Μεταλαβιά στο «κοχύλι του ήλιου»
και θείο νάμα
το ξίφος της γραφίδας σου.
Ο ποιητής της Μάνης
ο βάρδος του βότσαλου και της πέτρας
με «τα παιδιά του πουνέντε»
με τις οδύνες να χτίζουν τα σπλάχνα,
αυθεντικά, μουσικά και αισθαντικά
πορεύεσαι στις ριπές του κόσμου.
Του εύγλωττου μύστης
των υπαρξιακών αναζητήσεων,
με την πορφύρα της φιλόσοφης σκέψης
πραγματώνεις της ελπίδας το αναστάσιμο
«το παυσίλυπο έαρ» υμνείς και ανακράζεις:
«Πώς να σιωπήσω καταμεσής στην άβυσσο;»
«Πώς να διατάξω το χέρι μου
να μην χαράζει πια
αιμάτινους στίχους;»
Δεν κατοικείς σε «καιόμενες βάτους»
δεν αποτραβιέσαι στα μονοπάτια του ανέφικτου.
Μέσα από χέρια ανοιχτά αγκαλιάζεις
πρωτόγνωρους ήλιους
και τη φωνή τους την πέτρινη.
Κι όταν αστράφτουν οι μέρες της καταιγίδας,
θολώνει το τζάμι του κόσμου
κι η αρμύρα αρμενίζει στα άλμπουρα,
με τα αλαργινά καράβια σου ικέτης φτάνεις
βυζαίνεις της ζωής το κύμα
και μερώνει των βράχων η θάλασσα.
Δε φοβάσαι τους Εφιάλτες
τους τελευταίους συντρόφους
τα νεκρά χελιδόνια.
«Με γυμνές τις πατούσες»
το σκοτάδι γητεύεις
υψώνεις της γραφής σου τα φλάμπουρα
το μηδέν μετουσιώνεις σε «φωτεινό μετέωρο»
και αναστρέφεις την «ανάσα του σύμπαντος».
Σε τούτο το μουράγιο της ποίησης
σε τούτους τους λυγμούς των στίχων
και στον αρχέγονο λόγο τους
προσκυνητής μισεύεις
στης ελπίδας το πέλαγος.
Με τα κουράγια αχαλίνωτα
τινάζεις «την τέφρα της πλάνης»
και στην αγάπη κουρνιάζεις
ήχος μυστικός, αγέννητος.
Κι αναγεννάται ο κόσμος
στου πλαστουργού σου το χέρι
κι αναγεννάται ο άνθρωπος
στων αρχαγγέλων το θάμα
Νυν και Αεί.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
(Για την ποιητική συλλογή του συγγραφέα Νίκου Ταβουλάρη με τίτλο «ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ», εκδόσεις «Όστρια», Αθήνα, 2014).