«Εκεί που σμίγει ο Ελικώνας με τον Παρνασσό»
σε δίσεκτους καιρούς, γεννήθηκε
ο Ποιητής κι ο Άνθρωπος των στοχασμών.
Εκεί στο Δίστομο, η γης
που σώπασε γυαλί
και στου κορμιού της το μαρτύριο
έτρεμε κι ο ύστατος ο πόνος,
εκεί όπου περίσσεψε η φρίκη του θανάτου
«και στέλνανε οι ψυχές παράκληση»,
εκεί η ιστορία σε καλεί
γιο της Μνημοσύνης να σε χρίσει.
Γονιοί και σπιτικό, θυσία στο σφαγείο.
Κι όσα τα μάτια σου καρπώθηκαν
«πτώματα νέα και γέρικα και παιδικά
και φλόγες δίχως ζωντανό για να τις σβήσει»,
κληρονομιά τα κόμισες στ’ ατσάλινά σου κύτταρα.
Το δίκιο των μαρτύρων, χρέος σου ιερό το έστεψες
και το διεκδικείς ευλαβικά
στης ξενιτιάς τα παγωμένα χνάρια,
κραυγή του νόστου το ‘χτισες
στην άγρια ειμαρμένη.
Ο Αχέροντας εσφράγισε τα βήματά σου,
τα μπόλιασε με της ορφάνιας τις σαΐτες.
«Όσο λαμπρό το φως
τόσο πυκνό το σκότος» μολογάς.
Πώς να ξεχάσεις ποιητή
της ιστορίας τους τριγμούς;
Πώς να ξεχάσεις; Πώς;
Τα πέτρινα τα λαβωμένα σκαλοπάτια;
Τη δύσμοιρη τη μάνα
που κείτεται στο κάρο
με το κεχριμπαρένιο βλέμμα;
Σαν κυπαρίσσι στέκεσαι ακλόνητος,
σαν κρύσταλλο
ανάμεσα στους τάφους.
Ζώνεται η πένα σου φωτιά,
σελώνει με τις στάχτες η ψυχή σου
και τριγυρνά στα Διστομίτικα τ΄ απόσκια
και μοιρολόγι κράζει:
«Στο χέρι του παππού ο εγγονός βαδίζει
κι ανάμεσά τους λείπει μια γενιά».
Κι όσο ο καιρός γυρίζει
και το κενό με συμφιλίωση γεμίζεις,
στη Λησμοσύνη ύψωσες λευκό πανί.
Αποζητάς τη λύτρωση στο θρόισμα του χρόνου
και γράφεις με της πένας σου το αίμα:
«Γιατί να μην ξεχάσεις το παιδί;
έφυγε πια,
χωρίς να ζήσει, πέθανε.
Μονάχα μέσα απ’ όλους τους θαμπούς
καθρέφτες σε κοιτάζει».
Ήπιες νερό και στάλαγμα
απ’ της πηγής την Κασταλία κοίτη,
μα η δίψα σου δε σβήστηκε στο πονεμένο στέρνο.
Σιμά σου τότε χάραξε και ρίζωσε
της Ποίησης η Μούσα.
«Ήρθες Ποίηση πάλι» της λες
«το αίμα αφουγκράστηκες να πάλλεται,
σε έλκει η ψυχή που ξεχειλίζει».
Με τον δικό της οίστρο έπλασες
δεήσεις στ’ ακρογιάλι που έθρεφε ελπίδες,
για του παιδιού το πεινασμένο δάκρυ,
για το σώμα που εγίνηκε μολύβι
στη δίνη του πολέμου.
Με την «πύρινη ύλη» να γδέρνει τα φυλλοκάρδια
αλλόγλωσσους ποιητές αφουγκράστηκες
και μάς τους χάρισες σπουδαίο δώρισμα
στης γλώσσας μας το απέθαντο ταξίδεμα.
Και ταξιδεύεις, πρεσβευτής της μνήμης,
της παγκόσμιας ειρήνης δεινός συνοδοιπόρος,
άφησες πίσω την έχτρα του θανάτου
και με στίχους σμιλεύεις το φως:
«Προσπαθώ τις σκιές να φωτίσω,
να στεγνώσω το πέλαγος
για να δω τον βυθό» ψιθυρίζεις
κι ενσαρκώνεις το δίκιο της γης σου
στων λαών τις λησμονημένες περγαμηνές.
Εκεί που σμίγει η ιστορία με τον πόνο,
και οι πληγές τρυπούν τις αρτηρίες,
στο Δίστομο που αλυχτούν του μαρτυρίου οι βράχοι,
εκεί γεννήθηκε ο Ποιητής κι ο Άνθρωπος.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
27/11/2016
(Για την ποιητική συλλογή του ποιητή Αργύρη Σφουντούρη «Τα Διστομίτικα και άλλα ποιήματα», εκδόσεις «Βεργίνα», Δεύτερη έκδοση: Οκτώβρης 2016).