Τα βράδια γυρνούσε αργά όταν δούλευε ως μπάρμαν. Η κούραση, η μοναξιά του άδειου σπιτιού, του δημιουργούσαν αισθήματα φυγής. «Η ερημιά του κόσμου είναι σαν την έρημο» σκεφτόταν πολλές φορές, «ξερή, γεμάτη απρόοπτες μεταμορφώσεις, με την όαση να αιωρείται σαν χαμένος παράδεισος, ατέλευτο όνειρο ανθρώπων που δε βρήκαν το δρόμο τους». Έτσι αισθανόταν ο Βασίλης κάθε βράδυ δουλεύοντας σε κείνο το μπαρ των κλυδωνιζόμενων περαστικών διασκεδαστών που αγκαλιασμένοι σε έναν αέναο κύκλο καθορισμένης πρότυπης ζωής από τους άνωθεν ζουν μέσα στη μακάρια λήθη τους.
Ο χαμός των γονιών του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης – Αθηνών, στο ύψος της Θήβας, η αναγκαστική διακοπή των σπουδών του στο οικονομικό τμήμα του Α.Π.Θ., η πάλη για επιβίωση, η μονόχρωμη ζωή του, τα μεταμεσονύχτια βήματα που αυτονομούνταν, τον οδηγούσαν πολλές φορές έξω στο πεζούλι της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων, της πλατείας Κλαυθμώνος, καπνίζοντας και κοιτώντας τους μόνιμους πλέον κάτοικους της.
ΑΣΤΕΓΟΙ, ΑΝΕΡΓΟΙ, ΑΦΡΑΓΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΟΙ ήταν το μόνιμο «μότο» σε ένα μεγάλο πανό κρεμασμένο σε ένα δέντρο της πλατείας με ένα σκοινί να αιωρείται χωρίς προορισμό. Σκοινί που σέρνει ιστορίες ανθρώπινων ψυχών που θέλησαν να ξεφύγουν από τη μακάρια λήθη τους και βρέθηκαν στην άλλη άκρη ως περιθωριακοί που τους ξέβρασε το σύστημα της κοιμισμένης αιώνιας βασιλοπούλας.
Κάθε βράδυ άκουγε διάφορα. Απόψε όμως η βραδιά μύριζε έντονη κόκκινη πάπρικα. Μισόκλεισε τα μάτια και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Ήθελε να βυθιστεί στο ταξίδι της στιγμιαίας απόλαυσης. Καθώς άνοιγε τα μάτια του, μια γυναικεία φιγούρα ξεπρόβαλε μπροστά του.
-Μπορώ; Του είπε
Πετάχτηκε πάνω μη μπορώντας να ξεκαθαρίσει αν ήταν παιχνίδι της φαντασίας του ή πραγματικότητα.
-Ναι, κι έκανε να φύγει.
-Ένα τσιγάρο θέλω μόνο. Μπορείς να μου…
Της πρόσφερε ένα. Ψάχνοντας να βρει τον αναπτήρα της, του συστήθηκε.
-Είμαι η Βάλια. Έρχομαι συχνά εδώ. Μ΄ αρέσει να κρυφοκοιτώ τους ανθρώπους να κλέβω στιγμές τους. Σε ξέρω.
Δεν της απάντησε. Κάτι του θύμιζε. Κάτι από μυρωδιά πάπρικας ανακατεμένο με κύμινο…
-Είσαι άστεγος; Τον ρώτησε
-Βάλια… Ναι, είσαι το κορίτσι των μπαχαρικών. Το κορίτσι με την αλογοουρά και τα σιδεράκια. Είπε κι έπιασε τον εαυτό του να γελάει για πρώτη φορά μετά από το θάνατο των γονιών του.
-Ποιος είσαι; Πετάχτηκε πάνω φοβισμένη κι έτοιμη να φύγει.
Τη σταμάτησε πιάνοντάς την από το μπράτσο.
-Είμαι ο Βασίλης. Ο γιος του Θανάση που πουλούσε τα κρεμμύδια στις λαϊκές δίπλα στον πάγκο με τα μπαχαρικά του πατέρα σου. Θυμάσαι;
-Ο Βασίλης με τις φακίδες. Πλάκα κάνεις. Πως άλλαξες; Πόσα χρόνια… Τα δύο «ΒΒ» ήταν η ταυτότητά μας στον κόσμο των λαϊκών αγορών. Ένας κόσμος όλος δικός μας, γεμάτος χρώματα, παιχνίδια κάτω από τους πάγκους της λαϊκής, πειράγματα, κυνηγητό. Πού χάθηκες;
-Ξέρεις…
-Τα μάθαμε. Είπε η Βάλια ακουμπώντας το χέρι της πάνω στο δικό του. Η θέση σου όμως είναι εκεί. Σε περιμένει. Φόρο τιμής στον άδικο χαμό. Πολλοί αναρωτήθηκαν πού να είσαι. Ο χρόνος πέρασε. Όταν δεν εμφανίστηκες αποφάσισαν όλοι μαζί να αφήσουν ένα κενό στη θέση που έστηναν οι γονείς σου τον πάγκο.
-Δε μπορούσα να επιστρέψω. Ένας ανεμοστρόβιλος δεν αφήνει τίποτε στο διάβα του. Χάθηκαν. Όλη η ζωή μου σε μια στιγμή. Μετά το απόλυτο κενό. Τι να στήσεις μέσα από τα συντρίμμια; Είπε ο Βασίλης σφίγγοντας το χέρι που τόση ώρα τον άγγιζε απαλά.
Κοιτάχτηκαν τυλιγμένοι στο μαύρο της ζωής του Βασίλη, στη λευκή αύρα της Βάλιας. Οι μυρωδιές των ατέλευτων ονείρων από τα λαχανικά του κυρ- Θανάση μπερδεύτηκαν γλυκά με τον πάγκο μπαχαρικών της Βάλιας φτιάχνοντας ένα χαρμάνι με γεύση ελπίδας.
Ο ήχος από τη σειρήνα του ασθενοφόρου μαχαιριά στο μαύρο της πεινασμένης ρακένδυτης πόλης. Λίγα άτομα έτρεξαν να δουν τι συνέβη. Οι ένοικοι της πλατείας κρύφτηκαν στα λαγούμια τους για να ξεφύγουν από την απόχη του νόμου.
Κανείς δεν ήξερε, δεν είδε. Δυο μαχαιριές, δυο σώματα αιμόφυρτα.
-Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Βασίλης προσπαθώντας να συνέλθει.
-Δε νιώθεις; είπε η Βάλια με απορία
Το μόνο που ένιωθε σε όλο του το κορμί μια γλυκιά ζέση εκεί στο μέρος της καρδιάς. Ένα ζεστό, υγρό ρυάκι σχηματίστηκε και κύλησε στα πλακάκια της εκκλησίας. Χώθηκε στους αρμούς και σκορπίστηκε θέλοντας να διαμαρτυρηθεί για την πρώιμη έξοδο.
Θολό το βλέμμα και οι αισθήσεις ναρκωμένες.
-Σε χάνω Βάλια, μη με αφήνεις.
Ένα λουλούδι ποτισμένο με άρωμα μπαχαρικών ήταν το μοναδικό στολίδι στην άκρη του σταυρού μιας ζωής – θύμα μιας ρακένδυτης πόλης.
Τελικά η ζωή μπορεί να έχει και άλλα χρώματα πέρα από το γκρίζο;
Κυριακή Μιζαμίδου
Εξαιρετικό!!!! Με συνεπήρε …
Μπράβο!!!
Μπράβο Κυριακή!!! Εξαιρετικότατο!!! Συναρπαστική,συγκινητική ιστορία! Περιμένουμε την επόμενη!
Εξαιρετικό Κυριακή μου, σημερινό, φρέσκο και επικαιρο!
Πολύ ωραίο, Κυριακή μου, μπράβο! Μου γέννησε ανάμεικτα συναισθήματα, πολύ δυνατά!
Υπέροχο, Κυριακή! Πόσα συναισθήματα σε τόσες λίγες γραμμές…………
Παραστατικό με πολύ γλαφυρές εικόνες.
Καλογραμμένο και το τέλος πολύ δυνατό!
Μπράβο Κυριακή θαυμάσιο!!Πολύ ζωντανές εικόνες , ένιωσα προς στιγμήν να το ζω και να γίνομαι μέρος της ιστορίας…
Πειστική ιστορία. Ήθελε κάποια οικονομία στα”γενικά” της πόλης σε κρίση, που ηχούν σαν αμήχανα.