Μεταξύ λογικής και συναισθήματος βρέθηκα να παραληρώ. Ποιο να διαλέξεις και κυρίως πώς; Η λογική λέγεται ότι σε προστατεύει, ότι σε διαφυλά, ότι καθοδηγεί κάθε βήμα σου προνοητικά. Ένα κι ένα κάνουν δύο και τα δυο είναι καλύτερα του ενός. Τόσο μοναχικό, οπωσδήποτε πρέπει να του προσθέσεις άλλο ένα, ώστε να το καταργήσεις τόσο ως μοναδικότητα όσο και ως μοναξιά. Τι συλλογικό αυτό το άθροισμα! Να που πάλι παρασύρθηκα. Ορμητικό ποτάμι τα συναισθήματα κι αόριστο.
Δύσκολο εγχείρημα να ακολουθείς τη λογική. Θαρρείς πως μερικές φορές δεν τη συναντάς ούτε ως δυνατότητα. Θαρρείς πως δεν σε αφορά ακόμα και η υπόθεση της ύπαρξής της. Ή πάλι ίσως έτσι θέλεις να πιστεύεις. Αν και πάντα ανασφαλής, προτιμάς να αποφεύγεις όσα εκείνη σου υπόσχεται. Δεν θες τις υποσχέσεις της ούτε τα ελπιδοφόρα συναισθήματα που σου γεννά εν αναμονή εκπλήρωσης των εγγυήσεών της. Είναι κι εκείνος ο αστάθμητος παράγοντας βλέπεις… Φοβάσαι μήπως σε προδώσει κι εκείνη κι έπειτα πού απομένει να απευθυνθείς; Επιλέγεις, έτσι, να μην την ακολουθείς, αυτονομείσαι, κι όμως σαν άσσο στο μανίκι την κρατάς, έτσι για ώρα ανάγκης. Μακριά από μας.
Κι η ώρα της ανάγκης καταφτάνει πιο μισητή από ποτέ, καθώς σε υποχρεώνει να επικαλεστείς την ψυχρή λογική που τόσο σε φοβίζει. Να φανερώσεις τα κρυμμένα σου χαρτιά. Και δίχως να μπορείς να κάνεις διαφορετικά την αφήνεις να σε διαπεράσει και να σε κατευθύνει· και παγώνεις. Παγώνεις από την τάξη που επώδυνα σου επιβάλλει, τρέμεις εμπρός στον μονόδρομο που σου διανοίγει, θρηνείς για την αδιάφορή της φύση. Ξάφνου το ένα κι ένα δεν το θες ούτε ως άθροισμα, παρά τη συλλογικότητά του, θες τα δυο τους ξέχωρα και μοναχικά, καλύτερα έτσι απ’ το να ’χεις ένα άθροισμα ψυχρό. Έτσι την προδίδεις την πιο ακατάλληλη στιγμή, κι αυτή εκδικητική πάντα, σε αντάλλαγμα σου αφήνει ένα μούδιασμα που όσο και να το αποδιώχνεις εκείνο σε στοιχειώνει, σαν να ’σουν υποχρεωμένος λόγω της έλλογης φύσης σου να την ενστερνιστείς.
Πλέον επιβαρυμένος με το μούδιασμα, που μοιάζει να σε απορροφά χωρίς να αφομοιώνει μαζί και την ώρα της ανάγκης, το ρίχνεις στην πίστη. Αυτή δεν ενέχει ψήγμα λογικής ούτε συναισθήματος, μα μήτε και αποτέλεσμα μιας σωστής δοσολογίας ανάμειξής τους συνιστά. Κινείται πέρα από κάθε λογική και καταψύχει κάθε συναίσθημα. Απογυμνωμένη και ανεξάρτητη αναζητά υποδοχείς· όχι ως προσθετέους για λογικά και ανιαρά αθροίσματα-παιχνίδια, τον καιρό της να περνά, αλλά ως συντρόφους παροδικούς σε μια ανιαρή αιωνιότητα ανταμείβοντάς τους συχνά για την καλή τους την παρέα. Αιωρείται, έτσι, ανάμεσα στ’ ανθρώπινα καθιερώνοντας αποδόσεις σε υποθέσεις πότε λογικές και πότε άλογες. Αποδόσεις που σε ξεπερνούν αλλά που μοιάζει για πρώτη φορά να σε λογαριάζουν, σε αντιδιαστολή με τις υποθέσεις που όλα δικά τους τα θέλουν και από αυτές τα εξαρτούν. «Αν το ένα και αν το άλλο»… Έτσι, σε διατηρεί ασφαλή απέναντι στη λυσσασμένη λογική που τόσο αδιαφορεί για σένα, και σε απελευθερώνει από συναισθήματα που δεν είσαι προικισμένος για να ορίζεις.
Τα χαρτιά της δεν τ’ ανοίγει ποτέ, μα γνωρίζεις πως δεν έχει ανάγκη ούτε από άσσους ούτε από μανίκια. Θα ’θελες να της μοιάζεις, όμως δεν μπορείς. Κι έτσι, τουλάχιστον την υιοθετείς. Χωρίς χαρτιά, επισημότητες και σφραγίδες. Δική σου την κάνεις στη στιγμή, παρά τις επιστήμες σου, που πάντα υπερασπιζόσουν συγχρόνως με την αποδεικτική τους λογική.
Στα κομμάτια η επιστήμη και η λογική.
Στα κομμάτια κι οι συναισθηματισμοί που σε σέρνουν μια από εδώ και μια από εκεί.
Κι η ώρα της ανάγκης περνάει. Κι η πίστη μπαίνει ξανά στο χρονοντούλαπο, επαγρυπνώντας και αναμένοντας σαν σκύλα πιστή την επόμενη επίκληση για συνεργατική σύσταση… υποθετικών λόγων. Πραγματικών ή αντίθετων του πραγματικού.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ