Ο ουρανός είχε γεμίσει με δάκρυα και όταν αποφάσισε να τα αφήσει να τρέξουν στο έδαφος, μια μικρή αναστάτωση στους πεζούς που δεν είχαν προνοήσει να κρατούν μαζί τους μιαν ομπρέλα, κάτι τέλος πάντων να προφυλαχτούν, την έφερε.
Η Μαρία, μούσκεμα, στάθηκε με τα πολλά κάτω από το υπόστεγο της στάσης των λεωφορείων ευελπιστώντας ότι δεν θα βρεχόταν περισσότερο έως ότου έρθει το όχημα.
Εκεί που στεκόταν μόνη και κατάμονη, βλέπει στα πόδια της μπροστά, στο ρείθρο του πεζοδρομίου, κάτι να γυαλίζει περίεργα. Η πρώτη της σκέψη πήγε σε κανένα ακριβό κουμπί. Σκύβει να το πάρει καθώς είχε ξεπλυθεί από το νερό και διαπιστώνει με έκπληξη ότι κουμπί δεν ήταν, αλλά μια πανέμορφη χρυσή λύρα. Η έκπληξή της έδωσε τη θέση της στην κατάπληξη, όταν συνειδητοποίησε ότι η «κυρία» δεν ήταν μόνη της, αλλά συνοδεύονταν και από πολλές άλλες κυρίες ή για να είμαστε πιο ακριβείς, από πολλές άλλες βασίλισσες Βικτωρίες που βρέχονταν αδιαμαρτύρητα.
Τρελάθηκε το κορίτσι.
Σκύβει και αρχίζει τη συγκομιδή. Μία, δύο, πέντε, δέκα, είκοσι. Γέμισαν οι χούφτες της. Δεν στάθηκε να ψάξει για περισσότερες. Οι είκοσι ήταν ήδη υπεραρκετές.
Φεύγει από τη στάση τρέμοντας τόσο από την ταραχή της όσο και από τα βρεγμένα της ρούχα και μπαίνει στο πρώτο πολυκατάστημα γυναικείων ενδυμάτων που βρίσκει μπροστά της. Ούτως ή άλλως γι’ αυτόν τον σκοπό είχε κατέβει στο εμπορικό κέντρο της Πρωτεύουσας. Χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα και χωρίς να αγχώνεται, άδειασε το περιεχόμενο του πορτοφολιού της από τα φτωχικά χαρτονομίσματα με τους συγχωρεμένους πολιτικούς τυπωμένους πάνω τους, αφού τώρα το πουγκί της, το κοσμούσαν βασίλισσες!
Τέτοια τύχη ε, πρώτη φορά της έτυχε.
Άλλαξε τα βρεγμένα της με καινούργια στεγνά και βγήκε από τα κατάστημα ελπίζοντας να βρει γρήγορα ταξί, πράγμα όχι δύσκολο όπως γινόταν παλιά.
Πράγματι, βρίσκει ένα, σχεδόν αμέσως και ξετρελαμένη ξεκινά για τα σπίτι της που ήταν μακριά. Σιγά μην περίμενε να πάει ΤΩΡΑ με τη συγκοινωνία. Δεν έβλεπε την ώρα που θα τις άπλωνε τις λίρες μπροστά της και θα τις καμάρωνε. Αυτές ήταν που της επέτρεψαν την πολυτέλεια του ταξί, που είχε καιρό να νιώσει. Τι ήταν λίγα ευρώ μπροστά στο θησαυρό που έκρυβε στην τσάντα της;
Είπε «θησαυρό» και αμέσως έβαλε με το νου της μη και ήταν θησαυρός μαϊμού. Χριστούγεννα πλησίαζαν. Μπορεί οι λίρες της να ήταν και από αυτές που βάζουμε στην βασιλόπιτα. «Όχι γαμώ το μου, μην είναι αυτό», σκέφτηκε… Με τρόπο ανοίγει το τσαντικό της, παίρνει μια γυαλιστερή και φρέσκο μπαναρισμένη Βασίλισσα και τη δοκιμάζει στα δόντια της. Ουφ και πάλι ουφ. Γνήσια 100%.
Ευλογημένη βροχούλα και ακόμη πιο ευλογημένη η απρονοησία της, να μη κρατά ομπρέλα. Χάρις σ’ αυτήν οδηγήθηκε στο υπόστεγο της στάσης των λεωφορείων, πράγμα που δεν συνήθιζε, αφού λίγα τετράγωνα πιο πέρα ήταν η στάση των τρόλεϊ που την εξυπηρετούσε καλύτερα.
Μια σουβλιά στο κεφάλι της λίγο πριν φτάσει στο σπίτι την αφήνει ξέπνοη. «Γαμώ το μου άλλη μια φορά, τις λίρες που εγώ βρήκα, κάποιος τις έχασε και είναι τώρα απέραντα δυστυχής, το άκρον αντίθετο δηλαδή απ’ ό, τι είμαι εγώ.»
Το κορίτσι ήταν από τους χαζούς εκείνους τύπους της ανθρώπινης φυλής που δεν εννοούν να νιώσουν χαρά αν αυτή πατάει στη δυστυχία του άλλου. Και παραλής να ήταν ο άνθρωπος, τη στενοχώρια του τη βίωνε, πόσο μάλλον να ήταν ένας μέσος πολίτης σαν κι’ αυτήν.
Λέει στον ταξιτζή να επιστρέψουν και αντί για το σπίτι της να την πάει στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα.
Και οι εκπλήξεις εξ’ αιτίας της βροχής συνεχίζονταν.
Στο Τμήμα πλήθος και λαός.
«Μεγάλη δουλειά έπεσε στους μπάτσους με τέτοιο διαβολόκαιρο», σκέφτηκε.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας, ένας άντρας γύρω στα 55 του, την άκουγε έκπληκτος να του αφηγείται τα της συνάντησής της με τη Βασιλομήτορα! Μα υπάρχουν άνθρωποι σε αυτή τη Χώρα που σκέφτονταν σαν κι’ αυτήν; Ο ίδιος αν βρισκόταν στη θέση της, δεν έπαιρνε και όρκο ότι θα φερόταν με αυτόν τον τρόπο.
Με σεβασμό μεγάλο, της ζητά να καθίσει στην πολυθρόνα του, φωνάζει έναν αστυφύλακα και του λέει να παραγγείλει δύο καφέδες και κρουασάν. Στέκεται μπροστά της ορθός και με το μπλοκ στα χέρια κρατεί σημειώσεις και στη συνέχεια μια πρώτη της κατάθεση.
«ΠΡΩΤΗ κατάθεση, κυρ Αστυνόμε; Σαν να λέμε δηλαδή ότι θα ακολουθήσουν και άλλες; Θα χάσω μεροκάματα πέρα από τον χρόνο μου; Ε, όχι να πληρώσω και από πάνω τη συνάντησή μου με τις πλούσιες κυράδες». Και λέγοντας αυτά, κάνει να βγάλει από την τσάντα της τις στεγνές πια Βικτωρίες.
Μα, ένας τύπος εισβάλει στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας μην υπακούοντας στις έντονες διαμαρτυρίες ενός αστυφύλακα που απεγνωσμένα προσπάθησε να αποτρέψει την εισβολή του στο γραφείο.
«Μα επιτέλους, κύριε, τι συμβαίνει; Και τι τρόπος είναι αυτός; Πώς μπαίνετε έτσι ακάλεστος στο γραφείο μου; Είπα εγώ ποτέ ‘εμπρός’ στο κτύπημα της πόρτας μου που δεν κάνατε;»
«Αρχηγέ μου, συγγνώμη, αλλά μόλις καταστράφηκα. Πριν λίγο έχασα μια μικρή περιουσία».
«Πού την χάσατε, στο μπαρμπούτι;»
«ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ, ΆΝΘΡΩΠΈ ΜΟΥ. Γλίστρησα και έπεσα εξ’ αιτίας της, και φαίνεται ότι εκείνην τη στιγμή γλίστρησε από την τσέπη μου ο θησαυρός μου».
«Μωρέ, μπράβο σας. Εσείς στις τσέπες σας κουβαλάτε τους θησαυρούς σας; Τόσους πολλούς έχετε;»
«Θα αστειεύεσαι, όργανο. Εγώ μόλις πούλησα το μικρομάγαζό μου στην Ερμού, γιατί έμενε ξενοίκιαστο για μήνες και πήγαινα να κλείσω κάποιο άλλο καλύτερο σε άλλη περιοχή που με συνέφερε καλύτερα».
«Και;»
«Τι και; ΉΡΘΑ ΝΑ ΔΗΛΩΣΩ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ».
«ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙ ποσό μιλάμε, φίλε μου; Και σε τι νόμισμα;» «Έχει γούστο να…» σκέφτηκε ο μπάτσος
«Είκοσι μία ολόχρυσες Βικτωρίες, αρχηγέ μου».
Η Μαρία που παρακολουθούσε τη συζήτηση με μεγάλο ενδιαφέρον έτσι όπως ήταν ευαισθητοποιημένη με το δικό της θέμα, πετάχτηκε από τη θέση της και ακούει και η ίδια έκπληκτη τον εαυτό της να ρωτά: «Είστε σίγουρος, κύριε; Είκοσι μία ήταν οι κυρίες; Επιτρέψτε μου να σας δώσω τις ΕΙΚΟΣΙ και ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο ότι δεν κρατώ τη μία για εύρετρα, όπως ίσως δικαιούμαι. Η μία επιπλέον, ως φαίνεται κάπου κρύφτηκε η τσαχπίνα και διέλαθε της όρασής μου, έτσι όπως θαμπώθηκα με τις πολλές φίλες της. Ίσως αν τρέξουμε, να μας κάνει την τιμή να…»
Ο νεαρός κύριος τα είχε τελείως χαμένα. Μα τι του έλεγε τούτη εδώ η ομορφούλα; Ήταν στ’ αλήθεια τόσο αξιολύπητος που οι γυναίκες άρχισαν να τον παρηγορούν για να απαλύνουν την απελπισία του;
«Τι είπατε, κυρία μου; Σε μένα απευθύνεστε; Συγγνώμη είμαι πολύ ταραγμένος και δεν σας πολύ κατάλαβα».
«Ταραγμένος δικαιολογημένα να είστε. Εκείνο που ώρα είναι να μάθετε, είναι ότι είστε και τρομερά, απίστευτα, ΤΥΧΕΡΟΣ».
ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΈΦΕΡΕ Ο ΝΕΑΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟΥ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΝΑ ΠΙΕΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΟΥΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΤΗΣ. Τον υπόλοιπο τον είχε πια και η ίδια απόλυτη ανάγκη…
Από τη στιγμή αυτή και μετά, και μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, την πρώτη γουλιά από το φλιτζάνι το δικό του την έπινε εκείνη, σε ανάμνηση της εξαίσιας πρώτης φοράς, σπονδή τρόπο τινά, στον Έρωτα και τη θεά ΤΥΧΗ.
ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ