Ο Ηλίας Δ. Στόφυλας, στη συλλογή αυτή, την πρώτη, μα ουσιαστικά απλώς την πιο πρόσφατη, αναδεικνύει την ωριμότητα που κουβαλά κόντρα στη νιότη του. Ο εμπνευσμένος τίτλος -από ένα ιατρικό ντοκιμαντέρ για την ευθανασία-, όπως δηλώνει ο ίδιος-, διαπνέει ολόκληρη τη συλλογή, αποτελώντας κοινό ιδεολογικό πόλο αισθητικής και αξίας, εξυψώνοντάς το παράλληλα σε λεκτικό υπερ/μετα-μοντέρνο τοπόσημο. Η υπαρξιακή αγωνία, ιδωμένη μέσα από τις πληγές – των σχέσεων, της φιλίας και του έρωτα, αναζητά τη δεύτερη ευκαιρία που ίσως τελικά δοθεί μετά από έναν συμβολικό (μόνο;), θάνατο: Άραγε η αγάπη θα είναι ένας νέος θάνατος;/ Φύγατε δικοί μου άλλοι,/για να ξεκολλήσω από το μέτωπο τη μαρτυρική όψη της αγάπης, το νέο μου θάνατο. Διότι, υπάρχει, κι ένας πεθαμένος θάνατος. Ο Ποιητής, ψάχνει παλιές φωτογραφίες που δεν αναγνωρίζει, ούτε καν τα πέταλα της εσωτερικής του ανεμώνας.
Αρκετές φορές, σαν καρπός μιας ίσως αδήλωτης κρυπτομνησίας, αναγνωρίζει κανείς φωσάκια της ποίησης του Ελύτη: Ο κοσμοποιός, / ο πυριφλεγής/ Εκείνος που κρατά το μέλι και το κώνειο, / εκείνος που ζει για το αντιφέγγισμα του σπάνιου. Και Ο προπηλακιστής των άστρων, / ο δήμιος των πειρασμών, / ο αποσυνάγωγος. Μήπως δε μοιάζει με την ωραία μα και πρωτογενή Ηχώ της μεγίστης Ομολογίας του Ιδού Εγώ λοιπόν, ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και Μύστης των φύλλων της Ελιάς; ή πάλι, τόσες φορές κι εδώ, το «οξύμωρο»: η πληρότητα της έλλειψης, Θέλω να επιστρέψω στη φυγή και να γίνω πάλι γυρισμός / εκεί που νυχτώνει το μαζί, / εκεί που δε ζητάς πια, αλλά δίνεσαι. Είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει ο Ποιητής ως την άλλη όψη του θριάμβου, / την αλώβητη πληγή.
Είναι η ηρακλείτεια σύζευξη των αντιθέτων του «εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν», που τόσο αγάπησε κι εκείνος, ως συστατικό αλήθειας, Αυτός ο ελυτικός κοινός τόπος, που συνοψίζεται στη φράση: Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.
Ο «τόπος μετά», απασχολεί τον Ηλία Δ. Στόφυλα∙ θα είναι άραγε ένας τόπος όπου θα έχεις έναν ολόκληρο θάνατο μπροστά σου; (Συντέλεια του νόστου) Ένας τόπος εκεί, Εκεί, Εκεί που αιμορραγούν οι υποσχέσεις;
Ίσως τελικά η Μεταθανασία να είναι ένας τόπος πριν τη γέννηση: Πρέπει, τώρα, να καθυστερήσω τη γέννηση· εκεί που θα πορευθεί Τώρα, πατώντας στ’ αγκάθια των λεμονανθών, / πρέπει να ζήσω αγέννητος.
Γεννά αντίστροφες εικόνες αμέτρητου ύψους και βάθους: Ούτε αυτοί, ούτε κι εκείνη η θάλασσα/ που μου ’ριξαν κάποτε στα μάτια, / για να σκορπίσουν όλες μου τις στάχτες∙ για να φτάσει στον συγκλονιστικό στίχο: είναι τελικά μαζί με όλα τα νεκρά που ζητούν ευθανασία.
Γενικά, δεν υπάρχει κανένα ποίημα, για να μην πω στίχος, που να μην αναφέρεται σε αυτόν, στον μεγάλο πρωταγωνιστή: τον Θάνατο – (Α)θάνατο, ένα νέο θάνατο, που κοιμάται ως έμβρυο πολλαπλών ειδώλων στα σπλάχνα του ποιητή – στο υπερηχογράφημα της Τετάρτης ή του τέταρτου μήνα της αντίστροφης κυοφορίας του; θα μπορούσε να είναι μια ποιητική διατριβή για τον θάνατο. Σπουδή θανάτου, ελεγεία θανάτου∙ κι εκεί που δε τον έχει, τον εμπεριέχει. Στα ελάχιστα ποιήματα που δεν είναι τόσο εμφανής, και πάλι υποδηλώνεται, με μια λέξη, κάποτε με μιαν εικόνα: αποδημία, μνημεία… άλλες πάλι φορές, περνά αλαφροπάτητος, αλαφροϊσκιωτος, σαν ήχος από τριζόνι, που όμως, μπορεί να είναι κάτι άλλο: Όχι. Δεν είναι τα τριζόνια. Είναι τα νεκρά παιδιά, / που επιστρέφουν ξανά και ξανά, / ζητώντας ένα μέρισμα αθανασίας. Είναι νεκρός αλλιώτικος, και αλλόκοτος για την κοινή λογική ο νεκρός του Στόφυλα: Ατίθασος νεκρός./Αποφασισμένος να ζήσει μετά θάνατον. Άλλωστε το λέει καθαρά: δεν μύρισαν ποτέ τους ως πτώματα. Δε μυρίζει θάνατο, παρά μια απαλή αύρα λεμονανθού, με τ’ αγκάθια του, τον θάνατο τον περπατάει απλώς, σα μια βόλτα ανάμεσα στις μπουκαμβίλιες, πατώντας στ’ αγκάθια των λεμονανθών. Μα μήπως δεν έχουν τελικά αγκάθια τα κλαδιά με τους λεμονανθούς; Το στεφάνι με τα πορτοκαλάνθια της Νύφης του Λόρκα, δεν ήταν από ματωμένο γάμο; Εδώ είναι και η ριζοσπαστική, η αξία του Ποιητή: ο θάνατος μετατρέπεται, δε μεταμφιέζεται: ιδωμένος αντίστροφα, μπορεί και να είναι ο ίδιος ο Έρωτας. Με τις πληγές του, με μιαν υπόσχεση μιας νέας ευκαιρίας ή μιας νέας αθανασίας. Εκεί που αντιστρέφονται ή επεκτείνονται οι έννοιες. Η Μεταθανασία, μέσα από την ποίηση του Ηλία Δ. Στόφυλα, ίσως να είναι μια μετα-ερμηνεία- μεθερμηνεία της λέξης… ή μάλλον, είναι μια νέα λέξη, δηλαδή, μια νέα ζωή. θάνατος-αθανασία-μεταθανασία. Αυτό το νεοερμηνευμένο μετά την αθανασία. Η ζωή που δε ζήσαμε, αυτή που θα ζήσουμε «πλήρεις εαυτών». Και έστω και ως «προκαθήμενοι των πληγών». Ο προκαθήμενος, υπονοεί πάντα μια αίθουσα θρόνου που θα βασιλεύσει. Και θα έχει, έναν ολόκληρο θάνατο μπροστά του. Δηλαδή μια βασιλεία ζωής; ίσως… τελικά, το σημαντικό δεν είναι οι απαντήσεις, αλλά τα ερωτήματα. Και το ερωτηματικό, ίσως το πιο έντιμο σημείο στίξης..
Όπως και να είναι, ο επίλογος είναι συνεπέστατος, και ακριβώς η σύνοψη των παραπάνω. Ορμητικοί εμείς, με μια βουτιά εμπρός, μέσα στη φωτιά του Εμπρός, παρανάλωμά του, παρανάλωμα του Πυρός του Εμπρός ή του Εμπρός του Πυρός ∙ αυτού που, κάθε Πυρ ενέχει…
Δεν γυρίζω πίσω. Δεν θέλω. Δεν μπορώ.
Στο κέντρο του περιθωρίου,
στο χώρο που δεσπόζουν οι αδέσποτοι
θα υποκλίνομαι στις αποκλίσεις.
Θα βάζω φωτιά στην υποχώρηση.
Σε ένα νέο, φλογερό
παρανάλωμα του εμπρός.
….
Το αρνητικό της πρώτης αυτής συλλογής του Ηλία Δ. Στόφυλα, είναι ακριβώς η δύναμή της, η αξία της: έχει «έναν ολόκληρο θάνατο» μπροστά του για να μας δώσει τη δεύτερη συλλογή του που θα περάσει τη μεταθανασία… τι λέξη θα βρει τότε;
Μεγάλο το δάνειο και τι τόκο άραγε θα έχει το Επόμενο;
Χρύσα Κοντογεωργοπούλου, Ποιήτρια
Διδάκτωρ τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Επίσημη Γαλλόφωνη Ξεναγός του Ελληνικού Κράτους