Σα σφηκοφωλιά μικρών παιδιών έμοιαζε τότε η πλατεία Χατζοπούλου, σημάδι και σκιάχτρο ταυτόχρονα των παιδικών μας χρόνων… γέλια φωνές, παιχνίδια με τις ώρες στο πλακόστρωτο που γέμιζε το κεντρικό εκείνο σημείο της μικρής επαρχιακής πόλης, ένα από τα λίγα ανοιχτά μέρη στη σφιχτοοικοδομημένη και κατάφωρα αδικημένη από την σταδιακή αντιπαροχή αγροτική πάλαι ποτέ περιοχή, που βιαστικά βαφτίστηκε από ζωαγορά χωριό κι ύστερα πόλη με το ζόρι, σα μικρομέγαλο που βιάζεται να μεγαλώσει και να ντυθεί πρόωρα και αταίριαστα, τα λούσα, τα κοκκινάδια και τα φουστάνια της μάνας του…
Τα δυο περίπτερα της πλατείας ήταν το σήμα κατατεθέν της γειτονιάς. Γύρω απ’ αυτά συγκεντρώνονταν όλη η δράση της περιοχής, από το ξημέρωμα μέχρι αργά το βράδυ, από τις παρυφές της πόλης όπου δέσποζε η μεγάλη εκκλησία της ενορίας του Αγίου Δημητρίου, μέχρι το κέντρο, όπου απλωνόταν τρόπος του λέγειν η άλλη μεγαλύτερη πλατεία του πολεοδομικού συγκροτήματος που συνιστούσε το Αγρίνιο… η πλατεία Παπαστράτου όπως ονομαζόταν και αργότερα πλατεία Δημοκρατίας, μιας Δημοκρατίας που ταλανίστηκε στον τόπο αυτό από τις απαρχές της καθιέρωσής της ως υφιστάμενο πολίτευμα για τη χώρα που τη γέννησε, μέχρι και τις μέρες της Μεταπολίτευσης και των μεγάλων μπλε και πράσινων λαοθαλασσών, που συνέρρεαν στις κεντρικές αυτές πλατείες για να αποθεώσουν τους εκάστοτε ηγέτες, που κυβερνώντας αστόχαστα, σα το βασιλιά του παραμυθιού της Πηνελόπης Δέλτα, έφεραν τον τόπο στη σημερινή αποκαρδιωτική παρακμή και μιζέρια…
Σαν το κάστρο του κρυμμένου θησαυρού, φάνταζαν στα παιδικά αθώα μάτια τα δυο εκείνα μικρά περίπτερα της πλατείας… Και τι δεν έκρυβαν μέσα στους 4 μικρούς ορθογώνιους ξύλινους τοίχους τους, με τη μικροσκοπική πορτούλα στο πίσω μέρος, που πάντοτε γεννούσε την απορία, πως έμπαινε κι έβγαινε από αυτό τον τόσο στενό χώρο ο ιδιοκτήτης τους…
Τσίχλες, καραμέλες, σε ένα σωρό απίθανες γεύσεις, γλειφιτζούρια σε διάφορα σχέδια και σχήματα και κυρίως αυτά τα κόκκινα σαν από Μαντζούνι στερεοποιημένο φτιαγμένα, σε σχήματα στρογγυλά σα μπαλόνια μικροσκοπικού τσίρκου ή σε σχήμα κόκορα, που αρκούσε να ξεκλέψεις μια δυο το πολύ δραχμές από τα ρέστα για το ψωμί που σου έδινε η μάνα σου το πρωί, για να βυθιστείς στην καραμελένια τους αίσθηση, που έμοιαζε να σε ταξιδεύει στις εικόνες του Λούνα παρκ, από εκείνα που ήταν πολύ της μόδας τότε να υπάρχουν ή να ταξιδεύουν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό της επαρχίας ή σαν αυτό που πρωταγωνιστούσε τότε στην ασπρόμαυρη τηλεοπτική μας καθημερινότητα, που δειλά δειλά, έμπαινε, εκεί γύρω στη δεκαετία του ’70 στις ζωές μας , χωρίς κανείς να υποψιάζεται την δεινή εξέλιξη και το ρόλο που θα έπαιζε το μαύρο κουτί , τις μετέπειτα δεκαετίες στις ζωές μας, αλλά και στη χρήση του από τις εκάστοτε εξουσίες, όχι μόνο σαν μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, αλλά και σαν ισχυρό μέσο χειραγώγησης της πλατιάς μάζας των πολιτών, πολιτικού ελέγχου και αποχαύνωσης με τα γνωστά στις σημερινές μέρες ολέθρια αποτελέσματα…
Ύστερα ήταν τα περιοδικά στα περίπτερα της πλατείας που έβαλαν χρώμα και φαντασία στις μίζερες επαρχιώτικες εφηβείες μας, τα πρώτα περιοδικά που έκαναν την εμφάνισή τους στον Ελληνικό χώρο. Το Ρομάντζο πρώτο και καλύτερο, η Μανίνα, η Κατερίνα και η Πάττυ… ο Μπλέικ και ο μικρός ήρως για τ’ αγόρια αντίστοιχα.. πως και πως περιμέναμε κάθε βδομάδα το επόμενο τεύχος, για να διαβάσουμε τις περιπέτειες των χάρτινων πρωταγωνιστών, που μέσα στη παιδική μας φαντασία, έπαιρναν σάρκα και οστά και ζωντάνευαν σαν αληθινοί ήρωες, μας έκαναν να συμπάσχουμε μαζί τους και να λυπόμαστε για τις πρόωρες ερωτικές τους απογοητεύσεις αλλά και για τους θριάμβους τους, όταν τα πήγαιναν καλά στα διαγωνίσματα ή όταν επιτέλους ο γόης της γειτονιάς, έριχνε μια ματιά στην Πάττυ και στις εξίσου ανασφαλείς φίλες της, που με τόση προσμονή και αγωνία την περίμεναν, όπως περιμέναμε κι εμείς τα πρώτα βλέμματα των άκαρπων εφηβικών μας ερώτων…
Κι ύστερα ήταν το πρώτο σεργιάνι στον κόσμο των μεγάλων, όταν ρίχναμε κλεφτές ματιές στις εφημερίδες που δέσποζαν, σα γκρι εφιαλτικά σεντόνια, κρεμασμένα με μανταλάκια γύρω από τα περίπτερα, μαθαίνοντας μας δειλά τη γοητεία της λαθρανάγνωσης και κάνοντας χωρίς να το ξέρουμε την πρώτη μας γνωριμία με την ειδησεογραφία της κλειδαρότρυπας που θα δέσποζε κάποια χρόνια αργότερα στις ζωές και στο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι του τόπου…
Ακόμα έρχεται στο νου, η σκηνή, καθώς αγοράζαμε την εφημερίδα από το Περίπτερο και τη τυλίγαμε τρεις φορές σα φάκελο και τη κρύβαμε καλά κάτω από το μπράτσο μας, για να μη δει η γειτονιά κατά πως μας ορμήνευε η μάνα μας, ποια εφημερίδα διαβάζαμε στο σπίτι μας και κατ’ επέκταση, ποια πάνω κάτω ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση πρεσβεύαμε και ακολουθούσαμε… μίση και πάθη που σιγόσβγηναν μετά τη Μεταπολίτευση, μέρα με τη μέρα, για να φτάσουμε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80, όπου κυριαρχούσε το στροβίλισμα στις μοδάτες Ντίσκο της εποχής και σταδιακά σε μια απολιτίκ αδιάφορη στάση της νεολαίας για τα κοινά, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα κι ύστερα στην Ελλάδα του φαντασμαγορικού Millenium και της μετέπειτα κρίσης και πτώχευσης που μέρα με τη μέρα ξαναγεννά και αναμοχλεύει τα δεξιόστροφα και αριστερόστροφα μίση και ξυπνά ύπουλα και επικίνδυνα το αυγό του φιδιού…
Τα καλοκαίρια, τα υπέροχα αυτά, ζεστά πυρωμένα και κατάμεστα από τα ροδάκινα και τα καρπούζια καλοκαίρια, που τα φρούτα είχαν ζουμιά και γεύσεις πραγματικών φρούτων κι έτρεχαν ηδονικά από τα γεμάτα άσβεστη για ζωή και χαρά παδικά μας χείλια, ήταν τα παγωτά αυτά που δέσποζαν στα περίπτερα της πλατείας Χατζοπούλου… γρανίτα λεμόνι πρώτα πρώτα, γεύση αγαπημένη μέχρι σήμερα και φράουλα, πύραυλος, σοκολάτα με κρέμα και καβουρδισμένα αμύγδαλα, ανάμεικτος, μπισκότα σάντουιτς, η ΕΒΓΑ και η ΔΕΛΤΑ της γειτονιάς, ήταν αρκετές για να μετατρέψουν μια βαρετή βόλτα στη κεντρική πλατεία ή σε κάποιο θλιβερό συγγενικό ή φιλικό οικογενειακό σπίτι σε βραδινή πανδαισία γεύσης και απόλαυσης..
Τα σουβλατζίδικα το βράδυ και τα «αισχρά» καφενεία γύρω από την πλατεία, συμπλήρωναν το κλασικό επαρχιώτικο σκηνικό… σύννεφο πήγαινε η ξερή και η κολτσίνα μέσα στα χαμαιτυπεία αυτά, όπως και οι βωμολοχίες και τα χοντροκομμένα αστεία, λαβώνοντας τις πρώτες εντυπώσεις μας για τον κόσμο και σηματοδοτώντας την αντίληψή μας για την κοινωνία και τα πράγματα, για να μετουσιωθούν πολλά χρόνια αργότερα σε ποίηση και μουσική και να εξελιχθούν σε «Αγγελότοπους», καθώς η γνώση και η καλλιέργεια, των μετέπειτα φοιτητικών μας χρόνων, «εξάγνισε» κατά κάποιο τρόπο τα τρισάθλια αυτά ανδροκρατούμενα καταγώγια στη μνήμη μας, σε μια προσπάθεια να τους αποδοθεί μια συγχώρεση για τα τραύματα που άφησαν στις παιδικές και εφηβικές μνήμες μας..
Το λάστιχο, το κουτσό, το κρυφτό, τα μήλα, τα αγαλματάκια και το κυνηγητό, ήταν στην ημερήσια διάταξη των δραστηριοτήτων της πλατείας… παιχνίδια ομαδικά που μας μάθαιναν την κοινωνικοποίηση, τη συλλογική δραστηριότητα και την ομαδική δράση, πριν τα Πόκεμον και τα play-station, κλείσουν τους γιους και τις κόρες μας σε μοναχικά γκρίζα κουτιά – δωμάτια ηλεκτρονικής και μαζικής αποβλάκωσης και γέμιζαν τη πλατεία Χατζοπούλου μα και όλες τις αλάνες της χώρας, με γέλια, φωνές παιδικές, ματωμένες μύτες και γόνατα, μα και χαρά και αισιοδοξία, μια αισιοδοξία που σήμερα στην Ελλάδα του 2018, φαντάζει μακρινή και ουτοπική, σα την εποχή των playmobil, που θα μείνει στις μνήμες μας, σαν την εποχή που η Μεταπολεμική Ελλάδα φάνταζε σαν τόπος που τα παιδιά της, θα είχαν ένα καλύτερο αύριο από τους αγρότες και εργάτες γονείς τους, σπουδάζοντας, προκόβοντας και διαπρέποντας, σε διάφορα επιστημονικά πεδία, χωρίς κανείς να υποψιάζεται τις τραγικές μέρες της χρεωκοπίας, της ανεργίας και της οικονομικής εξαθλίωσης, που θα μάστιζε τον τόπο, μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα…
Έτσι, η πλατεία Χατζοπούλου, υπήρξε ένα σκηνικό φαντασίας και ονείρου, για τα χρόνια εκείνα της παιδικής μας ηλικίας, κι έμεινε στη μνήμη μας σα φωτεινό Καρουζέλ, που θα στριφογυρίζει ανέμελο στη σκέψη μας και στην καρδιά μας, με το μοναχικό του ξύλινο άλογο επάνω του, που ονειρεύεται να ξεφύγει από αυτόν τον τόσο φαντασιακό μα και τόσο γκροτέσκο και σκοτεινό κόσμο, για να καλπάσει στις απέραντες λεωφόρους που ανοίγονται πέρα από τον μικρόκοσμο του επαρχιακού αυτού τόπου και να μετουσιωθεί με τα φτερά της φαντασίας μας, σε τέχνη, θέατρο, ποίηση, λογοτεχνία, μουσική και ταξίδι…
ΧΙΩΤΗ ΕΙΡΗΝΗ
ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ – ΙΟΥΝΙΟΣ 2018!