Βαριά η ατμόσφαιρα. Ξαφνικά. Νήμα λεπτό, τριχοειδές, φτηνιάρικο και κουρελίδικο. Μία λεπτή κλωστή. Κόπηκε. Μαζί τα αστεία, τα γέλια, τα πειράγματα, τα ανοητέματα. Πρώτη φορά εκεί που είναι λες και βλέπεις τον Θεό να κλαίει. Μυρίζαμε ανθοβολήματα ανακατωμένα με αίματα. Έχει πιει αίμα αυτή. Έχει τη γεύση όλων όσοι χαθήκαν. Αυτών που πήρε. Των ανθρώπων που αγαπήσαμε. Και αυτών που μισήσαμε. Η γεύση τους μέσα της. Βαθιά. Για πάντα. Σκύβω και τη μυρίζουμαι. Κόβω τη σάρκα της. Τη βάνω στα χέρια. Αίμα. Ένα παράξενο σφαγείο. Και μόνο τη μνήμη να χαρακώσει μπορεί πια. Μόνο τις συνειδήσεις να μαστιγώσει. Αν ζουν ακόμα. Γιατί μπορεί και να ψόφησαν. Κεντρίζει και προκαλεί ανελέητα τα μάτια και τα μυαλά των δεκαεφτά χρόνων. Αγγίζει με δέος τη νεανική καρδιά, λαβώνει, κτυπά δυνατά και συνθέμελα τον θορυβημένο νεανικό νου. Άλλο να τ’ ακούς. Άλλο να το διαβάζεις. Ερωτηματικά, προβληματισμός, οργή, αγανάκτηση. Είναι η αδικία. Δεν μαντατεύεται με λόγια. Δεν ορμηνεύεται με ρητορέματα λογικοφανή. Ούτε με τις πιο ευφάνταστες λεξιπλασίες. Είναι το άλλο. Το καυτό. Το πηχτό. Το τρομακτικό. Το σκοτάδι. Σκιάζει το βλέμμα, συννεφιάζει την όψη. Μία ματωμένη αφή.
Γερμένη εκεί, ανάμεσα στις πλατυφυλλιές και τα αγιοκλήματα. Στα πόδια του βουνού. Σε ένα παράξενο κράμα. Πέτρες και χώματα και ψυχές εκεί πάνω. Έτοιμη να σε δαγκάσει. Και να σου κόψει κομμάτι. Όπως και τότε. 43 χρόνια πριν. Που μας έκοψε τη μισή. Και μείναμε μονάχοι. Αποσβολωμένοι. Με το βλέμμα καρφωμένο απέναντι. Ψηλαφούμε. Αγναντεύουμε. Ονειροπόλα και φανταστικά. Αυτά που ‘χαμε και δεν ζήσαμε, αυτά που με πάθος λατρέψαμε στα λόγια και στις νοσταλγικές αφηγήσεις, στα νανουρίσματα, στα ξορκίσματα, στις κατάρες και στις ευχές. Στα βλογήματα της μνήμης. Αυτά που από λάθη, μίση, πάθη, και εγωισμούς δεν κρατήσαμε. Και παραδώσαμε. Γιατί; Κανείς μας δεν ρώτησε. Ήμουν σίγουρος ότι όλοι ξέραμε. Δεν μιλήσαμε. Τι να λέγαμε; Σωπάσαμε. Μία βουβή σιωπή που μαρτυρούσε πολλά. Μία σφιγμένη γροθιά. Και ένα κράτημα. Κράτα τη ψυχή στο στόμα σου. Δάγκασέ την, στην ανάγκη. Να μείνει μέσα. Να μη φύγει.
Ένα χελιδόνι, μέσα από τα σουφρωμένα φρύδια, τα μουσκεμένα ματοτσίνορα, πέταξε μέσω της εκπροσώπου μήνυμα. Εμείς, σήμερα, 16 του Μάρτη του 2000, και κάθε μέρα πριν και περισσότερο μετά, αυτή ζητούμε. Στον ύπνο και το ξύπνιο μας αυτή ψάχουμε. Αυτή γυρεύουμε. Αυτήν καρτερούμε. Αυτή διεκδικούμε. Στημένοι στα πόδια του βουνού. Κλείσαμε τη μικρή ζωή μας σε ένα φάκελο, σε ένα μήνυμα, σε μία φωτογραφία. Πιγκουίκουλα. Άγιος Ιλαρίωνας. Κύπρος.
(Αφιερωμένο στους συμμαθητές μου του Λυκείου Κύκκου Πάφου. Τους αποφοίτους του 2002. Μοιραστήκαμε μία φωτογραφία πιγκουίκουλας. Κάποτε άλλοτε. Κάπου αλλού.)