Ο Μπίλιας ήταν αγαθός στο μυαλό, μα τον συμπαθούσα. Ήμασταν φίλοι από το σχολειό, μαζί στο θρανίο, μαζί και στο παιχνίδι. Η φύση δεν τον προίκισε. Ούτε εξυπνάδα τού χαλάλισε, ούτε ομορφιά. Μα ήταν ψυχούλα απ’ τις λίγες. Γιατί πάντα οι φτωχοί στο μυαλό είναι στην καρδιά πλούσιοι. Ίσως το μόνο που σ’ αυτό έγινε αρκετά καλός ήταν να παίζει με τους βόλους. Από κει το παρατσούκλι…
Στο σχολειό με θαύμαζε και δεν έχανε ευκαιρία να μου το εξομολογιέται. Έλυνα τις ασκήσεις στην αριθμητική και τον άφηνα να βλέπει στα κρυφά. Ιδρωμένος κι ανήσυχος μήπως τα μάτια της δασκάλας καταλάβουν την κλεψιά, με μια γκριμάτσα απορίας για τις δύσκολες πράξεις, ίδρωνε να με προλάβει στο γράψιμο. Κι όταν η δασκάλα τον εξέταζε στα ίδια πράματα κι έμενε βουβός, η ιστορία τέλειωνε πάντα μ’ ένα δυνατό τράβηγμα στ’ αυτί, μια δυνατή φωνή και τιμωρία, όρθιος στη γωνιά της τάξης. Από τότε του καρφώθηκαν στο μυαλό, όλο περίγελο, τα βλέμματα των παιδιών και μήτε μιλούσε, μήτε έπαιζε με κανένα.
Ήταν περήφανος που με είχε φίλο. Μα είχε κι άλλους; Moνάχα εγώ του είχα σταθεί κείνο το πρωινό που μια παρέα «προικισμένων» τον είχε σπρώξει στα χαλίκια. Για μέρες θρηνούσε το σακούλι με τους βόλους που του είχαν πάρει, κι έτσι του ‘μεινε ένας πόνος στην καρδιά αβάσταχτος. Μήτε οι προσβολές, μήτε οι τιμωρίες τού στοίχισαν τόσο, όσο εκείνο το κλεμμένο σακούλι με τους βόλους που αγόραζε ένα ένα για χρόνια με τα ψίχουλα που του ‘δινε ο πατριός του για κουλούρι.
Εκατό βόλους από γυαλί, πλαστικό και μέταλλο. Μικρούς και μεγάλους, με ωραία χρώματα ζωντανά, «γαλατάδες» και «γκαζάκια». Ίσως να ‘ταν οι βόλοι η αιτία που του ‘χε μείνει η συνήθεια να χτυπά διαρκώς τον αέρα, τινάζοντας το δάχτυλο. Σαν να μη του ‘φταναν οι άλλες παραξενιές…
Τα χρόνια πέρασαν κι εμείς μεγαλώσαμε. Μαζί, αχώριστοι. Η τύχη μού φέρθηκε καλά, πάλεψα κι έστησα ένα πανδοχείο μικρό, έκανα σπιτικό, παιδιά. Πήρα και τον Μπίλια στη δουλειά, να κουβαλά βαλίτσες, να κάνει και θελήματα. Του ‘χα κι ένα δωμάτιο να μένει. Με ευγνωμονούσε και γι’ αυτό, μα πάνω απ’ όλα που τον είχα φίλο. Τα απογεύματα κατηφορίζαμε στο λιμάνι και πίναμε μπύρες καθισμένοι κατάχαμα, με τα πόδια να κρέμονται πάνω απ’ το νερό. Ο Μπίλιας έπινε μεγάλες γουλιές και σκαρφιζόταν παράξενες ιστορίες που με κάναν να γελώ. Για να το πω πιο σωστά, ξεκαρδιζόμουν γιατί έβλεπα και το δάχτυλό του να πετά φανταστικούς βόλους στον αέρα καθώς μιλούσε. Κι αυτός ο καημένος, σαν μ’ έβλεπε να ξεκαρδίζομαι νόμιζε, θαρρείς, πως ήταν φοβερές οι ιστορίες του και ήταν τρισευτυχισμένος.
Μια μέρα μου ‘πε να βρεθούμε ξανά τ’ απόγευμα στο λιμάνι, γιατί είχε λέει κάτι καλό να μου φανερώσει. Στ’ αλήθεια, δε θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια του σαν μου το ‘λεγε και τη χαρά του. Το δάχτυλο πετούσε απ’ την ταραχή. Περίμενα, κι η ώρα δεν περνούσε, να τελειώσει η βάρδια του, να βρεθούμε στο λιμάνι.
Πρώτος έφτασα, δίχως να καταλάβω πως ήταν τουλάχιστον μισή ώρα πριν το ραντεβού. Ύστερα είδα το λεωφορείο να κατηφορίζει το δρόμο. Σταμάτησε με θόρυβο και μια στιγμή μετά συνέχισε αφήνοντας μπροστά μου τη στάση άδεια και τον Μπίλια να σηκώνει κάτι στον αέρα με βλέμμα θριάμβου! Έσκασα ένα απορημένο χαμόγελο προσπαθώντας να καταλάβω. Εκείνος, με φουσκωμένο στήθος, το πιγούνι ψηλά, το βλέμμα ίσια σε μένα, έκανε ένα βήμα και κατέβηκε το πεζοδρόμιο, να διασχίσει το δρόμο. Με βήμα σχεδόν ρυθμικό, σαν σε παρέλαση και το …σακούλι(;) πάντα υψωμένο πάνω από το κεφάλι του πλησίαζε αργά…
Τέσσερις βαριές ρόδες στρίγγλισαν και το φύσημα από τα φρένα του φορτηγού κόπηκε από ένα πνιχτό κρότο, καθώς το σώμα του πετάχτηκε στην άσφαλτο, με τα κόκκαλα σπασμένα. Πάγωσα, τα πόδια στύλωσαν καθώς η απελπισμένη κραυγή «Μπίλιααααααααααααααααα» έσκισε το λαιμό μου. Πετάχτηκα γεμάτος τρόμο κι απελπισία μπροστά από το σταματημένο θηρίο, όταν περαστικοί άρχισαν να μαζεύονται ανήσυχοι. Σήκωσα απαλά το κεφάλι του, ουρλιάζοντας στον κόσμο να καλέσει για βοήθεια. Στον καρπό του χεριού του ήταν σφιχτά δεμένο το σακούλι. Το έλυσα να κυκλοφορήσει το αίμα, ειρωνική σκέψη αφού χοντρές στάλες έσταζαν απ’ το στόμα. Μετά σκοτάδι…
Τα απογεύματα, πριν κατέβω στο λιμάνι, περνώ κι αφήνω λίγα λουλούδια στον τάφο του Μπίλια. Στα χέρια μου ξεψύχησε. Λίγοι τον έκλαψαν. Ίσως μόνο εγώ πραγματικά. Λίγο πριν κρύψουν για πάντα τον ήλιο απ’ τα κλειστά του μάτια, πήρα το παγωμένο άψυχο χέρι του και έδεσα ξανά στον καρπό το σκοινάκι από το σακούλι με τους εκατό βόλους. Αυτούς που μάζευε ξανά με λατρεία για καιρό από τα παλιατζίδικα και σημείωνε, όλο κρυφή χαρά, με γραμμές σ’ ένα κομμάτι χαρτόνι. Να ‘χει να παίζει με τους αγγέλους, σε λακκούβες από σύννεφα…
Γιάννης Γ. Λαμπράκης
Εξαιρετικό. Απλό και βαθιά ανθρώπινο.Δάκρυσα.
Καλό κείμενο. Ύφος που ταιριάζει με την ιστορία. Αποτελεσματική συγκράτηση των συναισθηματσμών. Μπράβο
Συγκινητικό και ανθρώπινο.