Εξομολογήσεις ενός πρώην αριστεριστή
Η ένωση της ψυχής με το σώμα
δεν είναι με κανένα τρόπο ανώτερη
απ’ το χωρισμό τους.
ΠΛΑΤΩΝΑ (Νόμοι, 828D).
Θα σου φανεί παράξενο, αλλά ποτέ δε φοβήθηκα τον θάνατο. Αντιθέτως, τρέμω τα γερατειά. Πρόκειται για την ασθένεια με τους περισσοτέρους θανάτους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Καμιά άλλη αρρώστια, ούτε πόλεμος, ούτε φυσική καταστροφή δεν αφάνισε τόσες ζωές. Η ιατρική δεν κατάφερε να βρει ένα φάρμακο, ένα εμβόλιο, μια θεραπεία, όπως για τόσες άλλες θανατηφόρες ασθένειες. Αυτό που ισχυρίζεται ότι πέτυχε η Γηριατρική, είναι να παρατείνει τα γηρατειά. Ας μη γελιόμαστε όμως. Κανείς δε θέλει να ζήσει περισσότερα χρόνια ως γέρος, αλλά όλοι θέλουν να ζήσουν περισσότερο ως νέοι ή έστω, ως μεσήλικες. Όλα τα πειράματα και οι έρευνες περί αθανασίας είναι μπούρδες. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Κρυογονική. Ποιος λογικός άνθρωπος θέλει να καταψυχτεί γέρος και να αποψυχτεί εκατό χρόνια αργότερα ως γέρος πάλι; Εκτός από τη φυσιολογική άνοια, θα έχει και μια ιστορική τρύπα εκατό ετών. Άσε που δε θα μπορεί να καταλάβει τι του γίνεται. Θα πάθει πολιτισμικό σοκ. Σαν τη μάνα μου, που όταν πρωτάκουσε για τις ηλεκτρικές σκούπες από την αδελφή της, η οποία ζούσε στην Αμερική τη δεκαετία του ’50, νόμιζε ότι πρόκειται για σκούπες που σκουπίζουν από μόνες τους. Και να σκεφτείς ότι ζούσε στον καιρό της. Αλλά σε άλλο τόπο. (γέλιο)
Την πρώτη φορά που με απασχόλησε το θέμα του θανάτου ήταν στα δεκαεπτά μου, όταν μια ξαδέλφη μου, μεγαλύτερη κατά πέντε χρόνια, μου έκανε στοματικό έρωτα. Ήταν η πρώτη μου φορά. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά την ώρα του οργασμού, που αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Αργότερα, έμαθα ότι πεθαίνουν. Όχι όλοι. Μερικοί τυχεροί… (γέλιο) Πάντως η λίστα δεν είναι μικρή. Μιλάω για τον περίφημο «Γλυκό Θάνατο». Θες ονόματα;
Για κάποιο λόγο που δε θυμάμαι πια, από μικρός την έβρισκα να συχνάζω στα νεκροταφεία. Στην Ευαγγελίστρια, στη Θεσσαλονίκη, στο Α’ νεκροταφείο, στην Αθήνα, στο Père Lachaise, στο Παρίσι. Ένιωθα μια αγαλλίαση ανάμεσα στους νεκρούς. Μια ηρεμία. Περνούσα ώρες πολλές κάνοντας διάφορα πράγματα, όπως κάνουμε στα δημόσια πάρκα, αλλά κυρίως διαβάζοντας. Τα δυο πρώτα μου χρόνια στο Παρίσι μελετούσα για το Πανεπιστήμιο στο νεκροταφείο. Ένιωθα σαν να είμαι σε υπαίθρια γκαλερί. Έπαιρνα το κολατσιό μου και τον καφέ και πήγαινα για πικ-νικ. Περπατούσα και διάβαζα τις επιτύμβιες πλάκες στους τάφους, χάζευα τις φωτογραφίες των πεθαμένων. Θαύμαζα τα ωραία αγάλματα και καμιά φορά διάβαζα δυνατά Καρυωτάκη. Και Καβάφη. Υπάρχει μια ερωτική ατμόσφαιρα στα νεκροταφεία. Φανταζόμουν επίσης τον τάφο μου. Ένα μεγάλο λευκό αυγό. Σαν το Κοσμικό Αυγό, πριν τη δημιουργία του κόσμου. Πόσο κράτησε αυτή η εμμονή; Μέχρι τα είκοσι δύο μου. Μετά άρχισα να συχνάζω σε καφενεία και σε μπαρ. Άφησα τους χώρους των πεθαμένων κι άρχισα να συχνάζω στους χώρους των μελλοθάνατων. (γέλιο) Τότε ήταν που η καύση άρχισε να φαντάζει ελκυστικότερη από την ταφή. “Et vogue le navire…’’. Τι ωραία αυτή η ταινία του Φελλίνι…
Αυτό που επίσης μισώ, είναι οι χρόνιες αρρώστιες και η αναπηρία, που σε ρίχνουν στο κρεβάτι για καιρό και σε ταπεινώνουν με πόνο και αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης. Οι αρρώστιες που σε παραμορφώνουν, που σου στερούν την ικανότητα να σκέφτεσαι ή να έχεις ερωτική ζωή, που προκαλούν τον οίκτο των συνανθρώπων σου. Είναι εξευτελιστικό να σε λυπούνται οι άλλοι.
Θυμάμαι τον πατέρα μου, στα τέλη του ’80, που τον έλιωσε ο καρκίνος σαν οδοστρωτήρας. Τον παραμόρφωσε. Όταν τον είδα άρχισα να κλαίω, όχι γιατί επρόκειτο να πεθάνει, αλλά επειδή δεν μπορείς ν’ αφήνεις τον κόσμο αυτό χωρίς μια αξιοπρεπή εικόνα. Το ήξερε αυτό. Ήταν περήφανος άνθρωπος. Κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι του πατρικού μας, μου έλεγε να πω ότι κοιμάται. Δεν ήθελε οι συγγενείς και οι φίλοι να τον λυπούνται βλέποντας τον έτσι, άσχημο και σκελετωμένο, χωρίς τα ωραία καλοχτενισμένα κατσαρά του μαλλιά. Υπήρξε ωραίος άντρας ο πατέρας μου στα νιάτα του. Σε μια παλιά φωτογραφία μπροστά στο Λευκό Πύργο, στη Θεσσαλονίκη, με μαύρα γυαλιά ηλίου αλά Ωνάσης και μια ωραία κουστουμιά με σταυρωτό σακάκι, κρατούσε μ’ αυτοπεποίθηση αγκαζέ την κατά 20 πόντους ψηλότερη μητέρα μου, σαν τρόπαιο. (γέλιο) Τελικά, ο καλός θάνατος, είναι ο απροσδόκητος θάνατος, ο ξαφνικός.
Τη δεκαετία του ’60 μέναμε σε μια πολυκατοικία στη οδό Φιλίππου, στη Θεσσαλονίκη, δίπλα στην Αρχαία Αγορά. Αριστοτέλους. Τότε οι πολυκατοικίες ήταν σαν μικρά χωριά. Δεν υπήρχε φόβος για τίποτα και τα κλειδιά ήταν επάνω στις εξώπορτες όλη μέρα. Θυμάμαι τις γειτόνισσες να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι μας για να δανειστούν ζάχαρη ή καφέ, αλλά και για να μας αφήσουν κομμάτι από κάποιο γλυκό ή ένα πιάτο φαγητού που είχαν ετοιμάσει νωρίτερα. Ο αδελφός μου κι εγώ πηγαίναμε στο Γυμνάσιο. Η αδελφή μου ήταν μεγαλύτερη κατά έξι χρόνια και φοιτούσε στο νομικό τμήμα του Αριστοτέλειου. Είχε μια κολλητή φίλη και συμφοιτήτρια, που έμενε κι αυτή με την οικογένεια της στην ίδια πολυκατοικία. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός κι όταν έγινε το πραξικόπημα το ’67, τον αποστράτευσαν ως «δημοκρατικό». (γέλιο) Άκου εκεί δημοκρατικός. Σοβαρό παράπτωμα την εποχή εκείνη…
Το όνειρο του στρατηγού ήταν να κάνει τον γύρο του κόσμου. Μόλις εισέπραξε το παχυλό εφάπαξ, έφυγε με τη σύζυγο του ταξίδι. Από τις καρτ- ποστάλ που έστελναν στη κόρη τους μαθαίναμε που βρίσκονται. Κωνσταντινούπολη, Μόσχα, Τόκιο, Ρίο ντε Τζανέιρο, Λος Άντζελες, Λονδίνο, Παρίσι, Μαδρίτη, Ρώμη, Καζαμπλάνκα, Κάιρο κι άλλα πολλά μέρη. Κάτι μήνες μετά, η φίλη της αδελφής μου μας πληροφόρησε ότι οι γονείς της είναι στη Λευκωσία κι επιστρέφουν επιτέλους σε τρεις μέρες. Ετοιμαστήκαμε όλοι για την υποδοχή και την ημέρα που έφτασαν έγινε μια γιορτή στην πολυκατοικία που κράτησε μέχρι το πρωί. Εμείς, τα πιτσιρίκια, παίζαμε έξω στις σκάλες γιατί το διαμέρισμα τους ήταν ασφυχτικά γεμάτο από φίλους, συγγενείς, γείτονες και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Όταν ξύπνησα την άλλη μέρα το μεσημέρι, η πολυκατοικία ήταν βουτηγμένη στο πένθος. Ο απόστρατος στρατηγός κοιμήθηκε, αλλά δεν ξύπνησε. Δεν ένιωσα λύπη. Η αδελφή μου, ντυμένη στα μαύρα, μου είπε πως είμαι αναίσθητος. Εγώ όμως -και ήμουν ο μόνος- έβλεπα στο γεγονός αυτό κάτι το εξαιρετικό, κάτι το μεγαλειώδες. Έτσι θα ήθελα να πεθάνω. Από τότε μπορώ να πω ότι έγινα οπαδός της αυτοκτονίας. Μη φαντάζεστε κάτι δραματικό. Δεν είμαι βίαιος τύπος. Απλά αποφάσισα ότι, αν ποτέ πάθω κάποια ανίατη ασθένεια, απ’ αυτές που προκύπτουν σαν πολύ αυστηρές τιμωρίες, θα πρέπει να ξέρω πώς να τερματίσω τη ζωή μου, ακυρώνοντας τα σχέδια εκείνου που αποφάσισε κάτι τέτοιο για λογαριασμό μου.
Άρχισα να διαβάζω. Τότε αυτό, δεν ήταν τόσο εύκολο. Βλέπεις, δεν υπήρχε και το ίντερνετ. Ξημεροβραδιαζόμουνα σε διάφορες βιβλιοθήκες. Σε ηλικία είκοσι πέντε ετών ήξερα ήδη μερικές δεκάδες τρόπους ανώδυνου οικειοθελούς θανάτου. Ανώδυνου και μη αιματηρού. Όχι πτώση από ψηλά, όχι πήδημα στις ράγες του τραίνου, όχι κρέμασμα, όχι αυτοπυρπολισμό κι άλλες τέτοιες αγριότητες. Όπως σου είπα ήδη, σημασία έχει τι εικόνα θα αφήσουμε πίσω μας. Κατά τα άλλα, ίσως δεν μπορείς να φανταστείς πόσο εύκολο είναι να πεθάνεις. Τα σπίτια μας είναι γεμάτα από θανατηφόρες ουσίες που αγοράζουμε από το σούπερ μάρκετ. Διαβάζοντας, ανακάλυψα επίσης μια εντυπωσιακή σε έκταση λίστα πολύ σπουδαίων ανθρώπων που αυτοκτόνησαν. Γιατί άραγε πρόσωπα μορφωμένα, ταλαντούχα κι ευφυή, αυτοκτόνησαν κι εξακολουθούν να αυτοκτονούν; Είναι μήπως άρρωστα, πάσχουν από κατάθλιψη ή το κάνουν για να μας εκνευρίσουν; (γέλιο) Μεταξύ τους κι ο συνονόματος Περικλής Γιαννόπουλος. Στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στη θάλασσα.
«Με μία σφαίρα στο κεφάλι, ενώθηκε για πάντα με την ελληνική φύση που τόσο είχε αγαπήσει. Προηγουμένως είχε κάψει πολλά ανέκδοτα έργα του (κατά μαρτυρίες μια εργασία περί της αρχιτεκτονικής, καθώς και διηγήματα φαντασίας) σημειώνοντας ότι, αφού η Ελληνική Φύση τα ενέπνευσε στον ίδιο, θα τα ενέπνεε και σε άλλους στο μέλλον». Στον κόλπο του Σκαραμαγκά… Ουάου! Αυτός δεν ήταν «ένας θάνατος». Αυτός ήταν «ο έξοχος θάνατος». Αν είναι να πεθάνεις, είπα στον εαυτό μου, τουλάχιστον να πεθάνεις ένδοξα η έστω πρωτότυπα. Δεν είναι μόνο θέμα αξιοπρέπειας, αλλά και θέμα αισθητικής. Πάντως όχι στο Σκαραμαγκά! Σήμερα δε χρειάζεται να αυτοπυροβοληθείς … Πεθαίνεις αμέσως από τη μόλυνση. (γέλιο)
Αστειευόμενος έλεγα σε φίλους μου, ότι θα κάνω μια ταινία και στην πρεμιέρα της θα πεθάνω όπως ο ήρωας μου στο τέλος της. Αυτό στα τριάντα τρία μου. Συμβολικός αριθμός το τριάντα τρία. Αν δεν πεθάνεις τότε, η επόμενη καλύτερη ημερομηνία είναι τα γενέθλια σου. Παρένθεση…
Ύστερα μου φάνηκε καλύτερο αν προσποιούνταν πως πέθαινε ο ηθοποιός στην ταινία. Αυτό μου έδωσε μια πολύ καλή ιδέα κι έγραψα ένα ολόκληρο σενάριο για μια ταινία, όπου δεν πεθαίνει κανένας. Ο μοναδικός θάνατος που υπάρχει, είναι τελικά απάτη. Δυστυχώς ή ευτυχώς (γέλιο), ακόμα δεν κατάφερα να τη γυρίσω.
Τη δεκαετία του ’80, για να γλιτώσω το στρατιωτικό, έκανα δυο απόπειρες μέσα σε δυο χρόνια. Ψευδοαπόπειρες για την ακρίβεια, αφού ήξερα πως αυτά που πήρα όχι μόνο δε θα με σκότωναν, αλλά ούτε το στομάχι μου δε θα ενοχλούσαν. Πήρα όμως την απαλλαγή. Αφελώς νόμισα ότι αυτό ήταν όλο. Και όντως. Όσον αφορά το στρατό, αυτό ήταν όλο. Μόνο που, κανένα χρόνο αργότερα, ξύπνησα με την αίσθηση ότι ξεκίνησα να πάω κάπου και γύρισα πίσω. Είμαι από τους ανθρώπους που δε μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση κι αυτό το αίσθημα ήταν πολύ δυνατό, βασανιστικό. Κράτησε μάλιστα αρκετούς μήνες.
Σ’ αυτό το διάστημα προσπάθησα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την αυτοκτονία και τους αυτόχειρες, αλλά το θέμα είναι πολύ σημαντικό για να χωρέσει σ’ ένα φιλμ της μίας ώρας. Μετά, ως δια μαγείας αυτό το συναίσθημα εξαφανίστηκε, όπως γίνεται μ’ όλα τα πράγματα που αναβάλουμε για καιρό. Έμεινε όμως το ερώτημα. Τι υπάρχει μετά το θάνατο; Τι θα συναντούσα αν έφτανα στο τέλος της διαδρομής; Τι θα γινόμουν μετά το θάνατο; Ο Αϊνστάιν διατύπωσε τη θεωρία διατήρησης ύλης και ενέργειας. Τίποτε δε γεννιέται από το μηδέν και τίποτε δεν καταλήγει στο μηδέν. Ανατολικές θρησκείες λένε το ίδιο πράγμα, πολλούς αιώνες πριν το διαπιστώσει η επιστήμη. Ο Μάρκος Αυρήλιος γραφεί στα ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ: «Έξω του κόσμου το αποθανόν ου πίπτει». Τουτέστιν, στα νεοελληνικά: «Ό,τι πεθαίνει δε χάνεται, αλλά μένει μέσα στη φύση». Ακόμα και στο Κοράνι και στη Βίβλο αναφέρονται ο Παράδεισος και η Κόλαση. Όχι ότι αυτά μπορεί να έχουν κάποια σοβαρή σημασία. Μαρτυρούν όμως ότι κάτι υπάρχει. Κι αν κάποιοι γνωρίζουν… Δεν ξέρω πώς… Πώς να το εκφράσουν με ανθρώπινο λόγο; Είμαστε σαν τους ιθαγενείς που μιλούσαν για σιδερένια πουλιά κι εννοούσαν τα αεροπλάνα. Οι μυθολογίες όλου του κόσμου είναι γεμάτες από τέτοιες παρανοήσεις. Ε, λοιπόν, πιστεύω ότι κάτι υπάρχει. Ότι ο θάνατος δεν είναι ένα τέλος, αλλά μια «μετάβαση» σε κάτι άλλο. Σε κάτι για το οποίο δε διαθέτουμε τους κώδικες για να το εκφράσουμε, ούτε την εμπειρία για να το κατανοήσουμε. Αυτό όμως και μόνο, ότι κάτι υπάρχει, κάνει την ιδέα του θανάτου ακόμα περισσότερο φιλική.
«Όταν αποκλείσεις όλους τους παράδοξους τρόπους για να εξηγήσεις κάτι, τότε ο πιο απλός είναι ο πιο πιθανός», έλεγε ο αγαπητός μου Sherlock Holmes…(γέλιο)
Όπως έχεις καταλάβει μ’ αρέσει να μιλάω για τον θάνατο, ενώ οι περισσότεροι νιώθουν δυσφορία και κάποιοι φρικάρουν τελείως. «Τους ανθρώπους ταράζουν όχι οι καταστάσεις που περνούν, αλλά οι ιδέες που έχουν γι’ αυτές. […] Τον θάνατο τον κάνει φοβερό η ιδέα ότι είναι φοβερός.» Άκου τι λέει ο Επίκτητος (Εγχειρίδιο,V).
Δεν είμαι μανιακός. Δε μου αρέσουν οι ταινίες σπλάτερ, ούτε να βλέπω πτώματα. Ο θάνατος είναι συναρπαστικός όταν δε συμβαίνει επί σκηνής, αλλά κάπου αλλού, όπως στην Αρχαία Τραγωδία. Έτσι κι εγώ. Όταν μιλάω για τον θάνατο, στην πραγματικότητα μιλάω για τον δικό μου θάνατο. Αυτόν που δε θα δω εγώ, αλλά κάποιοι άλλοι. Αυτόν που θα συμβεί εκτός του δικού μου πεδίου αντίληψης. Η αδελφή μου έλεγε ότι ο τρόπος που μιλάω για τον θάνατο είναι σαν να φλερτάρω. Έτσι, όπως συμβαίνει και στο φλερτ, από τη μια υπάρχει επιθυμία κι απ’ την άλλη φόβος. Επιθυμία για το υποκείμενο και φόβος απόρριψης απ’ αυτό. Κάπως έτσι είναι. Σε κανένα δεν αρέσει να τον απορρίπτουν, αν και ο θάνατος δεν έχει ανάγκη να τον φλερτάρουν… (γέλιο)
Από τότε δεν ξανάκανα απόπειρα. Εξακολουθώ όμως να το θέλω. Έτσι η ζωή μου αποκτά σασπένς. Ο Χίτσκοκ έλεγε ότι το καλύτερο σασπένς σε μια ταινία είναι αυτό που οι θεατές περιμένουν να συμβεί και που δε συμβαίνει στο τέλος…(γέλιο) Αστειεύομαι. Η αυτοχειρία δεν είναι πάντα μια πράξη δειλίας. Χρειάζεται γενναιότητα. Ούτε όλοι οι αυτόχειρες είναι άρρωστα άτομα. Αυτό προέκυψε μέσα από το μίσος που νιώθει ο χριστιανισμός για τον θάνατο. Θεωρεί τον θάνατο αμαρτία. Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Όταν ανάβει το πράσινο για τους ζωντανούς, απλά πρέπει να περάσεις απέναντι. Το ίδιο δε συμβαίνει και με τη γέννηση; Με τη διαφορά ότι τότε, δε σε ρωτάει κανείς αν θέλεις να έρθεις σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην αρχαία Αθήνα τους αυτόχειρες τους θάβανε με τιμές ηρώων. Γιατί η ώρα, ο τρόπος και ο τόπος που θα διάλεγαν να πεθάνουν ήταν η ύστατη ελεύθερη επιλογή του ελεύθερου πολίτη. Και είναι η ύστατη επιλογή. Είναι μύθος ότι όλοι οι αυτόχειρες αφήνουν σημειώματα συγνώμης. Ο αυτόχειρας δεν αισθάνεται απαραίτητα ενοχή για τη μελλούμενη πράξη του, ούτε το κάνει πάντα για να εκδικηθεί ή να αποφύγει κάτι. Κι αν κάποιοι αυτόχειρες ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, τότε δεν είναι αυτοί που πρέπει να κατακριθούν, αλλά η κοινωνία μας. Η ντροπή ανήκει στην κοινωνία. Άσε που η αυτοχειρία μπορεί να είναι ο τέλειος φόνος, γιατί κανείς δε συλλαμβάνεται στο τέλος (γέλιο).
Ο Επίκτητος λέει -μπορεί και να μην το λέει, αλλά εγώ αυτό κατάλαβα από το δυσνόητο δοκίμιο του Τζέισον Ξενάκη για τον Επίκτητο- ότι κάποιος αφήνει οικειοθελώς αυτήν τη ζωή, μόνον όταν ξυπνήσει ένα πρωί και διαπιστώσει πως ο λόγος για τον οποίο ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο, έχει εκπληρωθεί. Καλό δεν ακούγεται; Δηλαδή, με δυο λόγια είπε ότι για να γίνει κάποιος αυτόχειρας, πρέπει να έχει ένα κίνητρο, όπως ακριβώς και στο φόνο. Προτείνει λοιπόν αυτό ως το πιο κατάλληλο κίνητρο. Ταυτόχρονα όμως έθεσε κι ένα αίνιγμα· τι αντιπροσωπεύει αυτός ο σκοπός; Πως αυτοπροσδιορίζεται; Πώς ανιχνεύεται; Γιατί ήρθα σ’ αυτό τον κόσμο; Ποιος είναι ο σκοπός που πρέπει εγώ να εκπληρώσω; Τόσα χρόνια ζωής κι ακόμη δεν κατάφερα να απαντήσω. Το περιβόητο «νόημα της ζωής». The bright side of life… (γέλιο)
Όμως όλα αυτά είναι λίγο θεωρητικά. Στη πράξη, άρχισα να εξοικειώνομαι με το θάνατο τα τελευταία πέντε χρόνια, όταν ο Χάρος μπήκε στην αυλή μας κι άρχισε να προσκαλεί τους καλούς μου φίλους και συναδέλφους. Άλλους βίαια κι άλλους ξαφνικά και ανώδυνα. Δεν έχει σημασία. Αυτό δεν είναι κάτι που με τρομάζει. Μάλλον πρέπει ν’ αρχίσω πάλι να συχνάζω στα νεκροταφεία, γιατί στα μπαρ συναντώ όλο και λιγότερους γνωστούς… (γέλιο)
Τελικά, τι είναι αυτό που με κρατάει ακόμα ζωντανό; Είναι το γεγονός ότι ακόμη δεν έχω καταλάβει τον λόγο για τον οποίο είμαι εν ζωή; Δε νομίζω. Είναι γιατί ακόμη δεν τα έχω χάσει όλα. Δεν πρέπει όμως να σου κρύψω, ότι περιμένω με ανυπομονησία εκείνο το πρωί που θα ξυπνήσω και θα ξέρω πως αυτό που μου αναλογεί σαν «αξιοπρεπής ζωή», έχει εξαντληθεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι να είμαι έτοιμος για έναν ανώδυνο, αναίμακτο, γρήγορο και διακριτικό θάνατο. Όχι απαραίτητα ξεχωριστό. Όταν αποφασίσεις να πεθάνεις, εγκαταλείπεις κάθε ματαιοδοξία. Ελπίζω να συμβεί σύντομα κι όχι σε προχωρημένα γερατειά, γιατί θέλω ν’ αφήσω μια ευπρεπή εικόνα πίσω μου. Εκτός κι αν ευτυχήσω να με προλάβει ο αιφνίδιος θάνατος, ειδικά αν είναι «Γλυκός», σαν του Félix Faure. Αλλά αυτό προϋποθέτει μια Marguerite Steinheil…(γέλιο) Εδώ νιώθω υποχρεωμένος να παραφράσω τον Μένανδρο: «Αυτόν που οι θεοί αγαπούν, δεν πεθαίνει γέρος».
Οι σκέψεις περί θανάτου κι αυτοχειρίας, δε σημαίνουν ότι δεν αγαπάς τη ζωή, δε σ’ εμποδίζουν να έχεις μια καλή ζωή, ούτε σε εμποδίζουν να είσαι άνθρωπος αισιόδοξος και να κάνεις σχέδια για το μέλλον, ακόμα κι αν αμφιβάλεις ότι αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν. (γέλιο)Έτσι αισθάνομαι. Αυτό λέει κι ο Επίκουρος. Απλά έχω συνείδηση της φθαρτότητας μου. Απλά αποδέχομαι ότι η Ζωή είναι κάτι μεγαλύτερο και μπορεί να υπάρχει και χωρίς εμένα, χωρίς τη δική μου ύπαρξη. Γιατί, πως είναι δυνατόν να μου απαγορεύουν να διαχειριστώ όπως θέλω εγώ την ύπαρξη μου; Πως είναι δυνατόν να φέρω ευθύνη για όλες τις επιλογές στη ζωή μου, εκτός απ’ αυτή του θανάτου μου; Έχω ή δεν έχω ελεύθερη βούληση;
Ως προς αυτό, “Il n’y a pas de réponse parce qu’il n’est pas question”… (γέλιο) Ακόμα μια παράφραση του φίλου μου Duchamp.
Νίκος Γιαννόπουλος