Τον είδα ξανά. Ρακένδυτη μάζα να μαλώνει με τον άνεμο, να χειρονομεί πάνω από τη θάλασσα στον ρυθμό των κυμάτων. Πρωί πάντα, να διασχίζει την παραλία άκρη – άκρη με τη νευρώδη περπατησιά του. Το πρόσωπό του μουντζουρωμένο, η δυσοσμία του ανυπόφορη. Ένας «στάβλος» βρομιάς στα μάτια όλων, που κυλά πάνω κάτω στην παραλία από το πρωί ίσαμε το μεσημέρι. Κάποιοι τον δείχνουν και γελάνε. Άλλοι, περισσότερο παλληκαράδες, πολύ ευχαρίστως θα του τραβούσαν μια γερή κλοτσιά για να τον ξεπλύνει η θάλασσα. Κι αν δεν ήξερε και κολύμπι, πράγμα αρκετά πιθανό, ακόμη καλύτερα, θα ξεβρόμιζε κι ο τόπος. Για τους δραστικούς δράστες τέτοιων σκέψεων, τόπος ήταν η παραλία, κάτι ιερό, σ’ αυτήν άρχιζαν και τελείωναν όλα. Τα μισότρελα ράκη, όπως και κάθε αδέσποτο, δεν είχαν θέση εκεί. Η παραλία ήταν η βιτρίνα τής πόλης, το εμπορικό κέντρο, η περατζάδα για νοικοκυραίους και γνωστικούς. Κι αν με τα κοπρόσκυλα ξεμπέρδευες εύκολα, με μια φόλα, ο άλλος ήταν άνθρωπος ή έστω μιας μορφής δίποδο. Αρχικά, προσπάθησαν να του δείξουν πως ήταν ανεπιθύμητος, αλλά ο τρελός χαμπάρι. Πιο πολύ κουράζονταν εκείνοι να τον ενοχλούν, παρά ο ίδιος να τους αποφεύγει. Στέκονταν μπροστά του, του έβαζαν τρικλοποδιές, τον κορόιδευαν. Μα ποιος μπορεί να προσπαθήσει να γκρεμίσει έναν τοίχο συμπαγή με γυμνά χέρια χωρίς να γελοιοποιηθεί, ο τρελός, με την ίδια «μπετόν αρμέ» θέληση, εξακολουθούσε να ανεβοκατεβαίνει την παραλία.
Ο αλλόκοτος αυτός επισκέπτης δεν είχε και μεγάλο διάστημα που εμφανίστηκε από το πουθενά. Ωστόσο, η παρουσία του είχε γίνει αμέσως αισθητή στην πόλη. Ήταν ο μόνος τρελός ανάμεσά μας; Δεν νομίζω. Ήταν όμως σίγουρα ο μόνος τρελός ανάμεσά μας που επεδείκνυε την τρέλα του, που επιδίωκε να της δώσει θέση ανάμεσά μας. Ήταν σαν να διαδήλωνε κάθε μέρα στην παραλία, την ίδια ώρα, προβάλλοντας την ιδιαιτερότητά του. Ένας φευγάτος, δηλαδή, πολιτικός ακτιβιστής, με μόνα αιτήματα το περπάτημα, την απλυσιά, και τη μάχη με τον άνεμο και τα κύματα. Άλλωστε, ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι οι πιο σκληρές μάχες είναι οι καθημερινές, κι αυτές δεν απαιτούν όπλα και στρατούς, αλλά την αποφασιστικότητα τής χωροθετημένης τάξης και των επαναλαμβανόμενων κάθε φορά ήχων και κινήσεων. Ο φίλος μας δεν παρεξέκλινε ποτέ από τη σθεναρή τήρηση των κελευσμάτων τού διαταραγμένου του μυαλού. Αν του έβαζες εμπόδια, τα ξεπερνούσε ατάραχος. Αν τον έβριζες, σε κοίταζε για λίγο ερωτηματικά και συνέχιζε. Τα παιδιά, όταν τον έβλεπαν, απομακρύνονταν φοβισμένα, ειδικά όταν παραμιλούσε και χειρονομούσε με ένταση. Οι μεγάλοι, από την άλλη, φοβόντουσαν τη δειλία τους όταν θα ερχόταν η ώρα να αφήσουν τα πισωγυρίσματα και να τον συγυρίσουν μια και καλή. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, έπρεπε να δοθούν ριζικές λύσεις. Και μιας και οι Αρχές δεν έδειχναν ενδιαφέρον να παρέμβουν, σωστό και αρμόζον ήταν να δράσουν οι πολίτες. Όσοι, δηλαδή, πονούσαν τον τόπο τους, καθώς υπάρχουν και οι μόνιμα αδρανείς ωχαδελφιστές τού τίποτα και τού ποτέ. Με αυτόν τον τρόπο σκέφτονταν αρκετοί. Τουλάχιστον εκείνοι που, ακολουθώντας τον μονόδρομο τού πείσματος σε βάρος τής λογικής, επικρατούν συνήθως.
…Το γεγονός που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν στην ουσία ένα ασήμαντο περιστατικό, που στα μάτια των περισσότερων αποτέλεσε τη θρυαλλίδα πυροδότησης των εξελίξεων. Ο τρελός, σαν τραγικός ήρωας στο φινάλε τής παράστασής του, παρουσιάστηκε στη σκηνή τής παραλίας ακολουθούμενος από ένα κοπάδι αφηνιασμένων γατιών. Ο αλητόγατες πηδούσαν πάνω του, έγλειφαν τα πόδια του, δάγκωναν τα κουρέλια του. Έμοιαζαν εκστασιασμένες, λες και τις τραβούσε μια αόρατη κλωστή κοντά του. «Τι σκάρωνε πάλι ο τρελάρας», αναρωτιόντουσαν οι νοικοκυραίοι. «Ούτε την άγια Κυριακή δεν σεβόταν ο διαλόφερτος», διαμαρτύρονταν. «Την ώρα που ο κόσμος ήθελε να απολαύσει τη βόλτα του, ήταν ντροπή πια». Και σαν να μην έφθανε αυτή η εικόνα, ξάφνου το κορδόνι, που κρατούσε όπως όπως το παντελόνι του, λύθηκε από τα πολλά τραβήγματα των γατιών, κι έμεινε τσίτσιδος να μπαταλεύει το περπάτημά του, προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία του. Αυτόματα, άλλοι απέστρεψαν το βλέμμα, άλλοι έφτυσαν με σιχασιά, κι άλλοι μούτζωσαν με κρότο. Η εύχαρις διάθεση τού πρωινού έσβησε μεμιάς. Είχε μολύνει πια και τον αέρα, μια απαίσια μυρωδιά ψαρίλας ερχόταν από το μέρος του. Έτσι εξηγούνταν και η γατήσια παράτα γύρω του. Ποιος ξέρει σε τι σκουπίδια είχε κυλιστεί, για να ορεχτούν το λιγδιασμένο του κορμί για γατοτροφή.
Σε μια στιγμή, παραπατώντας στα πεσμένα του κουρέλια, σωριάστηκε κουτρουβαλώντας. Οι γάτες τότε, με μια ενστικτώδη παρόρμηση, βρέθηκαν πάνω του, σκεπάζοντας τα γυμνά του μέλη, σαν να τον προστάτευαν από τα πικρόχολα σχόλια. Γι’ αυτές ήταν πλέον κάτι ξεχωριστό, ένα αλλόκοτο πλάσμα των βυθών, ένας τρίτωνας που ξεβράστηκε στη στεριά με όλες τις ευωδιές τού θαλάσσιου βασιλείου του, για να κορέσει τα πειναλέα νιαουρίσματά τους. Σ’ αυτό το γατήσιο ονειροπόλημα, έβαλε απότομα τέλος το κρύο νερό που, μέσα σε γενικό χαχανητό, έριξαν κουβαδίζοντας από το καΐκι τους ένας ψαράς κι ο βοηθός του. Με πρόσωπα χαρακωμένα από τη χρόνια αντιπάλευση με τα διαβρωτικά στοιχεία της φύσης, οι δυο τους καταριόνταν την τύχη τους. Δεν υπήρχε χειρότερη αναποδιά από το να αντικρίσουν, επιστρέφοντας από τη νυχτερινή ψαριά, έναν τρελό ανακατωμένο με γάτες. Να η αιτία που τα δίχτυα τους ήταν άδεια, ούτε λέπι δεν σπαρταρούσε πιασμένο στα βρόχια τους. Μα την τρίαινα τού Ποσειδώνα, θα τον έπνιγαν με τα ίδια τους τα χέρια, σκλήριζαν ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια τους. Κι ίσως να το έκαναν, εάν ο τρελός δεν είχε ήδη τιναχτεί σαν νευρόσπαστο από την πρώτη κιόλας κένωση τού κουβά και, συμμαζεύοντας τα μουσκεμένα του κουρέλια, δεν άρχιζε να τρέχει αλαφιασμένος. Ώσπου, αποκαμωμένος, ξαναπήρε τον γνωστό του βηματισμό όταν πια απομακρύνθηκε αρκετά από το κοροϊδευτικό βουητό και, ρίχνοντας διστακτικές ματιές γύρω του, ένιωσε πάλι ασφαλής.
Ωστόσο, όσο τρελός κι αν ήταν, κατάλαβε ότι η παραλία τρικύμιζε επικίνδυνα γι’ αυτόν σήμερα. Αποφάσισε, λοιπόν, να επιστρέψει στο άγνωστο σε όλους κονάκι του. Πέρασε μέσα από μια μακριά συστάδα ευκαλύπτων. Χώθηκε σ’ ένα θαμνοσκέπαστο, στενό μονοπάτι. Κατέβηκε κι ανέβηκε μια απότομη πλαγιά στην άκρη των κυμάτων, κι ύστερα από αρκετό κόπο έφθασε τελικά στο σανιδένιο του παράπηγμα. Όλος κι όλος ο χώρος δεν ήταν παρά λίγα μέτρα γης σε μια ημικυκλική προεξοχή, που έχασκε σαν άγκιστρο πάνω από τον βραχώδη γκρεμό. Ένας πραγματικός τόπος θανάτου, όπου η παραμικρή λάθος κίνηση μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή στον απρόσεκτο. Ήταν, όμως, η αετοφωλιά του, το ακρόπρωρο απ’ όπου είχε τη δυνατότητα να ατενίζει ελεύθερα τη θάλασσα με τους παφλασμούς της, τα ουράνια με τα σύννεφα και τους ατέλειωτους ορίζοντές τους, τη νύχτα με τα φώτα τής γης και τού στερεώματος. ολόκληρος ο κόσμος με τα χρώματα, τις σκοτεινιές και τις λάμψεις του αποκαλυπτόταν σαν υφάδι σε μαγευτικό υφαντό. Εδώ δεν μπορούσε τίποτα και κανείς να τον αγγίξει, ήταν η μυστική του κρύπτη, ο αόρατος καλυβένιος του πύργος. Κι αλήθεια, ποιος θα διακινδύνευε να συρθεί σαν το σκυλί ανάμεσα σε βάτα και αγκάθια, και να κρεμαστεί σαν θαλασσοπούλι σε κακοτράχαλα βραχόμερα, προκειμένου να έρθει στη φωλιά τού τρελού. Κανείς, έως εκείνη τη μέρα.
Αργά το απόγευμα, ύστερα από κοινή συνεννόηση, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία αρκετοί ευυπόληπτοι τής πόλης. Η οργή ήταν διάχυτη, έπρεπε να παρθούν δραστικές αποφάσεις. Τα βήματα τού τρελού στην παραλία φαίνονταν πλέον μετρημένα. Τα επιχειρήματα, όσων επέμεναν μέχρι τώρα στην ανάμιξη των Αρχών, είχαν πια ατονήσει. Ο θυμός είχε πάρει τη θέση τής μετριοπάθειας, κι η βία με βιά διαπότιζε τους συγκεντρωμένους. Η άποψη που τελικά επικράτησε δεν μπορούσε παρά να είναι μία, το λιντσάρισμα τού παράφρονα, η εξαφάνιση τού μιάσματος διά παντός. Θα πήγαιναν στο μέρος όπου καταχωνιαζόταν και θα τον ξεπάστρευαν, κι απόψε αν ήταν δυνατόν. Κι ύστερα, ύστερα το ένοχο μυστικό θα το κρατούσαν μεταξύ τους οι νοικοκυραίοι, σαν να μη συνέβη ποτέ. Και τι κακό θα συνέβαινε, το σβήσιμο κάποιου που δεν υπήρξε ποτέ; Ποιος θα τον αναζητούσε, ποιος θα νοιαζόταν για ένα παράσιτο. Από πού, όμως, ξετρύπωνε κάθε φορά. Έπρεπε να βρουν το λαγούμι του. Κοιτάζονταν, κανένας δεν ήξερε τίποτα. «Βρε, που να πάρει ο διάολος», φώναξε ένας, «Εκεί που ήμασταν έτοιμοι να τον σβερκώσουμε, θα μας ξεφύγει ο τρελάρας». Κάποιοι γέλασαν, κάποιοι συνοφρυώθηκαν. «Τι στο καλό, αερικό ήταν κι εμφανιζόταν από το πουθενά;» Αν δεν δινόταν αμέσως μια απάντηση, το εγχείρημα θα οδηγούνταν σε αναβολή, τουλάχιστον προς το παρόν. Τη στιγμή, όμως, που η απογοήτευση άρχιζε να τους κυριεύει, γιατί δεν σου έρχεται κάθε μέρα η αποφασιστικότητα τού φόνου, έκανε την είσοδό του ο ψαράς τού πρωινού καταβρέγματος. Ήταν μια μορφή ψηλή, ξερακιανή, με το περιπαικτικό ύφος τού διαβολικού κατεργάρη, κάτι σαν παμπόνηρος δαίμονας. Ξεσπώντας σε γέλια, ήξερε πως έτσι θα τραβούσε πάνω του την προσοχή, κι αφήνοντας τη βροντώδη φωνή του έμπειρου καπετάνιου να επιβληθεί, ανήγγειλε καμαρώνοντας τη λύση στη φουρτούνα τού αινίγματος. Έριχνε συχνά δίχτυα απέναντι από το παράπηγμα τού τρελού. Τον έβλεπε συνήθως να παραμιλά, να χειρονομεί, να κοπανάει το στήθος, το κεφάλι του με τις γροθιές, να κοιτάζει τον ορίζοντα με τις ώρες σαν κάτι να διέκρινε εκεί. Ώσπου, πέφτοντας χάμω με λυγμούς, άρχιζε να χτυπιέται μέχρι που εξαντλούνταν.
Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, απόκοσμα στην ένταση όσο το αιμάτινο περίβλημα με το οποίο η πανσέληνος αποκαλυπτόταν εκείνη τη βραδιά. Το σύνθημα είχε δοθεί. Ο ψαράς διέθετε στο καΐκι όλα τα απαραίτητα, μαχαίρια, κομμάτια ξύλου για ρόπαλα, βενζίνη. ό,τι χρειάζονταν, για να εξαφανίζουν τον τρελό και τα ίχνη τους. Η αταξία θα θρυμματιζόταν σε στάχτη, ο διασαλευτής θα εξαγνιζόταν στο αιώνιο πυρ, και οι ευυπόληπτοι θα αποκαθίσταντο ξανά ως φύλακες τής τάξης και τής ευνομίας. Πάνω στο ξύλινο σκαρί βρέθηκαν επτά άτομα, ανάμεσά τους δύο παιδιά. Ορισμένοι, μάλλον, θεώρησαν ότι ως φορείς τού καλού αξίζει να παραδειγματίζουν τους νεώτερους με τις πράξεις τους. Το αγγελικό λάμπος των αστεριών, το ελαφρό αεράκι, τα γαληνεμένα νερά δεν προμήνυαν τίποτα από τις ταραγμένες στιγμές που θα ακολουθούσαν. Ίσως μόνο η πανσέληνος, με τις κοφτερές ακτίδες της, έστρωνε στη διαδρομή τού αποψινού εγκλήματος το πορφυρό χαλί τής ευλογίας. Μια αίσθηση βουβής σιωπής είχε επιβληθεί, οι σκέψεις παγωμένες, μόνο τα χέρια έδειχναν ζωηράδα, βαστώντας με δύναμη τις λαβές των μαχαιριών, σαν να ήταν πλέον αυτεξούσια και να καθοδηγούνταν από μια ακαταμάχητη παρόρμηση να τα καρφώσουν κάπου -οπουδήποτε για να λυτρωθούν.
Ο ψαράς σε λίγο τους έγνεψε συνωμοτικά, δείχνοντας με το κεφάλι του προς την κατεύθυνση των βράχων, ενώ πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Εδώ είναι». Τα βράχια φαίνονταν απόκρημνα. «Πώς θα ανέβαιναν αυτό το κακοτόπι χωρίς να γκρεμοτσακιστούν», συλλογίζονταν οι περισσότεροι. Πριν όμως να προλάβουν να εκφράσουν το παράπονό τους, ο ψαράς, σαν να διάβασε τη σκέψη τους, έφερε το καΐκι κοντά σ’ έναν ομαλό ορμίσκο και, ανάβοντας τον φακό του, φώτισε σε μια σειρά από φυσικά λαξεύματα πάνω στα βράχια που σκαρφάλωναν ως την κορυφή. «Βρε αθεόφοβε,» σείστηκε γεμάτος έκπληξη ο πιο σωματώδης από τους επιβάτες «όλα τα ’χεις προβλέψει πια». «Εμπρός μην καθυστερούμε, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο» τινάχτηκε ένας νευρώδης γκριζομάλλης, κραδαίνοντας με αποφασιστικότητα τη λεπίδα τού μαχαιριού του. Στο κάλεσμα αυτό πήδηξαν μεμιάς στη στεριά, κι ο ένας πίσω από τον άλλον άρχισαν να ανεβαίνουν την πλαγιά. Φθάνοντας στο πλάτωμα, δεν συνάντησαν παρά πηχτό σκοτάδι και απόλυτη ησυχία. Ακόμη κι πανσέληνος αρνούνταν να φωτίσει αυτό το ξεχασμένο μέρος. Προσπάθησαν να προσανατολιστούν. Η καλύβα αχνοδιαγραφόταν στην εσοχή τού βράχου. Έκλεισαν αμέσως τους φακούς και με πολλή προσοχή βρέθηκαν απέξω της. Από το μοναδικό παράθυρο διακρινόταν στη θαμπάδα ενός αυτοσχέδιου σπαρματσέτου η σκιερή φιγούρα τού τρελού σαν σε προσευχή πάνω από μια εικονίτσα. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δημιουργούσε το μισοσκόταδο.
Στο μεταξύ, είχε ανέβει κι ο ψαράς μ’ ένα μπιτόνι βενζίνη. «Γρήγορα, να τον κάψουμε τον κερατά, να ξεβρομίσει ο τόπος», είπε, τονίζοντας με μίσος την κάθε του λέξη. Και συγχρόνως ξεχύθηκε ασυγκράτητα να περιβρέχει το παράπηγμα, σκορπίζοντας μια ταγγή μυρωδιά που σαν λάβδανο ξεφρένιαζε προς πράξεις βαρβαρότητας. Έβαλε φωτιά σ’ ένα στουπί, και μαζί με τη φλόγα ξεπήδησαν από το πρόσωπό του μυριάδες παραμορφώσεις αποκρουστικών εκφράσεων. Η τρέλα τής χαράς για το έγκλημα έδειχνε πιο ισχυρή από την τρέλα τού πόνου στο εσωτερικό τής καλύβας. Όλοι έμειναν να παρακολουθούν εκστατικοί το καιόμενο σμάρι φωτιάς στα χέρια τού ψαρά, που σε λίγο σαν ιερέας θα άναβε τον καθαρτήριο βωμό, θυσιάζοντας στον θεό μιας παράλογης λογικής. Η πρώτη φλόγα δεν άργησε να απλωθεί, λαμπαδιάζοντας σανίδες και κλαδιά. Από στιγμή σε στιγμή η καλύβα θα κατέρρεε, ωστόσο ο τρελός δεν φαινόταν πουθενά. Σίγουρα κάπου θα κειτόταν αναίσθητος ή νεκρός, οι γλώσσες τής φωτιάς έπνιγαν και στάχτιαζαν τα πάντα. Οι περισσότεροι είχαν επαναπαυτεί με αυτή τη σιγουριά. Τα μαχαίρια είχαν χαλαρώσει στα χέρια τους, κι όσοι κρατούσαν ρόπαλα τα πέταξαν στον πύρινο όγκο, γελώντας με αυταρέσκεια για την χαριστική ευθυβολία τους. Μαζεύτηκαν γύρω από την αλλοτινή είσοδο και φέρνοντας τα μάτια τους ολοτρόγυρα αλληλοσυγχαίρονταν για την επιτυχία τους, καθώς αντιφεγγιζόταν μέσα σ’ αυτά το κατόρθωμά τους. Ακόμη και τα παιδιά, πιο εκδηλωτικά από τους μεγάλους, χοροπηδούσαν πανηγυρικά, θεωρώντας τη φωτιά την κορύφωση τού παιχνιδιού τους.
Τους είχε μαγνητίσει όλους η φωτιά. Η ζεστασιά της τούς τραβούσε και πιο κοντά. Ήμασταν εξάλλου στην καρδιά τής άνοιξης και η βραδινή ψύχρα δεν έπαυε να περονιάζει. Οι καρδιές τους άρχισαν ξαφνικά να θερμαίνονται με αισθήματα εντελώς διαφορετικά. Ίσως κάποιοι ένιωσαν να ξεγλιστρά στην άκρη τής πυρετικής τους ματιάς η υγρή ζεστασιά από ένα δάκρυ. Κι ήταν τότε που η σιωπή, και το τριζοβόλημα τής φωτιάς διακόπηκαν απότομα και μια πρωτόγνωρη σε μανία κραυγή ακούστηκε, σαν τα Τάρταρα τής κόλασης να ξερνούσαν κάποιο από τα θηρία τους. Οι φλόγες ζωντάνεψαν κι όρμησαν από την καλύβα, έτσι φάνηκε προς στιγμή σε όλους. Δεν μπορούσαν ούτε να κουνηθούν, στέκονταν μόνο σαν απόπληκτοι, ακόμη κι όταν οι διπλανοί τους σωριάζονταν αφήνοντας ένα υπόκωφο βογγητό. «Τι να είναι αυτός ο εφιάλτης», μονολογούσαν οι περισσότεροι, τρέμοντας. Η πύρινη όψη τού θανάτου ανέδυε καμένη σάρκα, και σε κάθε του ανάσα οι φλόγες ξεπηδούσαν και πιο πυκνές. ήταν όσα διακρίνονταν, στην αξεδιάλυτη εναλλαγή φαντασίας και πραγματικότητας, από την αποδεκατισμένη συμμορία των άλλοτε «λυκανθρώπων» τής πανσελήνου. Κι ήταν και κάτι άλλο, το ψέλλισμα μερικών φράσεων: «Αναθεματισμένοι, δεν ήθελα να τη σκοτώσω, δεν το ήθελα…» Μετά από λίγο, ο πύρινος θάνατος χάθηκε. Οι φράσεις, όμως, εξακολούθησαν να ακούγονται σαν ηχώ, ώσπου σβήστηκαν στον ματωμένο ορίζοντα.
Η μικρή κοινωνία κράτησε επτασφράγιστο το κοινό μυστικό. Οι Αρχές με ευκολία αποδέχτηκαν τις γενικά πανομοιότυπες καταθέσεις των μαρτύρων, που κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι όλα ήταν αποτέλεσμα τής κακής στιγμής. Οι πολίτες σταμάτησαν εκεί λόγω βλάβης τού καϊκιού, ο τρελός φοβήθηκε από την παρουσία τους και σε κατάσταση αμόκ τούς επιτέθηκε, βάζοντας φωτιά και στην καλύβα του. Το όπλο που χρησιμοποίησε, ένα κομμάτι γυαλί, βρέθηκε σφηνωμένο στο στήθος τού ψαρά. Στο ξέσπασμά του άφησε και τέσσερις σοβαρά τραυματισμένους, μεταξύ τους δύο παιδιά. Η σορός του μισοκαμένη βρέθηκε γκρεμοτσακισμένη στα βράχια. Κανείς δεν ξαναμίλησε για ό,τι συνέβη τότε. Η υπόθεση έκλεισε.
Τον είδα ξανά, αρκετό καιρό μετά. Μια εφημερίδα έγραφε γι’ αυτόν. Στην παλιά φωτογραφία ήταν αγνώριστος, ευυπόληπτο τότε κι αυτός στέλεχος τής κοινωνίας. Μου έκανε εντύπωση το παρουσιαστικό του, γεμάτο αρχοντιά και αυτοπεποίθηση, καμιά σχέση με τον κακομοίρη σκουπιδοφάγο που περιφερόταν άσκοπα. Στο άρθρο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, τη ζήλευε παθολογικά. Μετά έχασε εντελώς τα λογικά του. Η φυλακή, το ψυχιατρείο, η ελευθερία θα ήταν πλέον γι’ αυτόν νεκρός χρόνος. Είχε πεθάνει μέσα του πολύ πριν να επιχειρήσουν να τον δολοφονήσουν. Και παρ’ όλα τα όσα λέγονταν και γράφονταν, ότι δεν ήταν παρά ένας επικίνδυνος σχιζοφρενής, τα βήματά του στην παραλία δεν θα παύσουν ποτέ να κατατρύχουν την πόλη, σαν τη νεκραναστημένη αλήθεια.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΝΑΚΑΣ
Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος