Ξύπνησα το πρωί και μου έλειπε το κεφάλι. Έψαξα αριστερά, έψαξα δεξιά, δεν το έβρισκα. Σήκωσα το μαξιλάρι, μήπως έχει κρυφτεί από κάτω του. Συνήθως εκεί το παράχωνα όταν οι φωνές δε λέγαν να σταματήσουν. Βούλωνα τα αυτιά μου με τις άκρες του μαξιλαριού, αλλά αυτές δε σταματούσαν.
Ούτε εκεί ήταν τελικά.
Το ακέφαλο σώμα μου περπάτησε μέχρι το μπάνιο, με την ελπίδα ότι το έχω ξεχάσει στο νιπτήρα δίπλα στη τσατσάρα μου. Τίποτα και εκεί, μόνο η φθαρμένη και ξεδοντιασμένη τσατσάρα που κάποτε χτένιζα τα δαχτυλίδια των μαλλιών μου.
Κατευθύνθηκα στη ντουλάπα. Άνοιξα τα δυο της φύλλα και τα χέρια μου ψηλάφισαν τα λιγοστά ρούχα που είχα κρεμασμένα. Ένα παλιό σακάκι γαριασμένο και γεμάτο κόμπους, με φαγωμένους αγκώνες, δυο-τρία πουκάμισα χωρίς κολλάρο, και ένα παντελόνι που είχε πάψει προ πολλού να μου κάνει. Μέσα του χώραγαν τώρα δυο εγώ.
Έκλεισα τα φύλλα της ντουλάπας απογοητευμένος. Πού να πήγε το κεφάλι μου, πώς θα βγω έξω χωρίς κεφάλι, τι θα πει ο κόσμος; Θα με περιγελούν οι έμποροι στο δρόμο και τα χαμίνια θα με κοροϊδεύουν, μπορεί και να με πάρουν στο κυνήγι και να μου πετάνε και καμμιά πέτρα. Άσε που μπορεί και καμμιά καθωσπρέπει μητέρα να φωνάξει κάνα χωροφύλακα γιατί το ακέφαλο κορμί μου τρομάζει το καλοθρεμμένο, με χοντρά μάγουλα παιδί της.
Ένιωθα την απόγνωση να πλημμυρίζει το στήθος μου, τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Έκατσα στο ντιβάνι μου και μια σούστα από το χαλασμένο του στρώμα τσίμπησε τον πισινό μου, κάνοντάς με να πεταχτώ ψηλά. Όχι τόσο από τον πόνο αλλά από το ξάφνιασμα.
Ω Ολύμπιοι θεοί, με το σθένος και την ομορφιά σας, ντρέπομαι για μένα, ντρέπομαι που με βλέπετε έτσι. Εγώ, ένας άλλοτε επίτιμος καθηγητής αρχαίας ελληνικής πραγματείας, με ένα σωρό διατριβές και συγγράμματα πάνω στους Έλληνες φιλοσόφους, μεταφραστής της Υπατείας στα Γαλλικά και τα Γερμανικά, γνώστης των σατυρικών τελετουργιών και εραστής των μαινάδων, να μένω σε μια σοφίτα πάνω από ένα ταβερνείο στη χειρότερη γειτονιά του Σηκουάνα, χωρίς φαγητό και πιοτό, με μόνο μου έσοδο τα λιγοστά φράγκα που μου δίνει ο ταβερνιάρης όταν του γράφω τα καινούρια πιάτα που προσθέτει στον κατάλογο του μαγαζιού του και όταν καταδέχεται κάποια από τις βρωμοφυλλάδες που κυκλοφορούν τώρα να δημοσιεύσει ένα άρθρο μου σχετικά με το βίο και τα ήθη της αρχαίας Ελλάδας. Θεοί, ακόμα και εκεί σας ντροπιάζω, ποιος Σωκράτης και ποιος Πλάτωνας, ποιος Επίκουρος και Αριστοτέλης, ούτε που τους νοιάζουν αυτά. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να μαθαίνουν για τις ερωτικές περιπτύξεις του Πατέρα Δία ή τα κρυφά όργια που γίνονταν στα Ελευσίνια μυστήρια. Κάποτε έγραψα μια ανάλυση για το ‘Συμπόσιο’ του Πλάτωνα και το μισό Παρίσι μάζευε δίκρανα και άναβε δάδες να με λιντσάρουν ως άλλο τέρας του Φρανκεσταϊν και το άλλο μισό διοργάνωνε σουαρέ οργίων μπερδεύοντας τον Νέρωνα με τον Σωκράτη.
Ανάθεμα στους αδαείς, τους αμόρφωτους και τους φαντασμένους που δεν ξέρουν τις διαφορές ανάμεσα στη φούγκα και τη σονάτα.
Παρασυρμένος από αυτές τις σκέψεις είχα ξεχάσει εντελώς ότι έψαχνα το κεφάλι μου. Ο θυμός και η απόγνωση τελικά σε κάνουν να βυθίζεσαι σε πιο σκοτεινούς και βαθείς κόσμους, όπου το τώρα δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει γίνει ζωντανεύει, γίνεται παρών και αντικαθιστά το σήμερα. Ζεις σε ένα μόνιμο παρελθόν.
Αρκετά με αυτά όμως πρέπει να βρω το κεφάλι μου. Πρέπει να πάω σε αυτόν τον απατεώνα που αυτοπροσδιορίζεται ως παλαιοβιβλιοπώλης να πάρω τα χρήματα που μου χρωστάει. Του πούλησα το τελευταίο μου βιβλίο, τον τελευταίο δερματόδετο τόμο χειρόγραφο αντίγραφο της De Rerum Natura του Λουκρήτιου. Κακόμοιρε Επίκουρε, δε σε σεβάστηκαν οι σύγχρονοί σου αλλά ούτε και οι μεταγενέστεροί σου. Τα διδάγματά σου ανταλλάχτηκαν για λίγα φράγκα που θα δώσουν σε αυτόν το ξεπεσμένο λόγιο ζεστασιά στη κοιλιά και στο λαιμό για λίγες μονάχα μέρες.
Λαιμός, ο λαιμός στηρίζει το κεφάλι, πού στα κομμάτια να βρίσκεται το καταραμένο είπα δυνατά και σήκωσα ψηλά τα χέρια μου. Κάτι ακούμπησε τα δάχτυλά μου. Έκανα να το πιάσω μα το ‘χασα, αλλά ξανά πάλι έδωσε μια και τίναξε το χέρι μου μακριά. Άρχισα να πηδάω ψηλά, απλώνοντας τα χέρια σαν τους δείκτες του ρολογιού της εκκλησίας, κουνώντας τα πέρα δώθε.
Τελικά κατάφερα να το πιάσω. Μια τριχωτή σφαίρα. Μα αυτό δεν είναι σφαίρα, έχει εξογκώματα, και είναι και κοφτερή. Έκανα να την τραβήξω προς το μέρος μου, αλλά αντιστεκόταν, σαν κάτι να την κράταγε μακριά, προσπάθησα να την ψηλαφίσω όσο μπορούσα από τη θέση που βρισκόμουν. Πάτησα πάνω στην καρέκλα που είχα δίπλα στο τραπέζι που χρησιμοποιούσα σα γραφείο κάποτε, όταν διάβαζα, κάποτε που έγραφα.
Τώρα ήταν πιο εύκολο να καταλάβω τι κρατούσα στα χέρια μου. Μακριές σγουρές τρίχες στόλιζαν το πάνω μέρος αυτού του σφαιρικού αντικειμένου. Στα πλαϊνά, σπειροειδείς λαβύρινθοι λειτουργούσαν σαν χειρολαβές και στο κέντρο του ένα γαμψό αγκίστρι δέσποζε προσελκύοντας ανέμελα ψάρια. Λίγο πιο κάτω αραιές κοφτερές πέτρες παρατεταγμένες σε σειρά για μια μυστικιστική παγανιστική τελετή.
Το τράβηξα ξανά προς το μέρος μου και εκείνο τραβιόταν πίσω. Το άφησα από τα χέρια μου και κατάλαβα από την αλλαγή στον αέρα ότι κουνιόταν σαν εκκρεμές.
Έβαλα όση δύναμη μπορούσα να αντλήσω από το κουρασμένο μου κορμί στα πόδια και σαν ένας γέρος σάτυρος πήδηξα ψηλά. Κατάφερα να το πιάσω με την πρώτη προσπάθεια. Μπορεί και να ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που πετύχαινα κάτι με την πρώτη προσπάθεια. Ένα χαμόγελο ζέστανε τα στήθη μου. Τράβηξα με δύναμη το αποκρουστικό αντικείμενο και έπεσα στο ξύλινο πάτωμα μαζί του. Η πτώση πόνεσε τη μέση μου. Σίγουρα αυτό θα αφήσει σημάδι, σκέφτηκα.
Άφησα τα δάχτυλά μου να επεξεργαστούν τη μαλλιαρή σφαίρα λίγο παραπάνω. Ήλπιζα να ήταν αυτό που έψαχνα, απευχόμουν να ήταν αυτό που έψαχνα. Η καρδία μου χτυπούσε με φρενήρης ρυθμούς, με πολύ δυσκολία τη συγκράτησα να μη σκίσει το στήθος μου και πεταχτεί έξω χορεύοντας Ταραντέλα.
Όταν καθησύχασε η χορευτική της μανία, συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε πια λόγος να φοβάμαι να δεχτώ αυτό που εξαρχής ήξερα, αυτό που είχα καταλάβει από τη στιγμή που άγγιξα αυτό το βδελυρό αντικείμενο.
Με μια αποφασιστική και γενναία για μένα κίνηση το κράτησα γερά στα δυο μου χέρια και το τοποθέτησα πάνω στους ώμους μου. Δε χρειάστηκε δεύτερη προσπάθεια, ταίριαζε απόλυτα στο κενό που υπήρχε στο λαιμό μου. Σαν να ήταν εκεί ολόκληρη τη ζωή μου. Σαν να είχε φτιαχτεί για να ταιριάζει.
Το πίεσα λίγο παραπάνω για να σιγουρευτώ ότι δε θα ξαναφύγει πάλι και άνοιξα τα μάτια. Μα εγώ δεν πατούσα τώρα πια στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Τα πόδια μου αιωρούνταν ανάλαφρα σα μαριονέττα που την κρατάει ο θεατράνθρωπος και διασκεδάζει τα πλήθη που έχουν μαζευτεί στην πλατεία να δούνε την καινούρια τραγικοκωμωδία. Με έτρωγε ο λαιμός μου, μάλλον τα γένια μου είχαν μακρύνει, έκανα μια προσπάθεια να τα ξύσω, αλλά τα δάχτυλά μου ακούμπησαν κάτι πιο τραχύ από τις αραιές τρίχες που είχα στο πρόσωπό μου. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό μου και κατάλαβα ότι αυτό που με γρατζουνούσε κύκλωνε το λαιμό μου. Ήταν παχύ και άγριο στην υφή. Στο πίσω μέρος του λαιμού μου ήταν ένας κόμπος. Προσπάθησα να τον λύσω, αλλά ήταν πολύ σφιχτός για τα εξουθενωμένα χέρια μου. Είχα να τα χρησιμοποιήσω τόσο πολύ από την τελευταία φορά που έγραψα μια ανάλυση για το έργο του Αριστοτέλη πάνω στον Έρωτα. Τι ωραία περίοδος τότε. Ούτε το φαγητό με ένοιαζε ούτε το πιοτό. Είχα βυθιστεί στη σκέψη και τη σοφία αυτού του μεγάλου άντρα και για μέρες ολόκληρες έγραφα και ξαναέγραφα.
Έρωτας, αυτός φταίει, που παρασέρνει ευυπόληπτους και τίμιους ακαδημαϊκούς σε σκοτεινά μονοπάτια. Σε μονοπάτια επιθυμίας και ηδονής σαν τους θαμώνες της βρώμικης ταβέρνας που έχω βρει καταφύγιο μετά τον εξευτελισμό μου.
Σε γνώρισα ένα απόγευμα μετά από μια διάλεξη που είχα δώσει για τη Σαπφώ στη αυλή της χήρας του Κόμη. Ένα τσούρμο αριστοκράτες που δεν καταλάβαιναν λέξη από όσα έλεγα, και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να ακούσουν για τις ερωτικές περιπέτειες της μεγάλης αυτής ποιήτριας. Όσο μιλούσα μου τράβηξες την προσοχή, ήσουν η μόνη μέσα σε αυτό το πλήθος άξεστων ξεπεσμένων ευγενών που έδειχνε να ακούει. Καθώς μιλούσα και περιφερόμουν στο χώρο, σε έψαχνα με την άκρη του ματιού μου. Κάτι μέσα μου ζωντάνεψε όταν είδα πώς έλαμψαν τα μάτια σου όταν απήγγειλα την ‘Ωδή στην Αφροδίτη’. Ήσουν η μόνη που έδινε σημασία στους στίχους που έβγαιναν από το στόμα μου.
Μετά την ομιλία με πλησίασες προσεκτικά και μου συστήθηκες. Ήσουν κόρη ναυάρχου και απόγονος ήρωα των Ναπολεόντειων πολέμων. Βαριά κληρονομία που εγώ ένας φτωχός ακαδημαϊκός, μεταφραστής και αναλυτής του παρελθόντος, δεν μπορούσα με τίποτα να συναγωνιστώ. Μιλήσαμε για την ποίηση των αρχαίων, μιλήσαμε για όλα όσα ήταν σημαντικά κάποια άλλη εποχή και στις μέρες μας έχουν χάσει κάθε αξία και νόημα.
Αρχίσαμε να συναντιόμαστε στους κήπους του Παρισιού, κρυφά και συνωμοτικά. Μη μας δει κανένας γνωστός του πατέρα σου. Και είχε πολλούς γνωστούς. Την πρώτη φορά που τόλμησα να σε φιλήσω, ροδόνερο πλημμύρισε τα χείλη μου. Την πρώτη φορά που άγγιξα το λευκό σου ώμο τα δάχτυλά μου μούδιασαν και δεν μπορούσα να τα κουνήσω. Άφησα τα γραπτά μου πεταμένα στο γραφείο μου για μέρες, δεν τολμούσα να χαλάσω την αίσθηση που είχαν τα δάχτυλά μου από το άγγιγμα του κορμιού σου.
Και ένα βραδύ κάτω από ένα φανοστάτη μου είπες ότι δεν μπορούμε πια να βλεπόμαστε. Ότι ο πατέρας σου σε παντρεύει με ένα συνάδελφό του. Σκοτείνιασε η γη στο άκουσμα αυτών των νέων. Έφυγες χωρίς να μου πεις άλλη κουβέντα. Γύρισες την πλάτη και με γοργό βήμα απομακρύνθηκες από τη ζωή μου. Έμεινα ακουμπισμένος στο φανοστάτη, δεν ξέρω και εγώ για πόση ώρα. Με βρήκε η αυγή εξουθενωμένο από τον πόνο και την απελπισία που με βύθισαν οι λιγοστές λέξεις που μου είπες. Με σκούντησε ο υπεύθυνος των φαναριών που είχε έρθει για να σβήσει τα φώτα. Με πέρασε για μεθυσμένο που έχει ξενυχτήσει και φοβόταν να γυρίσει σπίτι του για να μην τα ακούσει από τη γυναίκα του. Τι ντροπή, θεοί, αλλά ούτε και η ντροπή μπορούσε να συναγωνιστεί την αγωνία που γέμιζε το κορμί μου η σκέψη ότι δε θα σε ξαναδώ.
Κίνησα αργά για το διαμέρισμά μου, όχι αυτό το παράπηγμα που με φιλοξενεί τώρα, αλλά ένα ωραίο διαμέρισμα αντάξιο ενός λάτρη της αρχαίας φιλοσοφίας. Με μπαλκόνι γεμάτο λουλούδια, βιβλία σκορπισμένα παντού στο σαλόνι του και αντίγραφα αρχαίων τεχνουργημάτων να κοσμούν τις γωνιές του.
Το αποφάσισα! Θα καλέσω σε μονομαχία αυτό τον πειρατή που κλέβει τα όνειρά μου, τον κουρσάρο που ποδοπατά την ευτυχία μου.
Όταν έφτασα στο διαμέρισμά μου, η αναστάτωσή μου ήταν τέτοια που μέχρι και η συνήθως αμίλητη και ανέκφραστη οικονόμος μου, σάστισε και με ρώτησε αν είμαι καλά. Όχι, της απάντησα κοφτά αλλά θα γίνω, και βρόντηξα την πόρτα του γραφείου.
Έγραψα ένα γράμμα προς αυτό τον άθλιο ναυτικό, ζητώντας του να μονομαχήσουμε. Απλά, λιτά, λακωνικά όπως άρμοζε σε έναν άνθρωπο του χαρακτήρα και της υπόστασής μου.
Οι μέρες που πέρασαν ήταν γεμάτες ένταση και περίεργα γεγονότα. Δέχτηκα επισκέψεις στην ακαδημία από φίλους του πατέρα σου, δυνατούς ανθρώπους της κοινωνίας οι οποίοι προσπαθούσαν να με κάνουν να αλλάξω γνώμη, πότε με δωροδοκίες πότε με απειλές. Προσπάθησα να σε δω στο θέατρο που είχες πάει να παρακολουθήσεις ένα έργο, δεν ξέρω ποιο, δε με ένοιαζε, ήθελα μόνο να σε δω για λίγο. Αλλά με πετάξαν έξω μόλις πάτησα το πόδι μου στο πλατύσκαλο, μάλλον ο πατέρας σου είχε δώσει την εντολή. Οι επισκέψεις των φίλων του πατέρα σου συνεχίστηκαν, άρχισαν να έρχονται και στο διαμέρισμά μου και όταν έβλεπαν κλειστή την πόρτα μου έπιανα την οικονόμο μου, και προσπαθούσαν να την πείσουν να με συνετίσει. Εγώ παρέμενα ανένδοτος υπερασπιστής του έρωτά μου για σένα. Ξαναέστειλα γράμμα στον καπετάνιο, προσβάλλοντάς τον με λόγια που χρησιμοποιούν οι ναυτικοί. Λόγια που ποτέ δε θα ξεστόμιζα σε άλλη κατάσταση.
Έγραφα γράμματα και σε εσένα, αλλά γυρνούσαν πίσω με το φάκελο σφραγισμένο. Δεν ήξερα αν εσύ τα είχες επιστρέψει ή δεν είχαν φτάσει ποτέ στα χέρια σου και αυτή η άγνοια τσάκιζε κάθε σημείο της καρδιάς μου.
Ήρθε και η απόλυση από την ακαδημία. Μετά από αρκετές συστάσεις του πρύτανη και της συγκλήτου, μετά από εκκλήσεις στην τιμή και την υπόληψη ενός καθηγητή, και του πόσο ντροπιάζει μια τέτοια κίνηση όχι μόνο εμένα αλλά ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα, ο πρύτανης δεν είχε άλλη επιλογή από το να με απαλλάξει από τα καθήκοντά μου, δίνοντάς μου μια συμβουλή να πάρω λίγο χρόνο να ξεκουραστώ σε ένα σανατόριο για να βρω τον εαυτό μου και τα λογικά μου. Είχε δίκιο, είχα χάσει τα λογικά μου, μα δεν είχα εαυτό χωρίς εσένα.
Οι μέρες περνούσαν, άφησα το διαμέρισμά μου, αφού δεν είχα δουλειά για να το συντηρώ και άρχισα να πουλάω τα πράγματά μου, τα βιβλία έγιναν φαγητό, τα αρχαία τεχνουργήματα κρασί.
Βρήκα αυτό το δώμα απέναντι από την εκκλησία που θα γινόταν ο γάμος σου. Τουλάχιστον θα μπορούσα έτσι να σε δω για μια στιγμή. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να έρθει το κακό. Έπρεπε να γίνουν πολλές ετοιμασίες.
Την αποτρόπαια εκείνη μέρα, η εκκλησία είχε στολιστεί με όλη τη μεγαλοπρέπεια που αρμόζει σε ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Είχα στολίσει και το δωμάτιό μου ανάλογα. Δυο τριαντάφυλλα που πήρα από το νεκροταφείο στόλιζαν το γραφείο μου και ένα σκοινί ξετυλιγόταν σαν ανοιξιάτικη γιρλάντα από τη λάμπα στο ταβάνι.
Ανέβηκα στην καρέκλα όταν έφτασε η άμαξα που σε έφερνε για να μπορέσω να σε δω, ανέβαινες δειλά τα σκαλιά, ας γυρνούσες μια στιγμή να δω το πρόσωπό σου. Αλλά παρέμεινα να κοιτώ την πλάτη σου όπως εκείνη την τελευταία βραδιά που συναντηθήκαμε, ώσπου χάθηκες μέσα στην είσοδο της εκκλησίας.
Ο κόσμος περίμενε να βγουν οι νεόνυμφοι, περίμενα και εγώ πάνω στην καρέκλα με τη γιρλάντα να διακοσμεί το λαιμό μου. Φωνές χαράς ακούστηκαν από το πλήθος όταν το ζευγάρι πλησίαζε την έξοδο της εκκλησίας. Κοντοστάθηκες όταν ζύγωσες τα σκαλιά, φώναξα το όνομά σου, σίγουρος ότι η φωνή μου θα χαθεί στον άνεμο. Μα κοίταξες ψηλά, σαν να με άκουσες και το βλέμμα σου ατένισε τον ουρανό. Σήκωσα τα χέρια μου για να σε πιάσω και έκανα ένα βήμα μπροστά. Η καρέκλα άρχισε να κουνιέται και εγώ συνέχισα να περπατάω προς εσένα, με τα χέρια απλωμένα να σε αγκαλιάσω. Η καρέκλα σταμάτησε να κουνιέται και εγώ βημάτιζα στον αέρα.
Και έμεινα εκεί, σαν νευρόσπαστο που κρατά ένα παιδί στα χέρια του και του κουνάει το σώμα από ένα σκοινί που βγαίνει από το κεφάλι του. Έμεινα εκεί με τελευταία εικόνα, την εικόνα του προσώπου.
Δεν ξέρω αν θα συναντήσω την αιώνια άνοιξη στα ανθισμένα λιβάδια των Ηλύσιων Πεδίων, ή θα χαθώ στα Τάρταρα. Προτιμώ όμως την παρέα του Τάνταλου και του Σίσυφου, και όλων των βασανισμένων ψυχών, από την παρέα του Μενέλαου και της Ελένης. Διαλέγω να κλειστώ μέσα σε χάλκινα τείχη στα τρίσβαθα της γης πάρα να πιω το νέκταρ από τις πηγές της Λήθης και να σε ξεχάσω.
Τώρα που βρήκα το κεφάλι μου μπορώ να αποχωρήσω. Ανοίξτε πύλες του σιδερένιου πύργου του Άδη να με υποδεχτείτε. Εισέρχομαι με ψηλά το κεφάλι και άμα δε σας κάνει και αυτό μπορώ να το κρατήσω και στα χέρια.
ΝΙΚΟΣ ΒΑΣΑΛΟΣ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος