Ο Τίτος, συγγραφέας και ποιητής αναγνωρισμένος και πολυβραβευμένος, είχε πάρα πολλούς θαυμαστές τόσο από τον χώρο την Λογοτεχνίας, όσο και από τον χώρο τον Εικαστικό, καθώς ήταν ένας χαρισματικός Αγιογράφος.
Έχουμε την αίσθηση ότι για να αγιογραφεί κάποιος θα πρέπει να είναι και να νιώθει Χριστιανός που σέβεται τον Άγιο που φιλοτεχνεί, γνωρίζοντας τα του βίου του και το γιατί κρίθηκε άξιος της αγιοσύνης.
Τα έργα του δεν ήταν μόνον άριστα από εικαστικής πλευράς, αλλά απέπνεαν έναν αέρα νοερού διαλόγου, ζωγράφου και Αγίου, πράγμα που περνούσε στον πιστό. Είχαν μίαν απίστευτη ζωντάνια, νόμιζες ότι οι άγιοι και με σένα μιλούν.
Το γραμματοκιβώτιό του ξεχείλιζε από γράμματα θαυμαστών του, ενώ τα like στην ιστοσελίδα του έσπαγαν κάθε ρεκόρ. Το να ασχοληθεί ο ίδιος με το να απαντήσει σε όλα αυτά, θα πρέπει να μην έκανε τίποτα άλλο παρά μόνο αυτό, γι’ αυτό, έβγαζε μια εβδομαδιαία ανακοίνωση προς όλους, που έλεγε με παραλλαγές, πάνω κάτω τα εξής:
«Φίλες και φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι συνάνθρωποί μου, με συγκινεί η στήριξη και η αγάπη σας. Αυτά τα δυο μού δίνουν φτερά στο να συνεχίσω το έργο μου που είναι αφιερωμένο σε σας άλλωστε. Σας ευχαριστώ».
Αυτό από μόνο του, φανέρωνε την ευγένεια της ψυχής του ανθρώπου αυτού, που δεν ίππευε κανένα καλάμι όπως κάνουν πολλοί συνάδελφοί του και από τους δύο χώρους.
Φαίνεται όμως, ότι η όλη του συμπεριφορά δεν ήταν αρεστή σε έναν αρρωστημένα «ένθερμο θαυμαστή» που είχε αξιώσει με δημόσια δήλωσή του -ανωνύμως βέβαια- να έχει προσωπική απάντηση στο κάθε του σχόλιο. Στην αρχή, η αξίωσή του αυτή ξεκίνησε με γράμματα και όταν είδε ότι απάντηση γραπτή δεν είχε, άρχισε να ανεβάζει λιβελογραφήματα σε δική του προφανώς καινούρια σελίδα στο fb. Με άλλα λόγια, άρχισε έναν ανίερο πόλεμο εναντίον ενός αθώου ανθρώπου, παρακινούμενος από έναν περίεργο εγωισμό, που σκοπό είχε να λασπώσει τη φήμη του. Η γνωστή ρήση δηλαδή για τον ανεμιστήρα, να προσελκύσει δηλαδή έστω και αρνητικά την προσοχή του κόσμου στο πρόσωπό του. Κάτι σαν τον Σαλιέρι και τον Μότσαρτ ένα πράγμα.
Ποιος θα θυμόταν π.χ. τον μουσικό Σαλιέρι με το πέρασμα των χρόνων, αν δεν υπήρχε ο πόλεμος λάσπης που εντέχνως διέδιδε εναντίον του παγκοσμίως θαυμαζόμενου Αμαντέους; Έφτασε στο σημείο να λέει ακόμη, ότι εκείνος ήταν που δηλητηρίαζε τον μεγαλοφυή Μουσικό, πράγμα που ανακάλεσε βέβαια, αλλά που πια ο κόσμος πίστευε ότι είχαν βάση τα λεγόμενά του, έστω και αν ειπώθηκαν υπό το κράτος παραληρηματικού πυρετού μιας αρρώστιας του. Από τη λάσπη δηλαδή που εκτόξευσε ο ανεμιστήρας είχε κολλήσει πάνω του μπόλικη που δεν έφευγε με τίποτα… Από Σαλιέριδες γεμάτος ο κόσμος μας, σε όλους τους τομείς και υποτομείς του βίου μας.
Ασήμαντος Λοχοτεχνίσκος ο ίδιος, έκανε τη μισαλλοδοξία του παντιέρα και πορευόταν καλυπτόμενος πίσω από μια άνανδρη ανωνυμία. Υπήρξαν βέβαια και εκείνοι οι ολίγοι μεν, αλλά που τη ζημιά την κάνουν, που έλεγαν ότι δεν μπορεί, κάτι από όσα ο κακόβουλος διέδιδε, θα είχαν μιαν κάποια βάση. Υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά; Με αποτέλεσμα ο πόλεμος να επεκταθεί και στον κόσμο, με τον Έλληνα Σαλιέρι να τρίβει τα χέρια του. Μα όταν και οι θαυμαστές και αντιθαυμαστές είδαν και κατάλαβαν το παιχνίδι που έπαιζαν προς όφελος ενός αλητήριου, το σταμάτησαν. Η σιωπή τους έκανε τον τύπακα να λυσσάξει. Πλάτυνε το εύρος των βολών του, εκτοξεύοντας φήμες μιας νοσηρά σκεπτόμενης φαντασίας, αλλά πια η λάσπη στον ανεμιστήρα δεν έκανε δουλειά.
Έλα όμως που ο Τίτος το έφερε βαρέως… Αναρωτιόταν γιατί πια τόσο μίσος, τόση κακία; Άρχισε να επηρεάζεται σοβαρά, με αποτέλεσμα τα έργα του να χάνουν σιγά σιγά τη φρεσκάδα τους τη νεανική και να εξαλείφεται το υποβόσκον λεπτό και υπέροχο χιούμορ του, που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Και αυτό, κατά τη γνώμη των ειδικών, ήταν σημάδι παρακμής. Ήταν πολύ κρίμα, γιατί μέχρι πρότινος όλα έδειχναν, ότι θα πατούσε κορυφές απάτητες στον κατάλογο της δόξας. Ήταν επόμενο να αλλάξουν τα κείμενά του, αφού άλλαζε και ο ίδιος. Μέχρι που κατέβασε τελείως ρολά. Εγκατέλειψε τα πάντα. Αρρώστησε, και μάλιστα βαριά, από ένα είδος κατάθλιψης, που κατά πολλούς γιατρούς ήταν μη ιάσιμη.
Δεν μιλούσε, ούτε συναναστρεφόταν ακόμη και στενούς του φίλους. Το να πούμε καλογέρεψε, δεν απηχεί την πραγματικότητα, γιατί ο καλόγερος έχει ένα πιστεύω για να πιαστεί, που του δίνει ισορροπία στην απόρριψη των εγκόσμιων αγαθών.
Οι δικοί του άνθρωποι, σε απόγνωση. Οι φίλοι του, που παρά την απομάκρυνσή του παρέμεναν κοντά του σε διακριτική απόσταση (και μπράβο τους που το ‘καναν, αυτό σημαίνει φίλος) ήλπιζαν σε ένα θαύμα.
Και ένα πρωί συνέβη κάτι το απίστευτο.
Τον βλέπουν να σηκώνεται, να ανοίγει το ραδιόφωνο, να σιγοσφυρίζει ένα γνωστό τραγούδι και να ευπρεπίζεται, ξυρίζοντας ένα άγριο γένι που λίγο ακόμη να θυμίζει παπά.
Υπέθεσαν όλοι ότι πάει, τού σάλεψε, γιατί πώς να πιστέψουν σε ένα θαύμα που δεν πίστευαν οι θεράποντες γιατροί του, άνθρωποι σοβαροί και άξιοι επιστήμονες;
Μα το θαύμα γινόταν εκεί μπροστά στα μάτια τους. Τον βλέπουν να ντύνεται και να πηγαίνει στον φούρνο της γειτονιάς. Να παίρνει μια τυρόπιτα και να την κατεβάζει αμάσητη έως ότου φτάσει σπίτι του, και μια φρατζόλα ψωμί. Και όπως διηγόταν η κυρά Δέσποινα, η κυρά που του κρατούσε το νοικοκυριό, να κόβει με ένα μαχαίρι κάθετα την καυτή σταρένια φρατζόλα που μοσχομύριζε, (ασύγκριτη η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού) να την αλείφει με μπόλικο φρέσκο βούτυρο και μαρμελάδα βερίκοκο και να την καταβροχθίζει με μεγάλες δαγκωνιές.
Όσοι ήταν στο σπίτι, τον βλέπουν κατάπληκτοι να φεύγει και να πηγαίνει στο μεγάλο πολυκατάστημα της περιοχής τους, να αγοράζει ένα πανάκριβο laptop τελευταίο μοντέλο, ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και ένα πακέτο με κόλλες Α4. Να γυρίζει και σφυρίζοντας πάντα, να συναρμολογεί με εμβρίθεια το μηχάνημα και να το τοποθετεί με προσοχή πάνω στο γραφείο του.
Σταυροκοπήθηκαν οι πάντες, μα δεν μίλησε κανείς τους. ΑΝ μιλούσαν αυτήν την ώρα, ίσως, και να φοβόντουσαν ότι θα ξυπνήσουν από ένα πανέμορφο όνειρο, που το έβλεπαν ξυπνητοί.
Η κυρά Δέσποινα, του ετοιμάζει τον καφέ του έτσι όπως του άρεσε να τον πίνει την προ της αρρώστιας του εποχή, τον αφήνει στο τραπεζάκι πλάι του, σταυροκοπιέται ξανά και ξανά και δακρυσμένη και αμίλητη βγαίνει από το γραφείο κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Ήξερε ότι τα γρανάζια του μυαλού του Τίτου της είχαν μπει σε λειτουργία, έτοιμα να ξαναγράψουν αριστουργήματα, πάνω στον καινούργιο υπολογιστή και ότι η στιγμή αυτή ήταν δική του και ιερή…
Ίσως κάποιος να αναρωτηθεί, ΓΙΑΤΙ επισημαίνουμε τη λέξη ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ τόσο για το μυαλό του όσο και για τον υπολογιστή. Θεωρούμε και δεν απέχουμε από την πραγματικότητα, ότι η λέξη αυτή σηματοδοτεί την καινούργια αρχή στην ζωή τού Καλλιτέχνη Συγγραφέα. Άφηνε πίσω του οριστικά, την κατήφεια, την απογοήτευση, την κατάθλιψη και έμπαινε ξανά στον δικό του Παράδεισο, χωρίς την βοήθεια ψυχοφαρμάκων, με μόνο του όπλο την αγάπη για την γραφή, που γι’ αυτόν όπως και για πολλούς σαν αυτόν είναι το οξυγόνο τους.
Τι ήταν λοιπόν αυτό που κατάφερε αυτά τα θαυμαστά, ενώ οι γιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά; Την απάντηση ίσως μόνον αυτοί που έχουν μέσα τους τη θεία φλόγα της συγγραφής μπορούν να την δώσουν. Ξέρουν ότι μπορεί η φωτιά να δείχνει σβησμένη, μα μέσα από τις στάχτες της, πολλές φορές ξεπηδά σαν το φοίνικα η φλόγα.
Μια από τις φορές λοιπόν ήταν και αυτή του Τίτου.
Ο δικός του Σαλιέρι δεν είχε πια την δύναμη να αντιπαλέψει αυτή τη φλόγα. Τα «όπλα» του, είχαν σκουριάσει από την απραξία τόσων μηνών και δεν έπαιρναν μπρος. Είδε και απόειδε και εγκατάλειψε τον πόλεμο. Άλλοι είπαν ότι πέθανε, άλλοι ότι εγκατέλειψε τα εγκόσμια και μόνασε. Μα αν έκανε τελικά αυτό το τελευταίο, θα ήταν γι’ αυτόν ακόμη χειρότερο από τον θάνατο, γιατί -όπως είπαμε- δεν είχε να αντιπαλέψει την απόλυτη λιτότητα με ένα ανύπαρκτο πιστεύω. Ό,ΤΙ και αν απέγινε, ας τον κρίνει Εκείνος που είναι δίκαιος και σωστός…Κι’ εμείς, ας απολαμβάνουμε τα έργα του εχθρού του, που ναι μεν μπορεί να άλλαξε λίγο το στυλ τους, αλλά που παραμένει πάντα στα υψηλότερα στάνταρτς γοητείας και δροσιάς.