Νομίζω ήταν νύχτα κι έβρεχε.
Ίσως να ήταν φθινόπωρο, αλλά δεν θυμάσαι και πολύ καλά.
Χτυπούσες άγρια το δρόμο με τα τακούνια σου, μήπως βιαζόσουν;
Οι ήχοι όπως έφταναν στ’ αυτιά σου απ’ το κλαπ, κλαπ των βημάτων και το άρωμα της βροχής σε γύρναγαν σβούρες στο παρελθόν.
Αλήθεια, η πορεία σου στη ζωή έμοιαζε τόσο με τούτο τον περίπατο στη βροχή.
Εκείνες και τις άλλες και τις πρότερες στιγμές, η ζωή σ’ είχε προσβάλλει με τόσο βίαιο και σακάτικο τρόπο.
Δεν έμοιαζες κουρασμένη, ήσουν. Τα χαστούκια δεν είχαν απλώς κοκκινίσει τα μαγουλά σου, σε είχαν σημαδέψει, είχαν γραφτεί στη ψυχή και το μυαλό σου.
ΚΛΑΚΕΤΑ
Ο δρόμος φαινόταν παλιός
Ο ίδιος φόβος του κατακρήμνιζε τα λογικά. Η ίδια ορμή επικρατούσε, να χτυπήσει τον εαυτό του… Εξάλλου τον είχαν μάθει έτσι εδώ και τόσα χρόνια.
Οι εικόνες της βίας ήταν έτοιμες να ξεβραστούν από στιγμή σε στιγμή.
Δεν τον αγαπούσε τον εαυτό του, τον μισούσε…
Μακάρι να ήξερε και πως μοιάζαν τα υπόλοιπα συναισθήματα. Μόνο μίσος.
Αυτό τον είχε μεγαλώσει κι αυτό μόνο αναγνώριζε. Όμως …Όχι πάλι… Πνίξτο!
Η βροχή; Τη μισούσε τη βροχή!
Ο θείος του, του είχε πει να τη φοβάται . Το θυμάται αυτό καλά , όπως και τον θείο του, ειδικά αυτόν. Από τότε που τον κρατούσε τρυφερά , γερά στα γόνατά του. Από μωρό τον κρατούσε. Εκείνος του είχε πει για πρώτη φορά πως ήταν πολύ όμορφος. Κι εκείνα τα μάτια του θα ξεσκίζανε τις καρδιές των κοριτσιών, έτσι τού ‘λεγε.
ΚΛΑΚΕΤΑ
Πορεία, πορεία αναρρωτική στη βροχή.
Αισθανόσουν χαλαρή, ήρεμη, όμορφη.
Το νερό έσβηνε όλες τις σκιές, που σε πλήγωνε η θύμηση τους. Σ’ έγιανε…
Όμως μια γωνιά, μια στροφή έφτανε για αυτές να ξεμπουκάρει πάλι.
Οι φωνές στο σπίτι, το κόστος της διαφορετικότητας.
Η φωτιά σου, τα όνειρα σου, όλα νεκρές αναπνοές.
Η μάνα σου να σε κλείνει με κραυγές του στυλ: Τι θα πει ο κόσμος;
Ο πατέρας σου φοβισμένος, πάντα κουρασμένος , χωρίς γνώμη, ανύπαρκτος στη γωνιά του.
Και πάνω απ’ όλα το πολυμήχανο σόι: Η Όλγα δεν μπορεί, δεν κάνει, δεν δείχνει.
Και συ υπάκουη, να πιέζεσαι, να φθείρεσαι, να παντρεύεσαι γιατί απλά έτσι έπρεπε.
Έπρεπε να δέχεσαι πειθήνια όλους τους βιασμούς της περίφημης ελληνικής οικογένειας: Για το καλό σου…
Σε σκοτώνανε μέρα με τη μέρα.
Να! πως μεγάλωνες μες στη στοργική τους αγκάλη, την ασφαλή.
Νιώθοντας να σε πιέζουν, να σε φορτώνουν, να σε ξεσκίζουν με αγωνίες δανεικές.
Και βγήκες στη ζωή για να έρθουν οι άλλοι και τ’ άλλα, αλλά…Πάντα να υπάρχει ένα γαμημένο αλλά… Συμβιβασμοί. Γαμώτο μου μια φορά νά ‘κανες εκείνο που ήθελες… Όχι, εκεί νεκρωμένη, ζόμπι, συνέχιζες στην ίδια άοσμη λογική.
Τώρα αισθάνεσαι χρόνια και ανθρώπους να σε παίρνουν από πίσω. Φτάνει…
ΚΛΑΚΕΤΑ
Όχι δεν θα κάνεις κακό, δεν θα πληγώσεις κανέναν απόψε.
Κι ας σε χτυπάνε από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου μέσα, έξω και βαθιά.
Έπρεπε να γίνεις άνδρας, λέγανε… Φτάνει πια, έγινες. Κι ο μπάρμπας σου που δεν τον μαρτύρησες ποτέ είναι από καιρό νεκρός. Κι ας αισθάνθηκες τότε πως σ’ έθαψαν μαζί του. Πόσο ήσουν; Μόλις δεκατριών.
Κανείς δεν κατάλαβε γιατί δεν έκλαψες. Μόνο σ’ έδειρε η μάνα σου επειδή γέλασες τρανταχτά σχεδόν υστερικά τη στιγμή που του πέταξες τη δική σου χούφτα χώμα πάνω στη τζαμένια μούρη του.
Τα χρόνια που πέρασαν δεν πήραν τίποτα μαζί τους.
Πανεπιστήμιο, επιτυχία, γάμος, παιδιά, λεφτά. Τίποτα.
Εκεί σφηνωμένη στο αδύναμο πια μυαλό σου, η μαύρη επέτειος της τζαμένιας μούρης, κάθε χρόνο να σε βγάζει στους δρόμους.
ΚΛΑΚΕΤΑ
Ζεις και υπάρχεις.
Αισθάνεσαι όλον τον κόσμο δικό σου.
Απ’ την αρχή. Θα ζωγραφίσεις, να παλέψεις, να ζωγραφίσεις.
Ε! μην φωνάξεις μες το δρόμο. Τραγούδα κι ας είναι παιδικό:
Πινέλο, πινέλο, πινελάκι μου…
Καρδιά μου, η καρδιά σου είναι έτοιμη να σπάσει.
Το μυαλό σου δουλεύει πυρετωδώς, αποτυπώνει.
Παραστάσεις, παραστάσεις, χιλιάδες εικόνες, πάρτες δικές σου
να τις χαρίσεις πίσω στον κόσμο, αλλιώς…
Ε! να πα να γαμηθούν, πάει ο οικογενειακός ομφάλιος .
Και σπίτι, ναι, να πιάσεις δικό σου σπίτι να φύγεις απ’ την γκρίνια.
Θα το κάνεις στούντιο.
Σχέδια, σχέδια. Θέ μου, τι χαμόγελο είναι τούτο. Αστραπή μες τη βροχή.
ΚΛΑΚΕΤΑ
Μην την κοιτάζεις. Πετάει. Δεν την βλέπεις; Ξαναζεί.
Άστην, ίσως, αν όχι φέτος… Να γλιτώσεις από το επετειακό σου μαρτύριο.
Φύγε όσο είναι καιρός.
Μην πλησιάζεις…
ΚΛΑΚΕΤΑ
Α! να το φιλμ.
Στο πλακόστρωτο της πόλης μια κοπελιά όμορφη, σαν και σένα μέσα στη βροχή σε μπλε φόντο, να απειλείται και να είναι τόσο χαμένη στο χαμόγελο, ανήμπορη, ανύποπτη. Ξύπνησε λοιπόν ο ναρκισσισμός σου, ως πρώτο θέμα στην επιστροφή σου.
Αυτό είναι κούκλα μου.
Ουπς! Τράνταγμα, ξύπνημα.
Τι δουλειά έχουν τα δάχτυλα τούτα τα λεπτά στους ώμους σου;
Σταματάς. Γυρνάς. Κοιτάς… Μα πως δεν άκουσες τα βήματα πίσω σου; Ήσουνα λοιπόν τόσο πολύ χαμένη στις σκέψεις σου. Στη νέα ζωή, στην ελπίδα.
Αλλά για στάσου. Τι όμορφο πρόσωπο, μοντέλο… Θα δεχόταν άραγε…; Πραγματικά σ’ έχει συνεπάρει η εξερεύνηση. Ειδικά οι θυμωμένες γραμμές στα μάτια του, εκεί που είναι πιασμένος ο πόνος, ο τέλειος, ο ανείπωτος πόνος. Κανένας συγγραφέας δεν θα μπορούσε να περιγράψει με τίποτα αυτή τη βασανισμένη, επιθετική έκφραση.
Όμως ξαφνικά σε σφίγγει στα χέρια του, σε τραβά και σε πονάει. Γιατί;
ΚΛΑΚΕΤΑ
Επιτέλους τη βλέπεις από μπροστά.
Ηδονή.
Δείχνει τόσο ευτυχισμένη, που σου τη δίνει στα νεύρα.
Αλλά τι φιγούρα, πλασμένη ηρωίδα, θα πουλήσει.
Σκοτάδι…
Τώρα την πονάς πολύ… Βρίσκεις συναρπαστικές τις εναλλαγές στο πρόσωπό της.
Δεν θα τη χαλάσεις αυτήν εδώ, εξάλλου δεν μοιάζει καθόλου με τις προηγούμενες.
Φαίνεται ότι είναι, ότι έχει κάτι το ιδιαίτερο. Είναι ευτυχισμένη. Και εσύ ηδονίζεσαι απ’ την εκδίκηση που παίρνεις από την ευτυχία, για την ακρίβεια απ’ το παραλήρημα της ευτυχίας που καταλάμβανε το πρόσωπο της, προτού συνειδητοποιήσει…
ΚΛΑΚΕΤΑ
Παναγία μου. Σε χτυπάει σε μέρη, που τα σημάδια του θα ζωγραφιστούν μονάχα μέσα σου. Σε γδύνει, σου παίρνει σε παίρνει. Που σε ξέρει και σε κλέβει έτσι;
Γιατί; Γιατί τώρα;
Ίσως αν ήταν χθες να μην ένιωθες τη διαφορά. Αλλά σήμερα…
Θέλεις να φύγει, όμως αυτός χώνεται στο κορμί σου, ακόμη περισσότερο απομυζά απ’ τη νίκη σου. Δεν μιλάει. Δεν αναπνέει. Σε ρουφάει με το βλέμμα του.
Σε πνίγει, δεν υπάρχεις τώρα χειρότερα από ποτέ.
Σ’ έχει μαγκώσει στις δαγκάνες της επιστροφής σου και της παρουσίας του.
Σε απαιτεί. Σε σέρνει πάλι πίσω στον καιρό που τα δεχόσουν όλα.
Στο πρόσωπό του, όλοι οι συμβιβασμοί σου.
Η μάσκα του, το τελικό χτύπημα.
ΚΛΑΚΕΤΑ
Θα τελειώσει σε λίγο. Θα έχει πάρει μια ακόμη ζωή. ΗΔΟΝΗ.
Γιατί; Μα ήταν τόσο αξιόλογη η ψυχή που κέρδισες απόψε!
Το τελευταίο σου απόκτημα είναι όντως μοναδικό.
Ήταν βαλτωμένη και με τις δικές της δυνάμεις νεκραναστημένη, για να έχεις εσύ
τη χαρά να της επιβάλλεις το θάνατο, τη στιγμή, που ξεχείλιζε από την πεποίθηση,
ότι είχε κερδίσει. ΗΔΟΝΗ.
Είναι τέλεια… Τα μάτια της ματώνουν και στο στόμα της ο ρόγχος του θανάτου, που εσύ αντικρίζεις, χρόνια την ίδια μέρα στον καθρέφτη.
Όμως τι να το κάνεις πια να συνέρχεσαι και να κρύβεσαι σαν κυνηγημένος πάνθηρας.
ΚΛΑΚΕΤΑ
Νεκρή, στη γωνιά του δρόμου σκισμένη μια και καλή.
Η τρέλα έχει στρογγυλοκαθίσει για τα καλά στο βλέμμα σου,
Αυτός που δεν ήσουν ικανή να τον δεις πια, σου χάιδεψε τα μαλλιά, σε κοίταξε λίγο και το ‘σκασε μαζί με τις ζωγραφιές, τα σχέδια, την ελπίδα και τη ζωή σου.
Κρύο, κρύο. Μοναξιά, φωτιά, καίγεσαι, καίγεσαι.
Η βροχή σε χτυπάει. Δεν τη νιώθεις. Στο εξής θα υπάρχεις μόνο στ’ άσπρα στους πίνακες, που δεν ζωγράφισες ποτέ.
Θολή ηρωίδα μιας νυχτερινής βροχής, μοντέλο της μοίρας σε μπλε φόντο με τον άγγελο φονιά σου χαραγμένο για πάντα στα σωθικά σου και στο κατεστραμμένο σου μυαλό.
ΚΛΑΚΕΤΑ
Γλίτωσες δεν σε είδε κανείς!
Κι ήταν τέτοιο το αποψινό σου δράμα, τόσο πετυχημένη η πράξη, που δεν θα σ’ εκδικηθεί απλά. Η ηδονή σου απόψε θα μετατρέψει τη κάθε σου νύχτα σε φονική επέτειο. Τα μάτια της πήραν τον έλεγχο. Σε καταδίκασαν πέρα από τα όρια του εθισμού στην εξάρτηση από τη φρίκη που μέχρι τώρα συναντούσες μια φορά το χρόνο μόνο. Ο εφιάλτης σου έγινε πραγματικότητα. Σε διόρισε στη θέση του μπάρμπα σου κι αποτέλειωσε το πλάσμα, που εκείνος είχε ξεκινήσει.
Όσο για τον τελευταίο μάλλον από δω και στο εξής θα γελά χαιρέκακα μες το μυαλό σου σε απευθείας μετάδοση απ’ το φέρετρο.
Ζωντάνεψε η τζαμένια μούρη του, θα σε οδηγεί μέσα από την κάσα του, όλο και πιο βαθιά στην κόλασή του.
Εξάλλου ο θρίαμβος είναι όλος δικός του.
Ειρήνη Κανακάκη
Εξαιρετικό Συγγραφέα μου Ειρήνη Κανακάκη!! Κάθε φορά που το διάβασα σκάλωσα στο: “Η βροχή σε χτυπάει. Δεν τη νιώθεις. Στο εξής θα υπάρχεις μόνο στ’ άσπρα στους πίνακες, που δεν ζωγράφισες ποτέ.” κι ήταν σα να το ζούσα….