Ο Λεωνίδας κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο παππούς έφτιαχνε την τουαλέτα στην αυλή. Ο ήρωάς του. Ψηλός, λιγνός με μαύρα κάρβουνο μάτια. Λάκων, όπως έλεγε, απόγονος του βασιλιά Λεωνίδα. Εξ ου και το όνομά του. Δεν θέλησε ο παππούς να λένε τον μικρό Θόδωρο. Δεν ήταν γούρικο το όνομα του. Χρωστούσε από την ώρα που γεννήθηκε, καθώς έλεγε. Δεν ήθελε να κληρονομήσει το μικράκι του τη δική του μοίρα. Επέστρεψαν πριν δυο βδομάδες από την Αθήνα στο χωριό για να μείνουν μόνιμα πια εκεί. Και ήταν πολλές οι δουλειές που είχαν να κάνουν. Το σπίτι είχε μείνει ακατοίκητο για εφτά χρόνια. Ένα παλιό αρχοντικό, που είχε χάσει όμως την αίγλη του. Το πατρικό του. Τα βάτα έπνιξαν τα δέντρα στο περιβόλι, και στους πέτρινους τοίχους βλάστησαν κάθε λογής φυτά. Έκανε ό,τι μπορούσε ο κυρ Θόδωρος για να το ομορφύνει. Άλλαξε τα δοκάρια της σκεπής που είχαν σκεβρώσει, προσπαθούσε να μπαλώσει πόρτες, παράθυρα. Για να έχει ένα σπιτικό ο Λεωνίδας με την αυλή του να μεγαλώνει κοτούλες και παπάκια, να φυτέψει λουλούδια, να παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς, όσο αυτό ήταν δυνατό βέβαια. Γιατί ο Λεωνίδας ήταν ο γιός της τρελής. Αργά ή γρήγορα θα το μάθαιναν. Και θα ήταν δύσκολο να τον δεχτούν στο χωριό. Το ήξερε ο κυρ Θόδωρος όταν πήρε την απόφαση να επιστρέψουν. Αλλά θα έκανε τα πάντα για το εγγόνι του. Θα έμπαινε μπροστά να προστατέψει το μικρό του. Βέβαια στο χωριό τον αγαπούσαν, τον σέβονταν. Δεν είχε δώσει δικαίωμα ποτέ. Άλλο αν η Ασιμούλα και οι κόρες του ήταν…
Και πήγαν στη Αθήνα. Για τα κορίτσια έλεγε η Ασιμούλα. Για το μέλλον τους. Και εκεί είδε το πρώτο φως της ζωής ο Λεωνίδας. Ο γιός της Στέλλας του, της μεγάλης, της ομορφότερης από τις τρεις κόρες. Που οι κακές γλώσσες έλεγαν πως δεν ήταν δικό του παιδί, αλλά του ξάδελφου. Μα δεν τον ένοιαζε τον Θόδωρο. Η Στελλίτσα ήταν αγαπημένο του παιδί. Την ξεχώριζε από τις άλλες αδελφές της. Άτυχο όμως και αυτό…
Όταν μεγάλωσε λίγο ο Λεωνίδας, τον πήγαινε βόλτα στο Θησείο και του ’λεγε ιστορίες. Είχε μια γλύκα ο παππούς όταν έλεγε τις ιστορίες του. Έφευγε η θλίψη από τα μάτια του που καθόταν σαν σκόνη όσο ήταν στο σπίτι, στο στενάχωρο διαμέρισμα της οδού Κυκλάδων. Του λέγε πως όταν έφυγαν από το χωριό, η καρδιά του έκανε ένα κρακ και έσπασε σε χίλια κομματάκια. Γελούσε και απορούσε ο Λεωνίδας. Σπάνε οι άνθρωποι, παππού; ρωτούσε. Τα ποτήρια σπάνε, τα αυτοκίνητα, τα τζάμια. Αυτό το τελευταίο το ήξερε καλά, γιατί σαν πήγαιναν στο θησείο, μάζευε πετρούλες και όταν επέστρεφαν σπίτι και έβγαινε στο μπαλκόνι, σημάδευε τα παράθυρα. Κρακ έκαναν τα παράθυρα και έσπαγαν. Πώς όμως έκανε κρακ ο παππούς και έσπασε; Αφού τον έβλεπε. Ήταν ολόκληρος. Τον παρατούσε όταν ξεκινούσε να μιλάει για ραγισμένες καρδιές και έπαιρνε στο κυνήγι τις γάτες.
Έμεναν σε ένα δυάρι κοντά στην Ομόνοια. Δυο φυλακισμένα πουλάκια. Ο παππούς δραπέτευε κάθε πρωί, αξημέρωτα. Δούλευε δωδεκάωρα στη λαχαναγορά στου Ρέντη. Δεν του κακοφαινόταν, αφού όσο πιο μακριά από το σπίτι, τόσο το καλύτερο. Άσε που στη λαχαναγορά έρχονταν συχνά και συγχωριανοί και μπορούσε να τους κλέβει λίγο από τον αέρα του χωρίου τους. Στεναχωριόταν για το μικράκι του. Μα δεν μπορούσε. Η Ασιμούλα να γκρινιάζει όλη μέρα και η μικρή του κόρη, η Σταματία κλεισμένη στο δωμάτιο να διαβάζει Ντομινό και Βεντέτα και να καπνίζει. Ο Λεωνίδας όμως; Είχανε βάλει ψηλά κάγκελα στο μπαλκόνι του έκτου ορόφου, αφού σκαρφάλωνε παντού. Έπρεπε να τον προσέχει, να τον προστατεύσει. Ήτανε μόνο δέκα ημερών όταν τον πήρε στην αγκαλιά του ο κυρ Θόδωρος και δήλωσε σε όλους πως θα τον μεγάλωνε αυτός και δεν θα άφηνε να πάρει το δρόμο του ιδρύματος. Η μάνα του δεν ήταν ικανή να φροντίσει ούτε το παιδί, ούτε τον ίδιο τον εαυτό της. Μόλις βγήκε από την κλινική μετά που γέννησε, πήρε το δρόμο για το Δαφνί. Με ραγισμένη καρδιά και σαλεμένο το μυαλό, στο ίδρυμα. Στα χαρτιά οι γιατροί έγραψαν. Σχιζοφρένεια. Είναι επικίνδυνη. Εγκλεισμός. Ο πατέρας του από καιρό χαμένος. Ένα μικράκι μια σταλιά που γεννήθηκε με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάει με απορία τον κόσμο. Και που, πράγμα παράξενο, δεν έκλαιγε. Μόνο κοιτούσε. Όταν έγινε έξι χρονών, ο παππούς πάτησε πόδι. Το παιδί θα πάει σχολείο στο χωριό και θα μεγαλώσει εκεί. Τέλος. Φόρτωσαν τα πράγματα σε ένα φορτηγό, έκατσε ο κυρ Θόδωρος μπροστά, η γιαγιά και η θεία του πήραν το λεωφορείο και κίνησαν για το δρόμο της επιστροφής. Ο Λεωνίδας τσίριζε, γιατί ήθελε να πάει με τον παππού στο φορτηγό.
-Όχι, είπε η γιαγιά, θα ’ρθεις μαζί μας. Είναι επικίνδυνο. Και ό,τι έλεγε η γιαγιά ήταν νόμος. Κανείς δεν μπορούσε να της αντιμιλήσει ή να παρακούσει.
Λούφαξε ο Λεωνίδας και μπήκε στο λεωφορείο. Έκανε όμως την πρώτη του μικρή επανάσταση. Δεν κάθισε δίπλα της. Πήγε πίσω πίσω στα τελευταία καθίσματα, έπιασε παράθυρο και κόλλησε τη μούρη του να κοιτάει έξω. Οι ταμπέλες έτρεχαν και προσπαθούσε να διαβάσει. Η θεια του του είχε μάθει την αλφαβήτα. Ελευσίνα, Μέγαρα, Κιάτο, αριστερά Ακράτα. Ακράτα; Ακράτεια είχε η γιαγιά στον δεύτερο. Μα τι λέει η ταμπέλα; Θα ρωτήσω τον παππού σαν φτάσουμε, σκέφτηκε. Ρίο Αντίρριο…
-Κοίτα, κοίτα, φώναξε ο Λεωνίδας, καράβια. Πρώτη φορά έβλεπε πλεούμενο. Το πιο μακρύ ταξίδι του ήταν μέχρι το Θησείο, τις Κυριακές. Και τα ποστάλια ήταν στα μάτια του καράβια, υπερωκεάνια που πήγαιναν σε τόπους μακρινούς. Το αυστηρό βλέμμα της γιαγιάς τον καθήλωσε. Μαζεύτηκε, έκλεισε τα μάτια και φανταζόταν πως ήταν σε καπετάνιος σε καράβι και ταξίδευε. Φαίνεται όμως τον πήρε ο ύπνος, γιατί ένοιωσε ένα χέρι να τον σκουντάει. Ήταν η θεια του που του ’λεγε πως έφτασαν στο χωριό.
Κατέβηκαν στον πλάτανο κοντά στο καφενείο. Οι θαμώνες τους κοιτούσαν περίεργα. Γύρισε η Ασιμούλα στο χωριό; Αυτή που όταν έφυγε τους έφτυσε και έλεγε πως θα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της. Πως το ’παθε. Και το παιδί; Ποιανής από τις κόρες ήταν; Ήξεραν βέβαια πως ο Θόδωρος αγαπούσε το χωριό και ήθελε να μείνει. Αλλά είπαμε. Ο λόγος της Ασιμούλας νόμος.
Τους κοίταξε με περιφρόνηση, γύρισε το κεφάλι, πήρε τον Λεωνίδα επιδεικτικά από το χέρι και κίνησαν για το σπίτι. Ο κυρ Θόδωρος είχε ήδη φτάσει. Με ένα καρδιοχτύπι, με αγωνία. Να φτάσει στο χωριό του. Μπας και κολλήσουν τα μέσα του.
Και έτσι ξεκίνησε η ζωή του Λεωνίδα στο χωριό. Να τον ξυπνάνε τα κοκόρια και τα κατσίκια, να τρώει κάθε πρωί φρέσκο αυγό και να πίνει φρέσκο γάλα που βρωμούσε και που όταν γύριζε το κεφάλι η γιαγιά του έχυνε έξω απ’ το παράθυρο. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και δεν είχαν ανοίξει τα σχολεία. Είχε την ευκαιρία να εξερευνήσει την περιοχή. Αν και είχε και την αγωνία του για το σχολείο. Στην Αθήνα έβλεπε τα παιδιά που έμπαιναν στο σχολείο απέναντι και περίμενε να έρθει και η σειρά του. Βαριότανε όλη μέρα σπίτι, με μόνη έξοδο τη Κυριακάτικη βόλτα στο Θησείο. Η γιαγιά δεν τον άφηνε να κατεβαίνει για να παίζει με τα άλλα παιδιά. Και ζήλευε ο Λεωνίδας. Τα γέλια, τα τρεχαλητά, τις φωνές.
Τον κοίταζε τον παππού ο Λεωνίδας από το παράθυρο. Θέλησε να τον βοηθήσει, μα τον έδιωξε. Τα μπάζα ήταν επικίνδυνα. Μπορώ, παππού, μπορώ, έλεγε και πηδούσε γύρω του δείχνοντας τα μπράτσα του. Τώρα που χαλάμε την τουαλέτα όχι, του είπε. Αλλά σαν ξεκινήσω το κτίσιμο, θα σε πάρω βοηθό. Του έδωσε ένα μπατσάκι στον πισινό και τον έστειλε σπίτι.
Σαν σε ταινία είδε τον τοίχο να πέφτει και τον παππού να ακουμπάει το χέρι στην καρδιά. Τα μάτια τους συναντήθηκαν για τελευταία φορά. Ο τοίχος έπεφτε και ο παππούς χάθηκε.
Και τότε ένιωσε ένα κρακ. Στο στήθος του. Σαν κάτι να ράγισε. όπως ράγιζαν τα τζάμια στην οδό Κυκλάδων. Δεν κατάλαβε τι, αλλά ήταν σίγουρος πως κάτι έγινε μέσα του. Το πρώτο κρακ στη ζωή του.
Και ακoλούθησαν και άλλα. Γιατί φαίνεται πως όταν και αυτός γεννήθηκε, στο δεφτέρι της ζωής έγραφε πως είχε χρωστούμενα.
Και πέρασαν τα χρόνια και οι ραγισματιές πλήθαιναν. Στο σχολείο, στη γειτονιά, στο στρατό, στην αγάπη. Ήταν ολόκληρος. Φαινόταν ολόκληρος, Αλλά είχε καταλάβει πια.
Πώς σπάνε οι άνθρωποι.
Παππού.
Μαρία Ιωάννου
Ανθρώπινο, αγγίζει τις ψυχές, αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση
Υπέροχο!
Pravo
Pravo koukla m
Υπέροχο διήγημα που όπως είπε και η Ανθή προηγουμένως αγγίζει!
Υπέροχο <3
Πολυ ωραιο διηγημα!
Μπράβο Μαρία ! Συνέχισε να γράφεις και να μας αγγίζεις την ψυχή!
Τελειο πολυ καλη δουλεια
Αληθινά αληθινό…
υπέροχο… ναι, σπάνε αλλά και σπασμένοι μπορούν να κάνουν πολλά
Σπάνε όσοι έχουν το προνόμιο να είναι Ανθρωποι!
Έτσι απλά. …..Τέλειο!!!!!
Υπεροχο ταξιδι ζωης! Για ολα τα προσωπα του διηγηματος. Το ονειρευομαι!
Υπέροχο!!!
Άλλoτε σουρεάλ..άλλoτε τόσο ρεαλιστικό.. όμορφο!
Μπραβο Μαρια μου. Υπεροχο!
Telio
Εξαιρετικό κείμενο ποα αναβλύζει αισθαντικότητα και είναι γεμάτο από τρυφερότητα και αγάπη!
Mia mikri istoria alla me megalo noima!!!Mpravo Maria m
Εξαιρετικό κείμενο!
Ούσα φιλόλογος κι εγώ, με το σαράκι της δημιουργίας …. Έμεινα άφωνη! Με συνεπήρε συναισθηματικά …. με ταξίδεψε….
με συγκίνησε βαθιά!!!!
Χάθηκα ξαφνικά….
Βούρκωσε η ψυχή μου…..
Μπράβο!!!!!! Χίλια μπράβο!!!!
Πολυ ωραιο
Μου θύμησε αυτά τα όμορφα κείμενα που διάβαζα όταν ήμουνα μικρή…. Υπέροχα γραμμένο. Απλά τέλειο….
Έχεις μια θαυμάσια πένα Μαρία μου…με συγκίνησες πολύ και πόνεσε η ψυχή μου ….και μάζεψα τα δικά μου κρακ ..και ήταν αρκετά …το πιο μεγάλο όμως ήταν όταν έφυγε ο παπάς μου ..αυτή η υπέροχη ψυχή …τόσο άδικα και τόσο απρόσμενα…!!!
Υπέροχο το κείμενο …ροκαλεί ρίγη συγκίνησης…λιτός λόγος με πυκνό νόημα…
ΜΠΡΑΒΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙ!
poli oreo!!!!!!! 🙂 🙂
Μπράβο, Μαρία!
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ
Μαρία μου ειναι εξαιρετικό, Μπραβο
Απλά υπέροχο!!! Μπράβο Μαρία μου!!!
Η ευθραυστότητα μέσα απο μια τρυφερή και λιτή γραφή! Μπράβο!
πολϋ όμορφο!
Μαρια μου! Η ευαισθησία σου και η χρυσή γραφή σου με συγκίνησε για άλλη μια φορά! Σπάνε οι άνθρωποι … Συνέχισε να γράφεις!!!!!
Αγγίζει και ραγίζει… :'(
Μπράβο!!!Πάρα πολύ όμορφο!!!
Υπέροχο ,καταπληκτικό ,μπραβο !
Υπέροχο !! μπράβο!!καλή επιτυχία
Απλά υπέροχο, πολυ συγκινητικό!!!
Τελειο!!!
Υπέροχο!
Τέλειο!!!
Υπέροχο, συγκινητικό, ανθρώπινο!
Οταν βλεπω τετοιες αναρτησεις χαιρομαι παρα πλύ. Μπραβο Μαρία μου. Χιλια μπραβο χαιρομαστε μαζι σου. Να είσαι πάντα δημιουργηκή.
Εξαιρετικό κείμενο!!!
Υπέροχο!
Αγγιζει βαθια, θίγει πολλα…
η παιδικη αθωοτητα, το κοινωνικο στιγμα και η νοσταλγια που σμιλευουν τον πυρηνα του ανθρωπου, το σκαρπέλο να πιέζει γερά, οι κινησεις αποτομες, συχνα ατσαλες, πολλες φορες βιαιες…
αφηνουν ‘κρακ’ στο εσωτερικο συνηθως…
δεν φαινονται παντα αλλα ειναι εκει … και πρεπει να μαθουμε να ζουμε με αυτα…
Προσεγμενο, ζωντανο και πανω απ ολα ανθρωπινο… χιλια μπραβο
και ευχαριστω!
Αγγιζει βαθια, θίγει πολλα…
η παιδικη αθωοτητα, το κοινωνικο στιγμα και η νοσταλγια που σμιλευουν τον πυρηνα του ανθρωπου, το σκαρπέλο να πιέζει γερά, οι κινησεις αποτομες, συχνα ατσαλες, πολλες φορες βιαιες…
αφηνουν ‘κρακ’ στο εσωτερικο συνηθως…
δεν φαινονται παντα αλλα ειναι εκει … και πρεπει να μαθουμε να ζουμε με αυτα…
Μαρία μου μπράβο! Υπέροχο!
Ενα μικρό δίηγημα τόσο ξεχωριστό κι ανθρώπινο με γραφή που σε αγγίζει..!!!
Μπράβο Μαρία , πάλι μας συγκίνησης …
Μαρία μου, στα δικά μου μάτια, ζωγράφισες και πάλι με το στυλό σου και με γέμισαν συναισθήματα τα χρώματα και οι σκιές σου. Μπράβο!
Πολλά ωραίο!
Πολύ εμπνευστικό για όλους..
EXCELLENT.
Γεμάτο Άνθρωπο… Μπράβο Μαρία μου.
Πανέμορφο μέσα στην απλότητα του! Μπράβο!
Υπέροχο Μαρία! Εύγε!
Εξαιρετικό όπως και η ποιότητα της συγγραφέως !!!
Υπέροχο Μαρία μου!
Ταξίδεψα στα παιδικά μου χρόνια. Τι όμορφη γραφή. Ζωντανή!
Μαρία Ιωάννου εξαιρετικό το δείγμα γραφής και πιστεύω ότι ο δρόμος της πεζογραφίας σε περιμένει να τον διαβείς!!!
Υπεροχο κειμενο
Πολύ ωραίο. Υπέροχο. Τέλειο. Μαγικό.
Συγχαρητήρια και καλές επιτυχίες!!!
Απλά υπέροχο και πάνω απ’ όλα ρεαλιστικό!!!Πολύ συγκινητικό Μαρία μου!!!Χίλια μπράβο!!!!Καλή επιτυχία!!
Υπέροχο! Μπράβο Μαρία!
Υπέροχο Μαρία μου!!
Μαρια μου μπραβο!
Εξαιρετικό!! Καλή Επιτυχία Μαρία μου!!
Αγγιγμα ψυχής, εξαίρετο , Μπράβο Μαρία μου !!!
Μπράβο Μαρία μου. Υπέροχο
Ταξίδεψα … και εγώ και η ψυχή μου … σε όμορφες, αθωες, αγνεες εικόνες … μα πάνω από όλα αληθινές … μπράβο!
Σπάνε…το άκουσα το κρακ κ’ι εγώ !
Μαρία μου….. ΚΡΑΑΑΑΑΚΚΚ !!!!!
Εξαιρετικό κείμενο..Εξαιρετική και εσύ για ακόμα μια φορά. Έχεις τον τρόπο να μασ ταξιδέυεις. Μπράβο Μαρια!!
Υπέροχο Μαρία μου!!!
Very human, very real!!
All people can empathise with story…
Excellent!!
Εξαιρετικό. Ίσως και μια πραγματική ιστορία. Συγχαρητήρια.
Συγχαρητήρια!
Στα αλήθεια είναι σκληρό το μάθημα όταν οι άνθρωποι σπάνε …
Εξαιρετικό, συγκινητικό και τόσο αληθινό. Μπράβο Μαρία μου!!
❤️❤️❤️
Μπράβο Μαρία μου. Πολύ όμορφο
Υπέροχο Μαρία.
Σπάνε οι άνθρωποι αλλά η αγάπη τους κολλάει.
Υπέροχο και ευαίσθητο!
Πολύ αληθινό Μαρία!
Πραγματικά υπέροχο…❤