Οι πρώτες αχτίδες του ηλίου γλίστρησαν μέσα από το μισάνοιχτο πατζούρι, ετοιμόρροπο και σκουριασμένο, και σκαρφάλωσαν σε ένα μονό κρεβάτι, ξύλινο, όπου κοιμόταν ένας νέος άντρας. Σύντομα, το ξυπνητήρι από το κινητό του ξεκίνησε να χτυπάει κι εκείνος, με μια κίνηση, το έκλεισε και σηκώθηκε δίχως να στριφογυρίσει κάτω από το πάπλωμα, δίχως να χουζουρέψει λεπτό. Άνοιξε το πατζούρι, που έτριξε δυνατά σαν τραυματισμένο, άγριο ζώο, και το φως που μπήκε στο μικρό δωμάτιο, άπλετο πλέον, έκανε την σκόνη στα λιγοστά έπιπλα που υπήρχαν να γυαλίζει, όπως γυαλίζει η επιφάνεια της θάλασσας στον ήλιο του μεσημεριού. Στην συνέχεια, έπλυνε με κρύο νερό το ανέκφραστο πρόσωπό του κι ούτε που αισθάνθηκε την ανάγκη να κοιτάξει στον μικρό, ραγισμένο καθρέπτη πάνω απ’ τον νιπτήρα τον εαυτό του όσο βούρτσιζε τα δόντια του, μηχανικά.
Έσπασε δυο αυγά σ’ ένα μπολ και ξεκίνησε να τα χτυπάει. Το κινητό τηλέφωνό του, ακουμπημένο στο τραπέζι του σαλονιού, λίγα μέτρα πιο πέρα από τον πάγκο της κουζίνας, αυτόματα, συντονίστηκε στον σταθμό της καθημερινής, πρωινής ενημέρωσης, της οποίας η παρακολούθηση ήταν υποχρεωτική για τους πολίτες. Η γνώριμη φωνή ήχησε για ακόμη μια φορά στο μικρό του διαμέρισμα.
«Καλημέρα σας! Μια υπέροχη μέρα ξημέρωσε σήμερα στην ανοιξιάτικη Αθήνα. Ο ήλιος λάμπει, η θερμοκρασία θα κυμανθεί από δεκαπέντε έως είκοσι βαθμούς κελσίου, ενώ η πιθανότητα βροχής είναι μηδενική. Μέρα ιδανική για να μείνετε στο σπίτι σας και να απολαύσετε την ζέστη από το μπαλκόνι σας, δείχνοντας προσοχή φυσικά, αφού, όπως γνωρίζετε, η παραμονή σας στο μπαλκόνι δεν επιτρέπεται να ξεπερνά την μία ώρα καθημερινώς. Αυτό το συνιστά η Ειδική Επιτροπή Ραδιενέργειας, η οποία κρίνει ότι μετά το τελευταίο ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο της χώρας και σε συνδυασμό με τα ποσοστά ραδιενέργειας και βλαβερών χημικών ουσιών που απελευθερώθηκαν στην ατμόσφαιρα τις τελευταίες δεκαετίες ως αποτέλεσμα των παγκοσμίων πολέμων θεωρείται άκρως επικίνδυνη η πολύωρη παραμονή στους εξωτερικούς χώρους. Σας υπενθυμίζουμε, σε αυτό το σημείο, αγαπητοί μας πολίτες, ότι είναι αναγκαίο να παίρνετε τα ειδικά χάπια που προμηθεύτηκε η χώρα μας για την καταπολέμηση των συνεπειών της ραδιενέργειας», χαρούμενη μουσική ακούστηκε.
Ο άντρας άνοιξε το ντουλάπι, πήρε τρία χάπια στα χέρια του και, χωρίς νερό, τα κατάπιε. Η ομελέτα, στο μεταξύ, τηγανιζόταν. Η χαρούμενη, ρομποτική φωνή, επανήλθε.
«Η χρήστης 680876 μας γράφει ‘Καλημέρα σας! Ανυπομονώ να δουλέψω στο γεμάτο ήλιο διαμέρισμά μου!’. Χρήστη 680876 εύγε! Σου ευχόμαστε κι εμείς μια όμορφη και παραγωγική μέρα. Και τώρα, θα σας ανακοινώσουμε τον τελευταίο νόμο του Υπουργείου Υγείας:
«Συνιστάται στους πολίτες να αποφεύγεται η κατανάλωση καφεΐνης. Τα σχετικά προϊόντα, δηλαδή όλα τα είδη καφέ και τα καφεϊνούχα ροφήματα, θα αποσυρθούν εντός δέκα ημερών από τα ηλεκτρονικά καταστήματα, μετά από έκτακτη εισήγηση της Επιτροπής για την Υγεία και Ευημερία των Πολιτών, καθότι κρίθηκε ότι προκαλούν υπερδιέγερση στον ανθρώπινο οργανισμό και δυσχεραίνουν την ομαλή κοινωνική συμβίωση. Στους κατόχους των άνω προϊόντων δίνεται προθεσμία τριών ημερών για να τα απορρίψουν. Ειδικές αστυνομικές επιτροπές θα σταλούν σε όλα τα σπίτια και θα διενεργήσουν, όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας, χωρίς προειδοποίηση, τους αναγκαίους ελέγχους. Οι παραβάτες θα τιμωρούνται με διασυρμό στα social media, χρηματικό πρόστιμο και φυλάκιση…»
Ο άντρας σταμάτησε να τρώει. Πλησίασε ένα μικρό συρτάρι, στην κουζίνα. Ελέγχοντας νευρικά την πόρτα του διαμερίσματος και το παράθυρο, το άνοιξε κρυφά. Μέσα υπήρχαν διάφορες ποικιλίες από καφέ, χύμα, σε σημαντικές ποσότητες. Άγχος κύλησε στις φλέβες του και ίσα που πρόλαβε να κλείσει το συρτάρι όταν στο σπίτι εμφανίστηκε μια γειτόνισσα, με πυτζάμες και φουρκέτες στα μαλλιά. Κοίταξε εκείνον και το διαμέρισμα ερευνητικά.
«Καλημέρα», είπε με τσιριχτή φωνή.
«Καλημέρα», της έγνεψε.
«Ήθελα απλά να σου πω ότι συνέλαβαν τον ένοικο του πρώτου ορόφου. Έπινε συνεχώς καφέ. Τον κάρφωσα εγώ. Πήρα τηλέφωνο την επιτροπή ελέγχου της πολυκατοικίας. Βέβαια, και ο γείτονάς μου την πήρε. Δεν ξέρω ποιόν άκουσαν πρώτο. Έχω, πάντως, ήδη ανεβάσει την στιγμή που τον δίνω στην σελίδα μου. Τα χάσταγκ με το όνομά μου έχουν φτάσει τα είκοσι. Αν πάρω δέκα ακόμα θα τα εξαργυρώσω. Μπορείς να κάνεις hashtag κι εσύ; Είμαι η χρήστης 252390», τον ρώτησε.
«Ναι», της απάντησε. «Δεν είχε ακόμα τρεις ημέρες για να ξεφορτωθεί τον καφέ;» προσέθεσε προσπαθώντας να ακουστεί αδιάφορος.
«Είχε, θεωρητικά. Αλλά όλοι μας γνωρίζαμε ότι θα απαγορευτεί. Το συζητούσαν συνέχεια τελευταία. Οπότε, τι σημασία έχουν τρεις μέρες; Το λάθος το έκανε ήδη», απάντησε εκείνη. «Και τα λάθη πρέπει να πληρώνονται, ειδικά στις δύσκολες μέρες που διανύουμε, μήπως διαφωνείς;» τον κοίταξε ειρωνικά.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Πριν φύγει από το διαμέρισμα γύρισε ξανά προς το μέρος του.
«Αυτήν την στιγμή κάνουν έλεγχο στο σπίτι του και σε λίγο θα τον πάρουν. Μπορείς να κάνεις live μετάδοση στον λογαριασμό σου. Ίσως έτσι βγάλεις λίγα χρήματα και μπορέσεις να πάρεις κάποιον καινούργιο υπολογιστή…» του είπε κοιτώντας υποτιμητικά το λάπτοπ του που βρισκόταν στο τραπέζι. «Σε λίγο καιρό θα είναι άχρηστος, δεν θα σηκώνει τις ενημερώσεις της πλατφόρμας».
Ο άντρας έμεινε μόνος του. Κοίταξε το ντουλάπι, ανέκφραστος. Έπειτα, ξεκίνησε να φέρνει βόλτες το σπίτι, ψάχνοντας για πιθανές κρυψώνες. Όπως σήκωνε τον καναπέ, μήπως και καταφέρει να κρύψει τον καφέ εκεί, παρατήρησε μια σκιά στο πάτωμα. Ύψωσε το βλέμμα του, γονατισμένος ως ήταν, και αντίκρισε ένα ζευγάρι μάτια καστανό ανοιχτά να τον κοιτάζουν.
Σηκώθηκε και σκούπισε τα γόνατά του απ’ την σκόνη. Μια νεαρή κοπέλα είχε σταθεί μπροστά από την πόρτα του και τον κοιτούσε χωρίς να μιλάει. Ήταν ανέκφραστη, σοβαρή στο πρόσωπό της. Φευγαλέα, μόνον, τα μάτια της ταξίδεψαν στο πρόσωπό του και για μια στιγμή θαρρείς και γλύκανε το βλέμμα της, έπειτα όμως επανήλθε η πέτρινη όψη. Συνέχιζαν να κοιτάζονται. Εκείνη δάγκωσε διστακτικά τα χείλη της, χαμήλωσε το βλέμμα της, έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόφερε «Ξέρω ότι έχεις καφέ».
«Δεν έχω ιδέα για τι μιλάς», της απάντησε εκείνος ψυχρά.
«Μένω στο δίπλα διαμέρισμα. Κάθε μέρα μυρίζω τους καφέδες που φτιάχνεις», συνέχισε εκείνη.
«Κάνεις λάθος».
«Δεν κάνω λάθος».
«Με μπερδεύεις με άλλον, σου είπα δεν έχω».
«ΔΕΝ θα σε καταδώσω», του φώναξε εκείνη με τρεμάμενη φωνή και τα καστανά της μάτια βούρκωσαν.
Ο άντρας αισθάνθηκε έναν γλυκό και οξύ πόνο στο στήθος. Ενστικτωδώς την πλησίασε. Έπειτα σταμάτησε το βήμα του, λίγα μέτρα μακριά της.
«Θέλω λίγο καφέ», του ζήτησε.
Ο άντρας φάνηκε σκεπτικός. «Πρέπει να δουλέψω», της είπε.
«Πάρε άδεια λόγω αδιαθεσίας!» τον παρακάλεσε. «Πόσες μέρες σού έχουν μείνει;»
«Τρεις», απάντησε.
«Σε παρακαλώ», του ξαναείπε.
Εκείνος κοίταξε ξανά το ντουλάπι του καφέ. «Το ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο; Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» την ρώτησε.
Έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς το μέρος του. «Απολύτως».
Ο άντρας και η κοπέλα μετέφεραν μερικά έπιπλα μπροστά στην πόρτα ώστε να αποτρέψουν αδιάκριτους γείτονες να εισέλθουν. Κάλυψαν τα κλειστά παράθυρα με τραπεζομάντηλα, να μην ξεφύγει η μυρωδιά του καφέ στα γειτονικά διαμερίσματα και τους καταδώσουν. Έπειτα, η κοπέλα κάθισε στην μια άκρη του τραπεζιού και τον περίμενε. Ο άντρας έφτιαξε δυο καφέδες με ζάχαρη. Έδωσε στην κοπέλα την αγαπημένη του κούπα, ενώ εκείνος έβγαλε από το συρτάρι μια δεύτερη. Κάθισε απέναντί της. Την παρατηρούσε όπως πήρε την κούπα στα μικρά της χέρια κι έκλεισε τα μάτια της στην πρώτη γουλιά. Ύστερα, βύθισε το βλέμμα της στον καφέ. Από τα κεκαλυμμένα παράθυρα είχε ξεφύγει μια αχτίδα φωτός που γλίστρησε στα μαλλιά της και λιγάκι στο πρόσωπο – σε μια στιγμή η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της και το φως πλημμύρισε το βλέμμα της. Η θάλασσα από καφέ χρώμα που εμφανίστηκε στα μάτια της τον αιχμαλώτισε. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά, ένα μικρό τρέμουλο κούνησε το χέρι του και χύθηκε λίγος καφές στο τραπέζι. Συνήλθε γρήγορα. Τελείωσαν τον καφέ τους αμίλητοι. Εκείνη σκούπισε με την παλάμη της το στόμα της. Το βλέμμα του κρεμασμένο στα χαρακτηριστικά της.
«Σε ευχαριστώ», του είπε με ευγνωμοσύνη. Δεν της απάντησε. Σηκώθηκε κι έφυγε από το διαμέρισμά του, αθόρυβα, όπως είχε μπει. Εκείνος έμεινε ακίνητος και συνέχισε να την σκέπτεται και με έκπληξη και φόβο έπιασε το χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του με τα χέρια του, ένα χαμόγελο που θαρρείς ράγισε την σιδερένια μάσκα που χρόνια εγκλώβιζε το πρόσωπό του, ακόμα και τα χρώματα τριγύρω του, άρχιζαν να μοιάζουν ζωντανά.
Η κοπέλα επέστρεψε στο διαμέρισμά της. Ένα διαμέρισμα ακατάστατο, με λερωμένα πιάτα παντού, ξέστρωτα σεντόνια και κλεισμένα πατζούρια. Με το κεφάλι κατεβασμένο στο πάτωμα πλησίασε το κρεβάτι της. Ανέβηκε πάνω, νιώθοντας κούραση στο σώμα της, και ξάπλωσε με τα γόνατα στο στήθος. Η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία. Προσπάθησε να κοιμηθεί, μα δεν τα κατάφερε. Ανασηκώθηκε δακρυσμένη. Βύθισε το πρόσωπό της στις παλάμες της και ξεκίνησε να τραβάει τα μαλλιά της. Μια κραυγή απελπισίας της ξέφυγε κι έπειτα σηκώθηκε με μιας και πλησίασε το κινητό της, τρέμοντας. Το πήρε στα χέρια της, κάθισε στο πάτωμα, κάλεσε ένα νούμερο και περίμενε υπομονετικά.
Χαρούμενη μουσική ήχησε στο σκοτεινό δωμάτιο κι ύστερα στην γραμμή εμφανίστηκε μια ρομποτική φωνή.
«Καλέσατε την γραμμή υποστήριξης των πολιτών. Θέλουμε να ξέρετε ότι η υγεία σας μετράει πολύ για εμάς. Είστε σημαντικός πολίτης. Ποιός είναι ο αριθμός χρήστη σας;»
«Χρήστης 27374».
«Καλησπέρα χρήστη 27374. Τι πρόβλημα αντιμετωπίζετε;»
Η κοπέλα ανοίγει το στόμα της, έπειτα το κλείνει, σκέφτεται, τρώει τα νύχια της, παλεύει να βρεις τις λέξεις, μα σωπαίνει.
«Πείτε μας. Τι πρόβλημα αντιμετωπίζετε;» επιμένει η φωνή στην γραμμή.
«Είμαι… στενοχωρημένη», προφέρει διστακτικά.
«Λυπούμαστε πολύ γι’ αυτό. Θέλουμε να ξέρετε πόσο σημαντική είστε. Η υγεία σας και η ευτυχία σας είναι πολύ σημαντική για εμάς. Από πότε νιώθετε στενοχωρημένη;»
«Δεν θυμάμαι», απαντάει.
«Λυπούμαστε πολύ γι’ αυτό. Έχετε έρθει σε επαφή με κάποιον χρήστη; Παρακαλούμε να είστε απολύτως ειλικρινής», ρωτάει η γραμμή.
Η κοπέλα σκέφτεται τον άντρα με τα μεγάλα μάτια που της έφτιαξε καφέ. «Όχι», απαντάει ψέματα.
«Συνεχίζετε την εργασία σας; Η προσφορά σας στο κοινωνικό σύνολο είναι πολύ σημαντική».
«Όχι. Σήμερα ήταν η τελευταία μέρα άδειας λόγω αδιαθεσίας που δικαιούμαι», απαντάει ειλικρινά.
«Θα θέλαμε να σας υπενθυμίσουμε ότι αν ξοδευτούν και οι 14 ημέρες άδειας λόγω αδιαθεσίας που δικαιούστε, θα απολυθείτε. Η διαδικασία απόλυσης ξεκινάει αυτόματα μέσω της πλατφόρμας. Εφόσον απολυθείτε, εντός 24 ωρών θα σταλεί ειδική επιτροπή για τους εργαζόμενους της περιοχής σας προκειμένου να ερευνηθούν οι λόγοι απόλυσής σας. Η επιτροπή θα συντάξει αναφορά…»
«Τα ξέρω όλα αυτά!» ουρλιάζει η κοπέλα ενώ δάκρυα γεμίζουν το πρόσωπό της.
«Παρακαλούμε, μην διακόπτετε. Η επιτροπή θα συντάξει αναφορά. Αν διαπιστωθεί ότι ευθύνεστε για την απόλυσή σας, θα πληρώσετε πρόστιμο, ενώ κινδυνεύετε με άμεση φυλάκιση λόγω στέρησης της κοινωνίας από την εργασία σας και της συναφούς παρακώλυσης της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Σας συστήνεται να μην χάσετε άλλη μέρα από την εργασία σας».
«Σας λέω ότι δεν είμαι καλά!» απαντάει θυμωμένα.
«Λυπούμαστε γι’ αυτό. Ο ενθαρρυντικός λόγος 5463 είναι ο ιδανικός για την περίπτωσή σας. Θα θέλατε να τον ακούσετε;»
«Ναι», λέει εκείνη, αδιάφορα.
«Είσαι μια όμορφη γυναίκα. Είσαι σημαντική. Έχεις αξία. Είσαι σπουδαία εργαζόμενη. Μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο. Ο κόσμος είναι δικός σου», ακούγεται η γραμμή, ενώ η κοπέλα κουλουριάζεται στο πάτωμα και ξεσπάει σε δυνατά κλάματα. «Κανένας δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε εσένα. Είσαι η καλύτερη από όλους. Η πιο όμορφη. Η πιο σπουδαία. Δεν πειράζει αν στενοχωριέσαι. Δεν πειράζει αν νιώθεις εξαντλημένη. Δεν πειράζει αν θέλεις να πεθάνεις. Είναι απολύτως φυσιολογικό. Πολλοί χρήστες αισθάνονται έτσι. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάς ότι αυτά γίνονται για το καλό σου. Ότι οι καλύτερες μέρες έρχονται. Ότι το κοινωνικό σύνολο σε έχει ανάγκη. Είσαι καταπληκτική. Σύμφωνα με την φετινή έρευνα του υπουργείου κοινωνικής πολιτικής, είσαι στην ομορφιά η 57η της περιοχής σου. Είσαι πραγματικά…» η φωνή σώπασε. Η κοπέλα πέταξε με όλη της την δύναμη το κινητό στον απέναντι τοίχο. Σηκώθηκε κλαίγοντας και πήγε στο διαμέρισμα του γείτονα.
Ο άντρας καθόταν στον καναπέ και κοιτούσε την ηλιαχτίδα που είχε γλιστρήσει πρωτύτερα από το παράθυρο. Σηκώθηκε κατευθείαν όταν ένιωσε την παρουσία της στον χώρο. Κοίταξε το πρόσωπό της και τα κόκκινα μάτια της.
«Τι, τι συνέβη;» ψέλλισε.
Οι δυο τους κάθισαν δίπλα δίπλα. Η κοπέλα τού διηγήθηκε τι είχε συμβεί.
«Δηλαδή», είπε ο άντρας λυπημένος «θα έρθουν να σε πάρουν;»
«Ναι», έγνεψε αδιάφορα εκείνη.
«Γιατί δεν δούλεψες σήμερα;» την ρώτησε θυμωμένος. «Έπρεπε να δουλέψεις!» φώναξε, ενώ η σκέψη ότι δεν θα ξαναέβλεπε αυτό τον πλάσμα τού έκαιγε τα σωθικά.
Η κοπέλα τον κοίταξε ανέκφραστη.
«Δεν θέλω να δουλεύω», πρόφερε.
«Δεν θέλεις να δουλεύεις; Και τι θέλεις να κάνεις;»
«Θέλω να πεθάνω».
«Να πεθάνεις;»
«Ναι».
Οι δυο τους δεν μίλησαν για λίγη ώρα. Έπειτα ο άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα και βουρκωμένος ξεκίνησε να της λέει, ενώ ο λαιμός του έκαιγε, «Είσαι μια όμορφη γυναίκα. Είσαι σημαντική. Η δουλειά σου είναι σημαντική…»
«Σε παρακαλώ, μη!» φώναξε η κοπέλα.
«Έχεις αξία», προσπαθούσε μέσα από τα δάκρυά του να συνεχίσει ο άντρας, αλλά η κοπέλα σύρθηκε ως τα πόδια του κι απέμεινε να κλαίει γονατισμένη, εκεί, έτσι που δεν του ‘βγαιναν πλέον τα λόγια. Έκλαψαν μαζί, βουβά, άσχημα, ύστερα την βοήθησε να σηκωθεί. Μετακίνησε το τραπέζι μπροστά στην εξώπορτα.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε εκείνη απορημένη ενώ σκούπιζε τα μάτια της.
«Δεν έχουμε να χάσουμε κάτι. Είναι η τελευταία σου μέρα», της είπε, ενώ της έδειξε με νόημα το ντουλάπι του καφέ.
Η κοπέλα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της με ενθουσιασμό. Αδρεναλίνη ξεκίνησε να κυλάει στο αίμα της. Ένα αμυδρό χαμόγελο ενθουσιασμού γλύκανε την όψη της. Δάγκωσε τα χείλη της με ένοχη απόλαυση.
Στρώθηκαν στην δουλειά. Τέσσερις κατσαρόλες γεμάτες νερό έβραζαν στα μάτια της κουζίνας. Οι δυο τους έπαιρναν τον καφέ και την ζάχαρη με τις χούφτες και τις πετούσαν στην φωτιά. Το πάτωμα, τα ρούχα τους, τα έπιπλα, τα πάντα είχαν καλυφτεί με καφέ, ενώ η μυρωδιά της καφεΐνης νότιζε τους τοίχους. Έπαιζαν σαν μικρά παιδιά – γέμιζαν καφέ ο ένας τον άλλον, δοκίμαζαν με τεράστιες κουτάλες το ρόφημα και σύντομα ξεκίνησαν να γελάνε. Ήπιαν τόσο πολύ καφέ που η καρδιά τους άρχισε να χτυπάει δυνατά, έξαλλα. Ξήλωσαν τις κουρτίνες, άνοιξαν τα παράθυρα, να μπαίνει φως, ήλιος, οξυγόνο, έτρεχαν σε όλο το σπίτι ξυπόλυτοι, χτυπούσαν με τις κουτάλες τις κατσαρόλες, σαν να παίζουν νταμς. Όλα τα έπιπλα ήταν αναποδογυρισμένα, τα πιάτα σπασμένα, έπιαναν το χαμόγελό τους με τα δάχτυλα, μπροστά στον μικρό καθρέπτη του μπάνιου, χοροπηδούσαν, έβγαζαν κραυγές που δεν έβγαζαν νόημα… Άτσαλα ακουμπούσαν ο ένας τον άλλον, δεν ήξεραν πως, η κοπέλα του δάγκωνε την μύτη, ο άντρας της δάγκωνε τον μηρό, κυλιόντουσαν στο πάτωμα, είχαν λερωθεί από τον καφέ, γέλαγαν, αγγίζονταν, ένιωθαν, αγκαλιάζονταν, τρίβονταν ο ένας πάνω στον άλλον, «θέλεις να δεις τι γεύση έχει το σάλιο μου;» κι έπειτα πάλι γελούσαν κι ανάσαιναν ο ένας την λαχανιασμένη ανάσα του άλλου.
Η πόρτα χτυπάει. Τα χέρια τους πιασμένα, κοιτιούνται, κλαίνε. Κανείς τους δεν ανοίγει. Χτυπάει πιο δυνατά, θα σπάσει σε λίγο. Τα πρόσωπά τους ακουμπάνε, οι ανάσες τους ενώνονται, τα άκρα τους μπλεγμένα, δακρυσμένα χαμόγελα και μυρωδιά καφέ στα μαλλιά τους. Η ευγνωμοσύνη που φέγγει στα μάτια της ζεσταίνει κάθε κύτταρο του σώματός του. Θέλει τόσα να της πει, κι όσα λόγια δεν χωράνε σε μια αιωνιότητα προσπαθεί να τα χωρέσει στο βλέμμα και το άγγιγμά του. Μια ζωή δεν φτάνει ν’ αγαπηθούνε κι όμως, να που τώρα προσπαθεί να την χωρέσει στον τρόπο που τα δάχτυλά του κρατούν αποφασιστικά τα δικά της. Μπαίνουν μέσα, δεν την αφήνει από τα χέρια του, την τραβάνε… Την σέρνουν στις σκάλες τώρα, εκείνος τρέχει από πίσω της, πού την πάνε, πού πάνε οι ηλιαχτίδες όταν φεύγουν;
Στην σκάλα η κοπέλα παλεύει, αντιστέκεται, προσπαθεί να τον δει, λίγο ακόμα, του γελάει δυνατά, λάμπει ολόκληρη, δεν έχει υπάρξει πιο όμορφη, «Θυμάσαι που σου είπα ότι θέλω να πεθάνω;» ουρλιάζει εκείνη, σε έκσταση, η καρδιά της θαρρείς και θα βγει από το στήθος της, «τελικά ήθελα να ζήσω!» φωνάζει, η φωνή της αντηχεί στην πολυκατοικία, μπαίνει μέσα του, κυλάει στις φλέβες του, πλάι στην καφεΐνη, τον ζωντανεύει, τον ξυπνά, σε κάθε κύτταρό του το φως της, εκείνος ξαπλώνει κάτω, το αυτί του στο πάτωμα, μετά από είκοσι πέντε χρόνια, την ακούει, για πρώτη φορά,
την καρδιά του.
ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος