Ένα ακόμη κουδούνισμα έφτασε στ’ αυτιά του και τον έβγαλε απότομα απ’ τον γλυκό λήθαργο στον οποίο είχε παραδοθεί. Είχε περάσει αρκετή ώρα από την τελευταία φορά που κάποιος περαστικός αποφάσισε να αφήσει μερικά ψιλά στον αυτοσχέδιο κουμπαρά που ήταν ακουμπισμένος μπροστά στα πόδια του.
Ο ρακένδυτος άντρας άπλωσε το χέρι και έπιασε το χάρτινο κουτί με το λογότυπο του γειτονικού ταχυφαγείου. Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στα δάχτυλά του που είχαν μπλαβιάσει από το κρύο – ήταν σκληρά σαν πέτρα και πάνω στις αρθρώσεις είχαν σχηματιστεί μικρές ανοιχτές πληγές. Πλησίασε το πρόσωπο κοντά στη χάρτινη συσκευασία και στα ρουθούνια του έφτασε μια έντονη μυρωδιά τηγανητού κοτόπουλου. Το στομάχι του αντέδρασε με ένα μακρόσυρτο γουργουρητό, αλλά εκείνος αδιαφόρησε και συνέχισε να μετράει τα κέρματα που υπήρχαν στο εσωτερικό του κουτιού.
«Ογδόντα λεπτά» μονολόγησε κουνώντας το κεφάλι απογοητευμένος. «Το άκουσες αυτό, Φάουστ; Από τις έντεκα το πρωί μέχρι και τώρα, καταφέραμε να μαζέψουμε μονάχα ογδόντα λεπτά του ευρώ…» είπε και το ύφος του πλέον είχε γίνει περιπαικτικό.
Γύρισε και κοίταξε τη μεγάλη χνουδωτή μάζα που καθόταν δίπλα του και ανάσαινε βαριά. Ο σκύλος δεν έδειχνε να συγκινείται ιδιαίτερα από τα λόγια του ζητιάνου. Είχε τρυπώσει κάτω από μια λεπτή κουβέρτα που ήταν μούσκεμα απ’ το χιονόνερο και κοιμόταν του καλού καιρού.
Ο κύριος Φάουστ είχε εμφανιστεί στη ζωή του Νόα πριν από περίπου δύο χρόνια και από την πρώτη κιόλας στιγμή είχαν γίνει αχώριστοι οι δυο τους. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ιδιοκτήτες σκύλων που συνήθως επιλέγουν τα κατοικίδια που υιοθετούν, ο κύριος Φάουστ ήταν σαν να είχε επιλέξει εκείνος τον Νόα.
Όλα ξεκίνησαν μια μέρα που ο Νόα στάθηκε κάτω από το υπόστεγο μιας παλιάς στάσης λεωφορείου για να προφυλαχτεί από την καταρρακτώδη βροχή. Αφού τακτοποίησε την πραμάτεια του και βεβαιώθηκε ότι σε εκείνο το σημείο θα έβγαινε αλώβητος από τη νεροποντή, είδε τον μεγαλόσωμο σκύλο, που άλλοτε έκανε βόλτες στις γύρω περιοχές, να τον πλησιάζει κουτσαίνοντας και να ξαπλώνει δίπλα του με έναν βαρύ αναστεναγμό. Στην αρχή δυσανασχέτησε με την παρουσία του ζώου, διότι καταλάμβανε πολύ χώρο κάτω απ’ το υπόστεγο έτσι όπως άπλωνε τα γέρικα πόδια του για να τεντωθεί. Λίγο αργότερα, όμως, όταν είδε το ταμπελάκι που κρεμόταν στο φθαρμένο του κολάρο να γράφει «Φάουστ», σκέφτηκε πως η αλλόκοτη αυτή σύμπτωση μπορεί να ήταν καρμική. Στο μυαλό του ήρθε ο σκύλος από το ομώνυμο μυθιστόρημα, κι αμέσως θυμήθηκε ότι η αρχική ερμηνεία του ονόματος Φάουστ σημαίνει «καλότυχος», οπότε ίσως αυτός ο απρόσμενος συνταξιδιώτης να έφερνε, τελικά, λίγη καλή τύχη και σε εκείνον.
Εκτός αυτού, οι δυο τους είχαν μερικά κοινά: ήταν άστεγοι και μόνοι, χωρίς κανέναν σε αυτόν τον κόσμο. Για τον Νόα, βέβαια, δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα μιας και, στην πραγματικότητα, είχε δυο κόρες που ζούσαν στο εξωτερικό, αλλά καμιά τους δεν ήταν πρόθυμη να του ξαναμιλήσει μετά το θάνατο της μητέρας τους. Ο ίδιος, δε, απέκλειε το ενδεχόμενο να κάνει οποιαδήποτε κίνηση αναθέρμανσης των σχέσεών τους όσο βρισκόταν κάτω από αυτήν την εξευτελιστική ένδεια. Πρώτον, γιατί δεν καταδεχόταν να ζητήσει ελεημοσύνη από τα ίδια του τα παιδιά και, δεύτερον, διότι ντρεπόταν αφάνταστα να τους φανερώσει ότι, τελικά, ο πατέρας τους είχε καταλήξει να γίνει ένας αποτυχημένος, όπως πάντα υποστήριζε η πρώην γυναίκα του, χάνοντας όλο του το βιος στον τζόγο. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι ο Νόα βρισκόταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση με τον κύριο Φάουστ. Γιατί, όπως αποδείχτηκε και τις επόμενες ημέρες, ούτε εκείνον τον αναζήτησε κανείς.
Μετά το πρώτο βράδυ, και εφόσον ο Νόα δεν είχε τίποτα για να ταΐσει το πεινασμένο ζώο, θεώρησε ότι ο σκύλος θα έπαιρνε δρόμο για να αναζητήσει έναν πιο ευκατάστατο ιδιοκτήτη. Αντ’ αυτού όμως, εκείνος άρχισε να τον ακολουθεί μανιωδώς, λες και είχε πάθει ψύχωση μαζί του. Και κάπως έτσι, έγινε η αρχή μιας καταναγκαστικής συνύπαρξης που, σταδιακά, χρόνο με το χρόνο, έδωσε τη θέση της σε μια παράταιρη σχέση αμοιβαίας συντροφικότητας. Ο Νόα άφηνε τον κύριο Φάουστ να μένει μαζί του στα προσωρινά καταφύγια που σκάρωνε και, πού και πού, του έδινε κανένα κόκκαλο από τα αποφάγια του δημόσιου συσσιτίου, και ο κύριος Φάουστ, ως αντάλλαγμα, βρισκόταν πάντα δίπλα του και άκουγε τις σαχλαμάρες του χωρίς αντιρρήσεις, τις στιγμές που ο Νόα είχε ανάγκη από λίγη κουβεντούλα.
Πέρα από αυτό, ωστόσο, ο σκύλος δεν φαινόταν να μπορεί να προσφέρει απολύτως καμία βοήθεια στην επιβίωσή τους. Ο Νόα έκανε υπομονή περιμένοντας ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν εκείνη η ριμάδα η μέρα που η «καλοτυχία» του κύριου Φάουστ θα του άλλαζε τη ζωή, όμως στην πορεία αυτό αποδείχτηκε πολύ μεγάλη πλάνη. Ο Νόα θυμόταν σαν χθες τη ζωηρή αντίδρασή του τη στιγμή που άπλωσε το χέρι για να τον χαϊδέψει για πρώτη φορά. Και, ομολογουμένως, αυτή ήταν και η πρώτη και τελευταία φορά που ο κύριος Φάουστ κούνησε την ουρά του χαρωπά. Από τη στιγμή που ο Νόα του έδωσε το πράσινο φως και τον αποδέχτηκε ως ισότιμο συνοδοιπόρο του, ο σκύλος έδειχνε παντελή αδιαφορία σχεδόν για τα πάντα – κάποιες φορές ακόμα και για την ίδια του την ύπαρξη. Δεν είχε αντιδράσει ούτε εκείνο το βράδυ που ένας απελπισμένος χρήστης ναρκωτικών βούτηξε το καπέλο με το μεροκάματο του Νόα και άρχισε να τρέχει μακριά σαν μαραθωνοδρόμος, με τα μόνα χρήματα που θα τους εξασφάλιζαν ένα πιάτο φαγητό.
Οι σκύλοι είναι φύλακες σου λέει μετά… Κουραφέξαλα!
Ο Νόα δεν ήξερε ποιος εξυπνάκιας είχε επινοήσει αυτή την κουταμάρα, πάντως ο δικός του σκύλος έδειχνε να έχει μηδενικά αντανακλαστικά και όρεξη για ζωή.
Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στους περαστικούς που περνούσαν βιαστικά από μπροστά του, άλλοι τρώγοντας επιδεικτικά κάποιο ζεστό σνακ και άλλοι μιλώντας στο τηλέφωνο, φορτωμένοι με χάρτινες σακούλες δώρων.
«Δεν έχει κανένα νόημα αυτό που κάνουμε» είπε περισσότερο για να το ακούσει ο ίδιος, «δεν φαίνεται να μας παρατηρεί κανείς εδώ μία τέτοια μέρα. Όλοι ανυπομονούν να γυρίσουν στα σπίτια τους».
Στηρίχτηκε στις παλάμες του για να σηκωθεί όρθιος, μάζεψε τα λιγοστά πράγματα και τα κουρέλια που είχε αραδιασμένα τριγύρω για να κρατάνε το μέρος ζεστό, τα έβαλε στο ξύλινο καροτσάκι και κοίταξε τον σκύλο.
«Πάμε!» πρόσταξε επιτακτικά.
Ο κύριος Φάουστ σήκωσε ελαφρώς τη μουσούδα, έξυσε βαριεστημένα το αφτί του και χασμουρήθηκε αδιάφορα, σαν να μην ήθελε να υπακούσει στις εντολές του. Ο Νόα ανασήκωσε τους ώμους του. «Κάτσε εδώ άμα δε σου αρέσει το περπάτημα. Νομίζεις ότι με νοιάζει;» είπε κατσούφικα και τράβηξε το καροτσάκι από το σκοινί που ήταν δεμένο στη μία του άκρη για να μπορεί να το σέρνει στο δρόμο.
Σκύλος, o καλύτερος φίλος του ανθρώπου…
Άλλη μια φράση που δεν ταίριαζε διόλου στον κύριο Φάουστ. Αυτόν μόνο φίλο δεν τον έλεγες. Ήταν ένας φτηνός εκμεταλλευτής που αδιαφορούσε για όλα και ο μόνος λόγος που κρατούσε συντροφιά στον Νόα, ήταν για να του παρέχει την τροφή που ο ίδιος αδυνατούσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του. Πολλές φορές ο Νόα σκεφτόταν ότι ίσως και να μην του έκανε καμία διαφορά αν πέθαινε, ή αν μια μέρα αποφάσιζε να τον παρατήσει και να εξαφανιστεί μια για πάντα.
Άρχισε να προχωράει με σερνάμενα βήματα πάνω στο χιονισμένο μονοπάτι καθώς ο παγωμένος αέρα φυσούσε κόντρα, γδέρνοντάς του το πρόσωπο. Περπάτησε λίγα μέτρα ακόμη περνώντας έξω από τις πολυτελείς κατοικίες με τους περιφραγμένους κήπους και τα ευρύχωρα γκαράζ. Οι αυλές ήταν διακοσμημένες με πολλών λογιών χριστουγεννιάτικους στολισμούς, ενώ σχεδόν έξω από κάθε σπίτι μπορούσε κανείς να διακρίνει και από έναν διαφορετικό χιονάνθρωπο, λες και στην περιοχή λάμβανε χώρα κάποιος επετειακός διαγωνισμός γλυπτικής στο χιόνι. Μέσα απ’ τα φωτεινά παράθυρα, είδε τις σκιές των ανθρώπων να λικνίζονται ανέμελα στον γιορτινό ρυθμό κάποιου χορού. Οικογένειες έστρωναν με χαρά τα χριστουγεννιάτικα τραπέζια, ενώ άλλοι είχαν ήδη αρχίσει να ξετυλίγουν τα δώρα τους δίπλα απ’ το τζάκι.
Δυο βήματα παρακάτω, ο Νόα ένιωσε το χιόνι να τρυπώνει στο εσωτερικό της ξεχαρβαλωμένης του μπότας και βλαστήμησε από μέσα του. Πάλι είχε ξεκολλήσει το μπάλωμα της σόλας… Λίγο πιο πίσω, μπορούσε να ακούσει τις νωχελικές πατημασιές του κύριου Φάουστ μέσα στο χιόνι.
Σιγά μην τα κατάφερνες μόνος σου, σκέφτηκε.
Συνέχισαν να προχωρούν για αρκετή ώρα με το χιόνι να πυκνώνει ολοένα και περισσότερο καθώς απομακρύνονταν από το κέντρο της πόλης. Ο Νόα προπορευόταν, σέρνοντας το ξύλινο καρότσι και ανοίγοντας δρόμο με τις πατημασιές του, και ο κύριος Φάουστ, λίγα μέτρα πιο πίσω, τον ακολουθούσε πιστά γλιστρώντας ανά διαστήματα πάνω στο παγωμένο έδαφος. Μετά από ένα μισάωρο περπατήματος, έφτασαν στο οίκημα με τον αριθμό είκοσι δύο. Πέρα από τον μεγαλοπρεπή κήπο και την επιβλητική του παρουσία, το σπίτι δεν έμοιαζε καθόλου με τα υπόλοιπα της γειτονιάς. Τα φώτα στο εσωτερικό του ήταν σβηστά, τα παντζούρια κατεβασμένα και στην είσοδο δεν έβλεπες ούτε λαμπιόνια, ούτε κάποιον χιονάνθρωπο.
Αυτή τη φορά ο Νόα έπρεπε να το παραδεχτεί! Είχε βρει το ιδανικό μέρος για να περάσουν ζεστά την ημέρα των Χριστουγέννων. Φυσικά, δεν είχαν σκοπό να μείνουν εκεί για πάντα – απλώς θα δανείζονταν έναν μικρό χώρο για λίγες μέρες μέχρι να περάσει ο παγετός, και μετά θα επέστρεφαν πάλι στο χαρτόκουτο που είχαν στήσει κάτω από το γεφυράκι του πάρκου.
Κοίταξε δεξιά κι αριστερά για να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλής από τα, τυχόν, αδιάκριτα βλέμματα των γειτόνων, έβαλε το χέρι του μέσα απ’ τον ξύλινο φράκτη και ανέβασε τον σύρτη της αυλόπορτας. Μπήκε μέσα, περίμενε τον κύριο Φάουστ να τον ακολουθήσει με βασανιστικά αργά βήματα κι έπειτα έκλεισε την πόρτα. Ύστερα πέρασε απ’ το πλαϊνό τμήμα του κήπου, με το σώμα καμπουριαστό για να κρύβεται πίσω απ’ τις φυλλωσιές των θάμνων, και έφτασε πίσω στη σιδερένια πόρτα του γκαράζ, εκείνη που είχε ξεχαρβαλωθεί από την κακοκαιρία και πλέον δεν έκλεινε καλά.
Μπήκαν μέσα στα κλεφτά, ο Νόα άφησε το καροτσάκι στην άκρη, πήρε τον φακό που είχε βρει το προηγούμενο βράδυ σε μια εργαλειοθήκη και φώτισε το χώρο γύρω του. Καταμεσής, ήταν αραγμένο ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο με ξεφουσκωμένα λάστιχα, ενώ δεξιά κι αριστερά υπήρχαν στοιβαγμένες κούτες με πράγματα και σκονισμένα μηχανήματα που, όπως φαίνεται, είχαν πολύ καιρό να χρησιμοποιηθούν. Ο Νόα σφήνωσε ένα κομμάτι ξύλου πίσω απ’ την γκαραζόπορτα για να κρατάει αντίσταση, έβγαλε έναν μπόγο κουρέλια μέσα απ’ το καρότσι και, μέσα σε λίγα λεπτά, είχε φτιάξει μια ζεστή γωνιά όπου θα μπορούσαν να ξαποστάσουν για το υπόλοιπο της βραδιάς. Με το που κούρνιασε κάτω και έκλεισε τα μάτια του, ένιωσε τα πάντα να σβήνουν.
Ούτε που κατάλαβε για πότε τον πήρε ο ύπνος…
Μετά από κάμποση ώρα, ο ζητιάνος ξύπνησε από τον ρυθμικό γδούπο της πόρτας που ανοιγόκλεινε υπακούοντας στις προσταγές του ανέμου. Ένιωσε ένα βαρύ πλάκωμα στο στήθος και αμέσως εντόπισε τη μουσούδα του κύριου Φάουστ που είχε έρθει να ακουμπήσει το κεφάλι του ακριβώς πάνω στο στέρνο του Νόα.
«Τι συμβαίνει;» ψέλλισε απορημένος. «Γιατί τόσες ξαφνικές αγάπες;»
Οι πνιχτοί διαπεραστικοί ήχοι που βγήκαν από το στόμα του σκύλου, έκαναν τον Νόα να νιώσει μια απρόσμενη ταραχή – το ζώο έκλαιγε και μάλιστα δυνατά.
«Σςς» μουρμούρισε χαϊδεύοντας νευρικά το τρίχωμα του κύριου Φάουστ, όμως αντί να τον κατευνάσει, εκείνος άρχισε να βγάζει πιο διαπεραστικές κραυγές. «Πάψε ανόητο ζωντανό!» βρυχήθηκε αγριεμένος. «Αν συνεχίσεις έτσι, θα μας ακούσουν οι γείτονες και θα μας πετάξουν έξω από ’δω, δεν το καταλαβαίνεις;»
Ο Νόα τύλιξε τον σκύλο με μια μάλλινη κουβέρτα και παρακάλεσε τον Θεό από μέσα του να σταματήσει να κάνει θόρυβο με κάποιον μαγικό τρόπο.
Εκείνη τη στιγμή, ένα απότομο τράνταγμα από το σώμα του σκύλου που άρχισε να τρέμει σύγκορμος, έκανε την καρδιά του Νόα να χτυπήσει δυνατά στα στήθια του και τις σκέψεις του να κατακλειστούν από ένα κύμα πανικού.
Αμέσως, πετάχτηκε όρθιος κρατώντας τον στην αγκαλιά του και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μέσα στην αποθήκη μπας και του έρθει κάποια ιδέα.
«Ηρέμησε, αγόρι μου» είπε με τρεμάμενη φωνή. «Τι έχεις πάθει;»
Το κλάμα του σκύλου μετατράπηκε σε σπαρακτική τσιρίδα και εκεί ήταν που ο Νόα κατάλαβε πως δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να βγει έξω να ζητήσει βοήθεια…
Με μια αστραπιαία κίνηση, έριξε το ξεφτισμένο παλτό πάνω στους ώμους του και κλώτσησε την πόρτα που άνοιξε διάπλατα με πάταγο, αφήνοντας τον κρύο αέρα να τον χτυπήσει κατά πρόσωπο. Διέσχισε την αυλή με μεγάλες δρασκελιές και βγήκε έξω στον δρόμο κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά σα χαμένος.
Δεν ήξερε πού να πάει…
Άρχισε ενστικτωδώς να κατευθύνεται προς τα φώτα – ίσως εκεί να έβρισκε κάποιο ανοιχτό ιατρείο ζώων ή κάποιον εθελοντή που να μπορούσε να μεταφέρει τον κύριο Φάουστ στο νοσοκομείο χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Προχώρησε μερικά ακόμα μέτρα, με το χιονόνερο και τον αέρα να φυσάει κόντρα στην κίνησή του, όταν ένιωσε πλέον το σώμα του ζώου να λυγίζει και να γλιστράει μέσα απ’ τα χέρια του, λες και σταδιακά μετατρεπόταν σε μια ρευστή μάζα.
«Όχι, φίλε μου, μη με εγκαταλείπεις» είπε και ένιωσε δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά του. «Θα γίνεις καλά, στο υπόσχομαι!»
Προσπάθησε να μαζέψει ξανά το αναίσθητο κουφάρι του σκύλου στην αγκαλιά του και, αγνοώντας το μούδιασμα στα πόδια, άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη.
«Βοήθεια!» ούρλιαξε πανικόβλητος με την ελπίδα να τον ακούσει κάποιος περαστικός καθώς διέτρεχε με φόρα τον δρόμο. «Βοηθήστε με! Ο σκύλος μου πεθαίνει!»
Ξαφνικά, το οπτικό του πεδίο τυφλώθηκε από δύο μεγάλα φώτα που ερχόντουσαν κατά πάνω του, η φωνή του πνίγηκε απ’ το μακρόσυρτο ουρλιαχτό της κόρνας και το τρίξιμο των φρένων πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο, κι εκείνος γλίστρησε πέφτοντας μισό μέτρο μακριά απ’ το αυτοκίνητο που πρόλαβε να σταματήσει μπροστά του, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
«Πώς είναι;» ρώτησε τον άντρα που εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
Το πολυτελές σαλόνι του κτηνίατρου που πριν από λίγη ώρα είχε γλιτώσει παρά τρίχα από το να κάνει τον Νόα και τον κύριο Φάουστ χαλκομανία, έσφυζε από ζέστη και στην ατμόσφαιρα έρεε ένα απαλό άρωμα λεβάντας. Από τα μέσα δωμάτια, ο Νόα άκουγε τις φωνές των οικιακών βοηθών που ετοίμαζαν το βραδινό τραπέζι.
«Φοβάμαι πως θα είναι δύσκολη επέμβαση. Δεν μπορώ να εγγυηθώ τίποτα».
Ο Νόα τον κοίταξε σκυθρωπός. «Σας ευχαριστώ, όπως και να ’χει, κύριε Τζόουνς!» ψέλλισε. «Ήταν θαύμα που βρεθήκατε στο δρόμο μας…»
«Κύριέ μου», είπε και τον ακούμπησε στον ώμο. Ο Νόα ανατρίχιασε. Είχε ξεχάσει πώς ήταν η αίσθηση να τον αγγίζει ένας άλλος άνθρωπος. «Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να τον σώσω. Λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι η αλήθεια» είπε και του έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα από πάνω ως κάτω. «Ωστόσο, αν το επιθυμείτε, για να είσαστε κοντά του και να μη γυρνάτε με τέτοιο κρύο σπίτι σας, θα μπορούσα να σας φιλοξενήσω εδώ γι’ απόψε». Στα χείλη του γιατρού σχηματίστηκε ένα ζεστό συνωμοτικό χαμόγελο – ήταν προφανές ότι είχε καταλάβει… «Βέβαια, το μόνο διαθέσιμο δωμάτιο είναι αυτό δίπλα στο θερμοκήπιο, όμως έχει θέρμανση και ένα άνετο κρεβάτι. Εκεί κοιμόταν ο κηπουρός που είχαμε κάποτε».
Η καρδιά του Νόα πλημμύρισε με μια απερίγραπτη χαρά… Για πρώτη φορά μετά από καιρό θα κοιμόταν σε κρεβάτι! Συμφώνησε κατευθείαν και τον ακολούθησε μέχρι την καλύβα του θερμοκηπίου. Εκεί, προσπάθησε να ξαπλώσει για να ηρεμήσει, όμως η αγωνία του δεν τον άφηνε με τίποτα να τον πάρει ο ύπνος. Κάποια στιγμή, στα μισά της νύχτας, σηκώθηκε κι άρχισε να κάνει βόλτες μες στο θερμοκήπιο, παρατηρώντας τα φυτά που καλλιεργούσε ο κύριος Τζόουνς. Ο Νόα είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με την κηπουρική, οπότε μπορούσε εύκολα να καταλάβει ότι τα περισσότερα από αυτά βρισκόντουσαν σε άθλια κατάσταση. Τη στιγμή εκείνη, μια λαμπρή ιδέα τρύπωσε μες στο μυαλό του: εφόσον ο κτηνίατρος προσφέρθηκε να χειρουργήσει τον σκύλο του αφιλοκερδώς μια τέτοια μέρα, γιατί κι εκείνος να μην ανταπέδιδε την καλή πράξη, φροντίζοντας τον κήπο του θερμοκηπίου;
Δεν του πήρε πολύ να βρει τα εργαλεία κηπουρικής και να αρχίσει τη δουλειά. Μέσα σε λίγες ώρες, είχε ξαναστήσει όλα τα παρτέρια, είχε κλαδέψει τα αγριόχορτα που ήταν φυτρωμένα παντού τριγύρω και είχε ρίξει λίπασμα στα ασθενικά φυτά. Συνέχισε να δουλεύει αδιάκοπα, ώσπου, κάποια στιγμή, είδε το φως από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου να ξεπροβάλλει απέξω. Στην είσοδο του θερμοκηπίου, στεκόταν πλέον η ψηλή σιλουέτα του κύριου Τζόουνς που ατένιζε τον κήπο ολοφάνερα εντυπωσιασμένος. Μόλις οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, η έκφρασή του σκοτείνιασε και τα λόγια που βγήκαν από το στόμα του έγιναν ατσάλινα μαχαίρια που έσκισαν τα σωθικά τού Νόα.
«Λυπάμαι» είπε με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. «Δεν τα καταφέραμε».
Δύο χρόνια αργότερα, ο αυτοσχέδιος ξύλινος σταυρός με το όνομα «Κύριος Φάουστ» βρισκόταν ακόμη εκεί, καρφωμένος στραβά πάνω στο γκαζόν δίπλα από τις αμυγδαλιές. Ο κήπος του θερμοκηπίου είχε γίνει αγνώριστος και, με τις προσθήκες και την επιμελή φροντίδα του Νόα, τα φυτά είχαν αναπτυχθεί ραγδαία και έκαναν τον χώρο να μοιάζει με παραδεισένιο τοπίο, στολισμένο με τα πιο περίεργα χρώματα από τα άνθη των φυτών και αρωματισμένο με τις πιο όμορφες μυρωδιές απ’ τους καρπούς των δέντρων. Ο Νόα στεκόταν ακίνητος με το βλέμμα σκυθρωπό και κρατούσε ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι. Τα κουρέλια που φορούσε παλαιότερα είχαν αντικατασταθεί πλέον από ένα τζιν παντελόνι και ένα μονόχρωμο πουκάμισο, το ανάλατο φαγητό του συσσιτίου είχε δώσει τη θέση του στις παραδοσιακές σπεσιαλιτέ της καλοκάγαθης μαγείρισσας, και το σπίτι από χαρτόκουτα είχε μετατραπεί σε μια ζεστή καλύβα δίπλα από το θερμοκήπιο της έπαυλης του κύριου Τζόουνς.
«Είστε ο κηπουρός;» διέκοψε τις σκέψεις του η λεπτή φωνή της καινούργιας οικιακής βοηθού που μπήκε στο θερμοκήπιο περπατώντας στις μύτες των ποδιών της.
Ο Νόα έγνεψε καταφατικά χωρίς να μιλήσει. Πήρε τον φάκελο που του έδωσε σιωπηλά και την ακολούθησε με το βλέμμα καθώς απομακρυνόταν. Έπειτα άνοιξε το γράμμα και χάζεψε τη ζωγραφιά με τις ευχές που του είχαν στείλει τα εγγόνια του.
Χαμογέλασε. Επιτέλους, όλα ήταν αλλιώς. Όλα είχαν γίνει πιο φωτεινά.
Πλέον, ζούσε κι αυτός όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Είχε μια στέγη, ένα πιάτο φαγητό, καθαρά ρούχα να φορέσει και μιλούσε ξανά με τις κόρες του.
Μια γλυκιά συγκίνηση πλημμύρισε την καρδιά του κι αμέσως το μυαλό του επέστρεψε στον κύριο Φάουστ και στις στιγμές που είχαν ζήσει παρέα. Από την ημέρα που έμεινε άστεγος κι έπειτα, ο Νόα δεν θυμόταν καν πότε ήταν η τελευταία φορά που έλαβε κάποιο δώρο Χριστουγέννων. Για ένα πράγμα όμως ήτανε σίγουρος: ο κύριος Φάουστ, αυτός ο τεμπέλης, οκνηρός γέρος που τον συντρόφευε όσο καιρό περιπλανιόταν στους δρόμους, του είχε χαρίσει το καλύτερο δώρο της ζωής του…
Έσκυψε για να αφήσει το τριαντάφυλλο πάνω στο χώμα και κοντοστάθηκε.
«Σ’ ευχαριστώ» είπε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. «Σ’ ευχαριστώ που μου άλλαξες τη ζωή, παντοτινέ μου φίλε…»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΜΑΛΑΚΗΣ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος