Όταν ήμουν μικρός, μιλάω για την ηλικία των πέντε με έξι χρόνων, μου είχε εντυπωθεί η ιδέα του ανάπηρου. Τόσο πολύ, που όταν έκανα μια εγχείρηση στο πόδι και συγκρατώντας στη μνήμη το χειρουργείο πριν τη νάρκωση, πίστευα μετέπειτα στην ανάρρωση, ότι όντως είχα καταλήξει ανάπηρος. Αυτό ήταν ένα ψέμα, που αργότερα για να το εξοστρακίσω από μέσα μου και πετώντας τις πατερίτσες, έγινα πρώτος στο τρέξιμο. Βέβαια η ιδιαιτερότητά μου στα πόδια ποτέ δεν εξαλείφθηκε. Ακόμα έχω κάτι το ασυνήθιστο στο περπάτημα που, σε κακές ψυχολογικές συνθήκες θα μπορούσες να το πεις και κουτσό. Δεν είναι τυχαίο που σε τέτοιες περιπτώσεις πάω και αράζω σε ένα πάρκο, όπου μπροστά στο παγκάκι που κάθομαι είναι σχεδιασμένο με πράσινες μαρμαρόπλακες και μέχρι τον αριθμό 7, το παιχνίδι των παιδικών χρόνων, το κουτσό. Πλάι εκεί οι εικαστικοί παράγοντες της πόλης εγκατέστησαν ένα γλυπτό τεράστιο, αφιερωμένο στους πεσόντες αεροπόρους. Θλιβερό έως εξοργιστικό για μένα, αφού οι πιλότοι, οι αεροπόροι δεν πρέπει να πέφτουν ποτέ, αλλά εσαεί στα παιδικά μου μάτια πρέπει να πετούν ψηλά. Ο εφιάλτης που με τριγυρνά πότε-πότε είναι από αεροπλάνα που πέφτουν και που εγώ είμαι αυτόπτης μάρτυρας. Ο ψυχαναλυτής θα έλεγε εδώ για σεξουαλικής φύσεως άγχος, αφού πίσω από τα αεροπλάνα κρύβονται καμουφλαρισμένα τα πετούμενα, τα πουλιά, τα πέη δηλαδή.
Η ζωή έχει προχωρήσει, με φίλους σα συναντιέμαι πια, μιλάω για τιμές πίεσης και χοληστερίνης. Κι όμως σ’ αυτές τις συζητήσεις δεν παύει να υπάρχει κάτι το παιδικό, το αυθόρμητο. Εκμυστηρεύσεις γίνονται, νέα ανταλλάσσονται, κι ας έχει τραβήξει καθένας ένα προσωπικό δρόμο, χωρίς επιστροφή, θα έλεγα. Και καλύτερα έτσι, μήπως τα ίδια δε θα ξανακάναμε, σα γυρνούσαμε το χρόνο πίσω στην αρχή. Όχι ότι δε γίνονται πισωγυρίσματα από μερικούς. Τώρα στο ξεκίνημα των -ήντα αρχίζουν τον αθλητισμό, δηλώνοντας νεανίδες μπροστά σ’ όλους τους άλλους συνομήλικους. Κι η ζωή συνεχίζεται, κι οι περισσότεροι από εμάς τρέχουμε να ξεφύγουμε από κάτι αόρατο, άχρωμο, και άγευστο που δεν είναι τίποτα άλλο απ’ το χρόνο που περνά, και φορτώνεται σαν παρελθόν στις πλάτες μας. Γι’ αυτό και εγώ θα σταθώ σε πράγματα που μένουν αναλλοίωτα πάνω μας, σαν την έκφραση που παίρναμε από παιδιά σαν μας τύφλωνε ο ήλιος μισοκλείνοντας τα μάτια, το πάθος για την ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζουμε από πιτσιρίκοι, την αγάπη για τα παγωτά και τα μπάνια το καλοκαίρι που ακόμα τα μετράμε, αλλά και για τους έρωτες που σαν έρχονται, σπάνια πια, στιγματίζουν εποχές και μιλάμε για καταστάσεις πριν και μετά. Ιδιαίτερα οι παιδικοί έρωτες χαραγμένοι βαθιά στην ευαίσθητη ψυχούλα, μας τυραννούν ακόμη ερχόμενοι ανεξήγητα στα όνειρα, να μας δηλώσουν παρόν.
Όπως το φίλο Στέλιο που ζει ακόμα σαν σε όνειρο. Τέλειος σκιτσογράφος του γυναικείου φύλου. Αιώνια ερωτευμένος με την ιδανική γυναίκα. Η Μαντόνα των παιδικών του χρόνων, όπως συνήθιζε να λέει στις εξομολογήσεις του, ήταν ένα αγοροκόριτσο που το είχε φιλήσει η μισή τάξη εκτός απ’ αυτόν.
Το κορίτσι ήταν άπιαστο στο τρέξιμο, έτσι και το κυνηγούσες.
Μια μέρα το κυνήγησε και ο μικρός Στέλιος. Στο τέλος το έπιασε, του σήκωσε τη φουστίτσα, είδε ότι φορούσε κίτρινο βρακάκι και μετά το άφησε. Στο έξης θα ήταν ερωτευμένος μ’ αυτό το άπιαστο όνειρο, και η Μαντόνα των παιδικών του χρόνων θα τον στοίχειωνε για όλη του τη ζωή. Θα μάθαινε να την ζωγραφίζει, να της ετοιμάζει φαγητό, αλλά δεν θα την έκανε ποτέ δικιά του. Οι παλιές αγάπες του μιλούν ακόμη μέσα του. Τον ταλαιπωρούν ακόμη γιατί δεν έχει κλείσει ο κύκλος τους, και έρχονται και ξαναέρχονται σαν αναμνήσεις απ’ τα παλιά να του ανοίξουν την πληγή.
Κι εσύ να ξέρεις ότι μόνο μια νέα αγάπη θα είναι το βάλσαμο και το φάρμακο της λησμονιάς. Να μη θέλεις όμως να κόψεις τον ομφάλιο λώρο που σε δένει μ’ αυτές. Είναι κάτι που πρέπει να εξηγήσεις, αν θες να βρεις την αλήθεια, και να επέμβεις στο μέλλον σου, στο ριζικό σου. Γιατί αυτό πρέπει να σου αποτυπωθεί σαν ιδέα: Ανασκαλεύοντας το παρελθόν με τα κατάλληλα εξωτερικά ερεθίσματα, και κατανοώντας τα προβλήματα που είχαν προκύψει τότε, χαλάμε την περιοδικότητα επανεμφάνισής τους, σπάμε τον φαύλο κύκλο και άρα μπορούμε να επέμβουμε στο μέλλον μας και να το αλλάξουμε. Προς το καλύτερο θα ήθελα. Γιατί η πορεία μας στο μέλλον, έχει χαραχτεί με σημάδια στο παρελθόν. Μόνο κατανοώντας αυτά τα σημάδια, μπορούμε να γλυτώσουμε απ’ την περιδίνηση στον προσωπικό μας λαβύρινθο. Το σώμα και το πνεύμα θέλουν τροφή. Αυτή την προσφέρει ο έρωτας, όπως τον αντιλαμβάνεται ο καθείς. Το θέμα είναι καθαρά προσωπικό, και το ξέρει ο καθένας καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον ξένο. Έχουμε σύμμαχο τον εαυτό μας όπου μας γνωρίζει καλύτερα. Οι συμβουλές περιττεύουν. Πολύ ψυχαναλυτικά ακούγονται αυτά για το Στέλιο.
Έτσι, παρ’ όλες τις συμβουλές, ο Στέλιος ακόμα ονειρεύεται και έχει κρεμάσει και την ταμπέλα, παρακαλώ μη με ξυπνάτε…
Αριστείδης Αρχοντάκης
Ποιητική ματιά!!! Ωραία γραφή!!!