Ήταν μονίμως ερωτευμένη μ’ έναν έρωτα επικίνδυνο, γιατί ποτέ του αυτός δεν είχε παρόν. Ήταν πάντα περασμένος, κουρασμένος, μα πάνω απ’ όλα καταδικασμένος.
Στάθηκε στη μέση του δωματίου. Όλα όπως τα θυμόταν, μερικά δεν τα θυμόταν και καθόλου, όπως το χρώμα στις κουρτίνες.
Μωβ ήταν και τότε;
Αναρωτήθηκε και πριν προλάβει ν’ απαντήσει, είχε κατρακυλήσει η ψυχή της στον χρόνο. Άγγιξε τα συναισθήματα που μοιραζόταν τις νύχτες μαζί του, τα χτυποκάρδια κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Εικόνες γέμισαν τις οθόνες του μυαλού της αναπαράγοντας ταινία ξαναμονταρισμένη με ρετουσαρισμένα πρόσωπα και κομμένα πλάνα. Ο ύπουλος χρόνος είχε δοκιμάσει της μνήμης τις αντοχές. Γι’ αυτό επέμενε να τα θυμάται. Πάσχιζε να τα συντηρεί και η συντήρηση απαιτούσε καθημερινή επίπονη επανάληψη. Όπως τότε που ήταν μαθήτρια και έπρεπε να κάνει επαναλήψεις, πριν τις εξετάσεις. Τότε που ήταν ξέγνοιαστη, νέα, ικανοποιημένη, τότε που…
Μια αστραπή φώτισε το παράθυρο. Τινάχτηκε πάνω σαν να την ακούμπησε, σαν να έπεσε μπροστά στα πόδια της. Καιρός είναι να σταματήσει τις αναπολήσεις. Δεν προλάβαινε να της συμβεί κάτι καλό, γιατί μονίμως το καλό που έτρεχε δίπλα της δεν το έβλεπε. Τι και αν αυτό ήταν από τα πιο όμορφα και πιο ελπιδοφόρα. Και νοσταλγώντας το παρελθόν, έθαβε το παρόν και το αγέννητο μέλλον της. Και όσο αυτά θάβονταν, τόσο αυτή νοσταλγούσε περισσότερο, γιατί τα δύο τους ήταν ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Και ο καιρός περνούσε και η νοσταλγία ξέβραζε δυνατότερες ρίζες που φάρδαιναν και διεκδικούσαν μεγαλύτερο κομμάτι κήπου, για να ευφορήσουν. Μέχρι που απλώθηκαν και κυριάρχησαν στην ψυχή της, θυμίζοντας ρίζες φυτού που περισσεύουν απ’ τις τρύπες της γλάστρας. Και κανείς δεν μπορούσε να τις ξεριζώσει, παρά μονάχα εκείνη. Μα εκείνη είχε μάθει να μη θέλει και να μην τολμά. Δεν είχε καταλάβει πως αν δεν δώσεις δικαίωμα στη ζωή, αυτή θα σε φορτώσει μόνο με υποχρεώσεις.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Μύρισε την ανάσα που δεν υπήρχε, είδε τα μάτια που δεν την κοιτούσαν, ένιωσε το άγγιγμα που δεν την ακουμπούσε και έτσι απέμεινε πετρωμένη με τα συναισθήματά της άνυδρα και αφυδατωμένα απ’ της ζωής το νερό. Ένα κύμα από βροχή έπεσε με δύναμη πάνω στο παράθυρο. Το δωμάτιο σειόταν ολάκερο. Επιπλέουσα βάρκα τής θύμιζε, καθώς ο ήχος της βροχής στην ταράτσα την έκανε να αισθάνεται πως λίγο ακόμα και το νερό θα κυλήσει κάτω απ’ τα πόδια της και θ’ ανέβει τόσο που θα την πνίξει. Όπως τότε που ήταν μικρή και η μαμά της την έβαζε κοντά στη σόμπα και της στέγνωνε τα βρεγμένα και κοκαλωμένα άκρα. Τι ωραία που ήταν τότε, τότε που υπήρχε η μαμά και η σόμπα και όλα όσα ήταν αρκετά να της προσφέρουν ένα μεγάλο κομμάτι ευτυχίας πασπαλισμένο με άφθονη ζάχαρη και τρούφα σοκολάτας. Μυρίζει και πάλι τις μυρωδιές που δεν υπάρχουν στον αέρα, αισθάνεται τη ζέστη απ’ την ξυλόσομπα να της κυκλώνει το κορμί, τη μυρωδιά των ξύλων να ποτίζει την κουβέρτα που την τυλίγει, τη μάνα της που αφήνει το αποτύπωμα των χειλιών της στο ζεματισμένο της μέτωπο. Τη φθαρμένη της ευτυχία αισθάνεται και θέλει να την κρατήσει ρούχο πάνω της. Να τη φορεθεί, δίχως ν’ αγοράσει άλλη.
Η βροχή εξακολουθεί να παλεύει με τον αέρα και το χώμα. Εκείνη μονομαχεί με τα πριν της. Ένας θόρυβος στην πόρτα τής ξεχαρβαλώνει την ηρεμία.
Τι κάνεις μόνη σου στο σκοτάδι;
Τίποτα!
Πώς τίποτα; Κάποιος μόνος του στο σκοτάδι ποτέ δεν κάνει μόνο τίποτα. Πάλι ταξίδευες;
Σηκώνει τα μάτια και την κοιτά. Επειδή δεν έχει φως, την κοιτά. Διαφορετικά δεν θα τολμούσε. Την ξέρει πολύ καλά, για να της κρυφτεί. Και οι κόρες των ματιών της δεν θέλει ν’ ανοίξουν μπροστά της σαν βιβλία. Όχι πως τώρα της κρύφτηκε, αλλά τουλάχιστον δεν…
Η Αλκμήνη κάθεται δίπλα της και την αγκαλιάζει. Θέλει να πάρει απ’ το χέρι τη φίλη της και να τη βγάλει έξω απ’ αυτό το δωμάτιο, περίπατο στο τώρα. Να την πάει μια βόλτα. Ε, λοιπόν, της ήρθε μια ιδέα. Αυτό θα κάνει!
Σήκω! της λέει, σχεδόν της φωνάζει.
Γιατί;
Σήκω και μη μιλάς!
Τη σπρώχνει έξω απ’ το δωμάτιο.
Είσαι τρελή; Πού πάμε;
Έξω!
Μα, βρέχει.
Έχει ήδη μουσκέψει το φόρεμά της. Απ’ τις ραφές του κρέμονται κλωστές νερού. Τα μαλλιά της κόλλησαν σαν φύκια στο χάλκινο πρόσωπό της. Το ρούχο έγινε το δεύτερο πετσί της. Νιώθει το νερό πάνω της και αισθάνεται αναβαπτισμένη. Αισθάνεται, όπως τότε που με την αδελφή της παίζαν στον κήπο. Πριν φύγει στο εξωτερικό και την αφήσει μόνη, τότε που…
Ε! Σε βλέπω. Δεν μου ξεφεύγεις εμένα, αυτό της λέει με ύφος που αιωρείται στη σοβαρότητα και τη σκουντάει τρυφερά. Μερικές φορές όλοι έχουμε ανάγκη από ένα σκούντημα.
Σ’ έφερα εδώ έξω, για να μη σκέφτεσαι τη βροχή, αλλά να την αισθανθείς. Σ’ έφερα, για να μυρίσεις τα χνώτα της γης στον αέρα, και όχι να τα νοσταλγείς, όπως ήταν τότε και άλλοτε και πιο παλιά. Γιατί όπως είναι τώρα, δεν ήταν ποτέ τους. Τώρα! Μ’ ακούς; Τώρα!
Σε κάθε γράμμα του τώρα και από ένα σκούντημα στην πλάτη. Ταρακουνιέται η ψυχή της. Κοιτάζει ψηλά και το βλέμμα της τραντάζεται. Οι λακκούβες των ματιών της πλημμυρίζουν νερά. Έμπασε από παντού η βάρκα. Σε λίγο θα βυθιστεί. Αλλά βγαίνοντας απ’ τον βυθό, θα δει όλα όσα υπήρχαν και ποτέ δεν τα έβλεπε, όσα έπρεπε να τα ψάξει χαμηλά, προτού τα σηκώσει ψηλά. Όσα έπρεπε τα φέρει από το ύψος της καρδιάς της στο ύψος των ματιών της. Τόσο μικρή και σύντομη η διαδρομή και όμως τόσα χρόνια η πορεία της.
Κοιτάζει τη φίλη της με μια ευγνωμοσύνη ξεπλυμένη απ’ τη βροχή.
Έχεις δίκιο. Η ζωή είναι εδώ, όχι πίσω.
Ελένη Λαμνάτου
Νοσταλγικό, τρυφερό, ποιητικό…