Άφησε τη βαλίτσα στο χωλ, όπως κάθε φορά που έφτανε στο πατρικό της και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Στο παιδικό της δωμάτιο, κάθισε δυο λεπτά πάνω στο μικρό κρεβάτι, να ξεκουραστεί από το ταξίδι. Αργότερα, κατά πως συνήθιζε κάθε φορά που επέστρεφε, άπλωσε το χέρι κι έπιασε για πολλοστή φορά το αγαπημένο της μυθιστόρημα. Το βιβλίο είχε ένα παλιό μπορντώ δέσιμο, σα τα βιβλία που έβρισκε στα ράφια της δανειστικής βιβλιοθήκης της μικρής πόλης όταν ήταν έφηβη. Γύρισε τις πρώτες σελίδες κι άρχισε να διαβάζει για το δάσος με τις φράουλες και τα δέντρα που είχαν ανθρώπινη φωνή και αναρωτιόνταν ποιο ήταν αυτό το ανήσυχο παλικάρι με τη γλυκιά κοπέλα που περπατούσαν στεναχωρημένα κάτω από τις φυλλωσιές τους. Κι ακόμα για το βασιλιά Αστόχαστο, το φτωχό Σιδερά και το γενναίο πολεμιστή που στο τέλος έδωσε τη ζωή του για τη πατρίδα και το Βασιλόπουλο. Ο ύπνος έτσι κουρασμένη όπως ήταν από το ταξίδι της επιστροφής, δεν άργησε να τη πάρει, ύστερα από κάποια ώρα με το κλασικό βιβλίο ανοιχτό πάνω στο στέρνο της. Τότε σα μέσα σε όνειρο, άρχισαν να ξεπηδούν από τα ράφια και οι υπόλοιποι αγαπημένοι ήρωες των παιδικών της χρόνων. Ο Νιλς Χόλγκερσον με τις χήνες του να τον ακολουθούν κατά πόδας και η Χάιντι με τον Πήτερ και τη Κλάρα. Η Μαίρη Πόπινς με τη παράξενη ομπρέλα της, με τον παπαγάλο που μιλούσε, καμιά φορά περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Ο Γλάρος Ιωνάθαν έφερε μια μεγάλη βόλτα πάνω από το κεφάλι της κι ύστερα άπλωσε τα μεγάλα λευκά φτερά του προς το απέραντο έξω από το παράθυρο του δωματίου, στην ιδιαίτερη και μοναχική πορεία του προς το φως. Η Ροδοδαφνούσα τραβούσε όπως πάντα το δρόμο της προς το παλάτι του βασιλιά και ο Πιρπιλίνος κοιμόταν μέσα στο ταμπούρλο του. Οι αγαπημένοι ήρωες των παιδικών της χρόνων της έλεγαν ο καθένας τη δική του ιστορία και της ξαναθύμιζαν τα σπουδαία μαθήματα που της είχαν δώσει από μικρή. Να είναι τίμια, να είναι γενναία, να ξεπερνάει τον εαυτό της όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Ακόμα και τώρα μεγάλη πια, τριγύριζαν συχνά στο μυαλό της φράσεις από τα παιδικά της βιβλία: Μόνο με τηv καρδιά βλέπεις καλά… την ουσία δε τη βλέπουν τα μάτια, έλεγε συχνά η αλεπού από το μικρό Πρίγκιπα κι άλλες φορές σκεφτόταν τα λόγια της μητέρας της Λώρα στο μικρό σπίτι στο λιβάδι: «Το χρήμα είναι καλός υπηρέτης αλλά κακός αφέντης». Μ’ όλη αυτή την υπέροχη συντροφιά έφτασε το βράδυ… κι εκεί που άρχισε να βαριέται μέσα στο δωμάτιο, μια χήνα ως δια μαγείας ξεγλίστρησε από τη συντροφιά του Νιλς και την πήρε στα φτερά της. Ένα ακόμα ταξίδι μέχρι το φεγγάρι που ανέτειλε σιγά σιγά στον ουρανό έξω από το παράθυρο ξεκινούσε. Δε μπορεί, όλο και κάποιο αποξεχασμένο γερανό, θα συναντούσε κι απόψε να πετά δίπλα της, στο ταξίδι του προς το Νότο ή καμιά παράξενη Μάγισσα να κόβει βόλτες κάπου εκεί γύρω με το σκουπόξυλό της, ερχόμενη από τη μυστική χώρα της φαντασίας… ποιος ξέρει…
ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ
4-4-2021