πήγαινα στον ουρανό, θα γινόμουν άγγελος, θα είχα φτερά και δεν θα μου έλειπαν τα πόδια που δεν έχω. Αλλά δεν πειράζει. Μέχρι να έρθει αυτή η στιγμή θα πετάω στα όνειρά μου και θα χορεύω. Μην λυπάσαι για την ευχή μου. Πες πως ήταν μπαλόνι που έσκασε.
Ο κλόουν τότε κάθισε κατάχαμα. Πρώτη φορά τον είδα καθιστό. Μέχρι τότε νόμιζα πως σεργιάνιζε σε όνειρα, φούσκωνε μπαλόνια, μάζευε αγριολούλουδα και ποτέ δεν κουραζόταν. Μα πράγματι δεν είχε κουραστεί. Έλυσε τα κορδόνια του και έβγαλε τα παπούτσια του! «Μα, τι κάνει;» σκεφτόμουν. Και έδειξε στο κορίτσι τα δικά του πόδια, που δεν ήταν πόδια, αλλά σίδερα.
-Αχ, κύριε κλόουν είμαστε σχεδόν το ίδιο! Δεν είχα γνωρίσει ανθρώπους σαν εμένα και δεν μου άρεσε που ήμουν τόσο διαφορετική.
-Ματάκια μου, ο καθένας -με ή χωρίς πόδια- είναι μοναδικός και διαφοροποιείται από τους άλλους όχι μόνο χάρη στην εμφάνιση, αλλά και την ψυχή του.
-Α! Κι εσένα σε λέμε κλόουν επειδή φοράς αυτά τα ρούχα, τα τεράστια παπούτσια, και επειδή έχεις αυτή την κόκκινη μύτη και το χαμόγελο που δεν το έχει κανείς άλλος.
Μα… Πού πήγε το χαμόγελό σου, κύριε κλόουν; Δώσε μου μια μπογιά να το ζωγραφίσω… Κι ένα χαρτί, κύριε κλόουν, να με ζωγραφίσω χωρίς τα πόδια μου κι εσένα δίπλα με το χαμόγελό σου να με θυμάσαι…
Ορίστε και το χαμόγελό σου να φωτίζει τα όνειρα των παιδιών.
Καραμπή Κωνσταντίνα Ελένη