Τις νύχτες, είναι άλλος. Η ψυχή του δραπετεύει στο σκοτάδι. «Πεινασμένη», τις κλεμμένες ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα αρπάζει, να σωθεί. Kάθε πρωί ο ίδιος φόβος. Μην την χάσει. Μη του θυμώσει κι αρνηθεί τη φυλακή της. Μη τον εγκαταλείψει στο βαρύ κενό, να ζήσει όσο του μένει. Αυτόν τον θάνατο τον τρέμει, γιατί θα έχει τη δική του υπογραφή. Στην ιδέα του άλλου, του φυσικού, συνήθισε.
Ο πυρετός τον καίει. Στο διάολο τα χάπια. Ξαπλωμένος στη σεζλόγκ της βεράντας, ανοίγει το πουκάμισο. Η φθινοπωρινή δροσιά τον τυλίγει ανακουφιστικά. Στο δρόμο οι περαστικοί κουμπώνονται, σηκώνουν τους γιακάδες, ανοίγουν το βήμα. Ο ήχος από τις γειτονικές μπαλκονόπορτες που κλείνουν μία μία, τον εξορίζει στη μοναξιά του. Ο μαύρος, συννεφιασμένος ουρανός κατεβαίνει, τον πλακώνει. Τρυπάει τα σύννεφα με το στήθος του κι ελευθερώνεται. Το κορμί του, αιωρούμενο όριο γης και ουρανού, μετατρέπεται σε μια λεπτή εύκαμπτη φλούδα, γίνεται διάφανο. Μόνο τα μισόκλειστα μάτια κι η αίσθηση ορίζουν πια την ύπαρξή του. Και τότε η μαύρη τρύπα της μνήμης τον ρουφάει σ’ένα αλλοτινό γνώριμο σύμπαν.
«Κοίτα τον ουρανό απόψε, Ίγκριντ! Mην τον αφήνεις στιγμή απ’ τα μάτια σου. Σε λίγο, εκατοντάδες αστέρια θ’αρχίσουν να πέφτουν. Συμβαίνει κάθε Φθινόπωρο στα μέρη μας. Είναι σαν την τελευταία γιορτή πριν από τη σκοτεινιά του Χειμώνα. Μια βροχή από αστέρια! Μονάχα να τα προλάβουμε. Κράτα τις ευχές σου γι’ αυτά, αγαπημένη μου. Κράτα τες. Κάντο για μένα. Πριν χαθούμε… Μα τι έπαθες; Κλαις; Όχι, καλή μου, δεν είναι ήλιοι, ούτε πλανήτες. Όχι σου λέω, Ιγκριντ! Παρανόησες. Τίποτα δεν ταράζει την κοσμική ισορροπία. Αυτά είναι πεφταστέρια. Μικρά βότσαλα που ταξιδεύουν χαμένα στο χρόνο, τυλιγμένα στο μαύρο κύμα του σύμπαντος. Τα βλέπεις ξαφνικά, όταν η τροχιά τους συναντήσει τη γη. Τότε λαμπαδιάζουν και καίγονται. Η λάμψη τους διαρκεί μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Μια φωτεινή χαρακιά που προδίδει τη ζωντάνια του ουρανού. Είναι φωτιές Ινγκριντ! Ακούς; Φωτιές! Λάμπουν και καίγονται σαν τις ζωές μας που διασταυρώνονται. Είναι φωτιές, σου λέω! Σαν εμάς!»
Η αγκαλιά του γεμίζει απ’το κορμί της, το ζεστό της στόμα, το άρωμα των μαλλιών της. Ξαπλωμένοι στη μικρή βάρκα, μάρτυρες μιας ουράνιας αποκάλυψης, ταξιδεύουν χωρίς κουπιά, αφημένοι στο λίκνισμα του κύματος.
Τρέχει.
Τρέχει σαν τρελός με το ποδήλατο, να την προλάβει. Απανωτές οι πεταλιές, ανάσες κοφτές, ανάκατες με λυγμούς. Ένας άνεμος εχθρός τον εμποδίζει. Του χτυπάει το στήθος, του κλείνει τα μάτια, χώνεται στη μπλούζα του και σχεδόν τον γυμνώνει. Η μυρωδιά της θάλασσας τον ζαλίζει. Κόβει δρόμο απ’ τα χωράφια κατά το αεροδρόμιο και χάνεται πίσω απ’τις αγκαθιές.
«Μη φύγεις, Ίνγκριντ! Μείνε μαζί μου!… Μη σβήσεις!»
Ο πόνος στο στήθος γίνεται αφόρητος. Ο σφυγμός λυσσομανά στη φλέβα του λαιμού και μια μικρή λυτρωτική κραυγή πετάγεται απ’ το στόμα του δίνοντας χώρο στην ανάσα. Ανοίγει τα μάτια. Ο ουρανός πάνω του άφωτος, άδειος, χάσκει σαν τάφος. Νιώθει βαρύς. Μολυβένιος. Η γη τον νίκησε πάλι. Πάντα τον νικάει. Σαν τα πεφταστέρια κι αυτός στην τροχιά της, καίγεται.
Κρυώνει και ρίχνει κάτι απάνω του. Ο πυρετός μοιάζει ν’ανεβαίνει πάλι. Πίνει δυο γερές γουλιές απ’ το ξεχασμένο ποτό του στο τραπεζάκι. Το αλκοόλ ζωντανεύει το αίμα του, επιβάλλεται στις σκέψεις, ελευθερώνει τη νυχτόβια ψυχή του.
Ο σκύλος αλυχτάει στην πυλωτή. Κάτι, κάποιον αντιλήφθηκε μεσ’το σκοτάδι. Μια κίνηση, μια σκιά, μια μυρωδιά… Τρέχει σαν τρελός πάνω-κάτω. Θα παρασύρει και τους άλλους απ΄τα γειτονικά σπίτια, φώτα θ’ ανάψουν κι ίσως ο κλέφτης να διστάσει. Ίσως πάλι… Σταμάτησε. Ύποπτη σιγή. Κάπως τον ξεφορτώθηκε και τώρα θα σαλτάρει απ’ το δέντρο στο μπαλκόνι του πρώτου. Μια πόρτα έκλεισε με πάταγο. Φώτα αναβοσβήνουν κι ο οξύς ήχος ενός γυαλιού σπάει σε θρύψαλα το χρόνο. Φωνές ανήσυχες πνιγμένες πίσω απ’ τους τοίχους. Μετά, τρεχαλητό. Η ανάσα του φτάνει τ’ αυτιά μου. Η καρδιά του, άλογο αφηνιασμένο, τραντάζει το σπίτι, το τετράγωνο. Μια κραυγή αδειάζει την απελπισία της σε κατάρα και τον ακολουθεί. …
Μα, γιατί δεν αντιδρώ; Κανένας δεν το κάνει. Μας θάβει η νύχτα. Τα φαντάσματα κυκλοφορούν πια μόνο μέρες.
Αξημέρωτα, κάποιος κλαίει, ικετεύει, χτυπάει κουδούνια. Στέκει γυρτός, ξυπόλητος. Ασυνάρτητα λόγια φανερώνουν τη σύγχυση του μυαλού του. Η μάνα ανοίγει την πόρτα, τον σηκώνει και τον μπάζει στο σπίτι. Όχι. Δεν ήταν κλέφτης. Είναι… ο Λουκάς.
Ο Λουκάς που χάθηκε χρόνια απ’ τη γειτονιά. Ο εσώκλειστος του ψυχιατρείου. Ο Λουκάς της Άλκηστης. Το ίδρυμα έκλεισε στην κρίση κι αυτός γύρισε σπίτι του. Το «πειραγμένο», η καζούρα, το βάσανο, η ντροπή, ο καϋμός της μάνας, ο «μπάσταρδος», ο «κακομοίρης», ο «χαμένος», ο «τίποτας». Ο Λουκάς, ο … ουρανοκατέβατος. Ο Λουκάς. Το πεφταστέρι του Ωρίωνα που κάηκε πέφτοντας. Χωρίς ευχή.
Μπαίνει στο σκοτεινό σπίτι και κάθεται στο τραπέζι του. Μέσα στ’ ανάκατα φύλλα, τις στίβες των βιβλίων, τα μικρά χαρτάκια με σκόρπιες ιδέες που ήθελε πάντα να κρατήσει για μετά, βρίσκει το διακόπτη της λάμπας. Το κίτρινο φως της, προς στιγμή τον τυφλώνει και ορίζει το ζεστό χώρο του τραπεζιού που μέλλει να συγκεντρώσει για λίγες ώρες όλη του την ύπαρξη. Δεν νιώθει πια την αρρώστια του. Αρπάζει το μολύβι στα δάχτυλά του κι εκείνο διστάζει μετέωρο πάνω απ’το άγραφο λευκό χαρτί πριν γράψει. Λέξεις αρχίζουν να στριμώχνονται στο μυαλό του. Τραβολογάει η μια την άλλη για να μπουν σε σειρά. Άλλες παθιασμένες, φλογερές, θυμωμένες, φωνάζουν ν’ακουστούν περισσότερο. Άλλες ντροπαλές, αναποφάσιστες ψιθυρίζουν. Άλλες φοβισμένες κρύβονται στα σκοτάδια των σκέψεων και κοπιάζει να τις ανασύρει. Κι άλλες επίσημες και λόγιες πετάγονται σαν αυστηρές δασκάλες να τιμωρήσουν κάθε του υπερβολή. Μια όμως λέξη εμφανίζεται επίμονα μπροστά του. Αυτή δεν φωνάζει. Δεν σπρώχνει. Μόνο του υπαγορεύει σταθερά το όνομα: «Λουκάς!» «Λουκάς!»
Η μέρα είναι μια ξένη. Δεν την ορίζει. Τον προσπερνά αδιάφορα σαν ταλαιπωρημένη συνήθεια, σε μια δουλειά του ποδαριού.
Η νύχτα είναι σκέψη, παρατήρηση, επιστροφή στον εαυτό του, συγχώρεση και έρωτας. Η νύχτα είναι θηρίο που προκαλεί τις ορμές του. Ένα ασκί είναι από ανομολόγητες επιθυμίες. Παρασύρεται στο γκρεμό τους και χάνεται. Η νύχτα είναι απελπισία, πόνος, σπαραγμός, χαμός. Η νύχτα είναι άβυσσος αισθήσεων, συναισθημάτων, σκέψεων. Μια έρημος μοναξιάς, βουβού πόνου κι αρρώστιας. Η νύχτα είναι το σκοτάδι που το κατοικεί ως αυτόφωτος.
Γι’ αυτό, τις νύχτες ήταν άλλος. Έγραφε. Έγραφε για όσα επιθυμούσε και δεν μπορούσε να ζήσει. Έγραφε για όσα δεν θα ζούσε, παρά μονάχα μέσα απ’ τους άλλους.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΑΦΑΚΑ
Εξαιρετικό διήγημα!
μην φύγεις και εσυ ποτέ απο τον κόσμο της γραφής, θα είναι πιο φτωχός!!!
Συγχαρητήρια!!! Καταπληκτικό διήγημα!Μπράβο!!!
Εξαιρετικο διηγημα, μπραβο.
Εξαιρετικό…Εύγε
Εξαιρετική δουλειά! Ένα υπέροχο ταξίδι! Μπράβο Βασιλική Σιαφάκα!
Δίνει θαυμάσια την ψυχολογία και το κλίμα! Πολύ καλό!
Ωραία γραφή!
Καταπληκτικό διήγημα!! Πολλά συγχαρητήρια!
Πολύ όμορφο διήγημα γεμάτο εικόνες!!!
Μπράβο μπράβο!!!!!! Υπέροχο κείμενο!!!!!!!!!!!
Καταπληκτική ιστορία, λογοτεχνικό κείμενο με δράση, !!!!!!!!
Σ΄ευχαρισοτύμε για την όμορφη εμπειρία!!!!!
Άψογη γραφή.
Μπράβο Κική, θελουμε κι άλλο!!!
Εξαιρετικο!!! Καθε του προταση και μια εικονα. Συγχαρητηρια!!!!
Πολύ όμορφο διήγημα! Απορροφά τη προσοχή σου μέχρι το τέλος!
Kostas Feidantsis
⭐️
Βαθυ κ δυνατο!! Μια ενδιαφερουσα οπτικη στην ανθρωπινη φυση..
Πολυ ωραιο διηγημα.. συγχαρητηρια!!!
Αγωνία, τρυφερότητα, ευαισθησία. Ωραίο διήγημα!
Εξαιρετικό. Περιμένουμε και το επόμενο
Υπέροχο κείμενο!Πολύ ζωντανό και συγκινητικό.Μπράβο!!!
Πολύ ωραίο! Μπράβο!
Δυνατό! Πονεμένο! Τρυφερό! Σε παρασύρει στο ψυχισμό του ήρωα! Μπράβο Βασιλική!
ΤΕΛΕΙΟ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ…ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ….
Πολύ ιδιαίτερο !!! Γραφή ζωντανή , μεστή, πλούσια σε συναίσθημα .Σε παρασύρει , σε ξαφνιάζει,σε συγκινεί !!
Συναρπαστικο, θα ελεγα, αφοπλιστικα ενδιαφερον…
που το διαβαζεις με μια ανασα… διαβαζεις και σκεφτεσαι ενω μεσα σου γεννιουνται συναισθηματα…
που εγκυμονονει μεσα του καινουριες γεννες…
Πραγματικα με εξεπληξες ευχαριστα…
Πολυταλαντη.Συγχαρητηρια.
πολυ καλο,συνεχιστε
Εξαιρετικο κειμενο. Θερμα συγχαρητήρια.
Δυο παράλληλα σύμπαντα. Τη μέρα, αλλοτριωμένη ύπαρξη, «σαν ταλαιπωρημένη συνήθεια». Τη νύχτα, αυτόφωτος. Υπάρχει, βουτάει μέσα της σαν πεφταστέρι. Έμμεσα. Η γραφή-σωσσίβιο. Μα το πεφταστέρι κρατά όσο κρατά ένας στεναγμός. Μετά «μας θάβει η νύχτα. Τα φαντάσματα κυκλοφορούν πια μόνο μέρες».
Δυνατή γραφή, δυνατές εικόνες, ατμόσφαιρα που δεν την προσπερνάς αδιάφορα. Και κάτι ακόμα –η γείωση στο σήμερα. Ένα σχόλιο για το τώρα και τους αποκλεισμούς που επιβάλλει.
Ένα ΚΑΛΟ κείμενο.
ελένη ανυφ.
Συγχαρητήρια!δυναμική γραφή!
Μπραβο, υπεροχο διηγημα! Συγχαρητηρια για το κείμενο Βασιλική Σιαφάκα!!!!!!
Συνεπαίρνει η περιγραφή των σκηνικών. Εξαιρετική γραφή. Ωραια η παρομοίωση των ανθρώπων που συναντιούνται ως πεφταστέρια. Καλή επιτυχία!
Υπέροχο κείμενο, εξαιρετική γραφή! Συγχαρητήρια!!
You impressed me!!! I really love it!!
Διήγημα έντονου ρυθμού που διαβάζεται απνευστί! Στην σημερινή εποχή των mutli-media που ζούμε (και) μέσα από την ζωή των άλλων. Συγχαρητήρια στη συγγραφέα.
Συγχαρητήρια στη συγγραφέα! Καταπληκτικό διήγημα. Ειδικά για όσους ζούμε τις νύχτες… και πάλι μπράβο!
Ένα σύγχρονο διήγημα με ενδιαφέρουσα πλοκή, παραστατικό ύφος και ποιητική διάθεση στη χρήση της γλώσσας!
Μου άρεσε πολύ το κείμενο, μου άρεσε πάρα πολύ και η γραφή.Εύκολα και γρήγορα με ανέβασες Βασιλική στον αιθέρα να ενωθώ με τα
αστέρια.
Γι αυτό σε ευχαριστώ.
Συγχαρητήρια και καλή συνέχεια….
Δυνατό και μεστό σε νοήματα κείμενο. Μου άρεσε πολύ
Συγχαρητήρια!!
Πολύ ωραίο Βασιλική!
Ένα κείμενο που με έκανε να αναζητήσω αυτή τη σεζλονγκ την ώρα που έρχεται το βράδυ, για να δω και εγώ με την σειρά μου τα πεφταστέρια.
Γεμάτο δυνατές εικόνες και ωραία γραφή.
Καλοτάξιδο!
Έτσι, Βασιλική. Ζούμε μέσα απ’ τους άλλους και από τις λέξεις κρατιέται η ύπαρξη. Να μπορούσαμε να γραπώσουμε το χρόνο….
Πολυ ζωντανή γραφη, συγχαρητήρια!
Τις νύχτες, είναι άλλος. Η ψυχή του δραπετεύει στο σκοτάδι. «Πεινασμένη», τις κλεμμένες ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα αρπάζει, να σωθεί.
Σε κερδίζει από τις πρώτες φράσεις.
Καλή επιτυχία!!!! Πολύ όμορφο…ταυτίστηκα!!Συγχαρητηρια!!!
Σας ευχαριστώ όλους από καρδιάς! Μπορεί η Τέχνη να είναι ένας μοναχικός δρόμος, αλλά πέρα από την ελευθερία της έκφρασης, είναι επικοινωνία, είναι μοίρασμα. Καλή μας Χρονιά!
Μου άρεσε το παιχνίδι με την πλοκή. Το διάβασα δύο φορές και σκέφτομαι να το προωθήσω και σε γνωστούς μου. Ωραίο ύφος. Σαν ζωγραφιά.