Ήταν μεσάνυχτα μιας πνιγηρής βραδιάς την εποχή των μουσώνων. Η μουσκεμένη άσφαλτος άχνιζε σαν την άχνα του βοδιού. Σ’ ένα διάλειμμα από τις συνεχείς τροπικές βροχές ξεπρόβαλλαν λαμπερά τ’ αστέρια, σαν να είχαν στιλβωθεί από θείο χέρι και στον ουρανό σπίθισε φαντασμαγορικά ο Σταυρός του Νότου. Ένα απόκοσμο φως έλουσε για λίγο το μαιευτήριο στο Νέο Δελχί. Ακριβώς την ώρα που γεννήθηκε. Οι γονείς του Ολλανδοί υπήκοοι, είχαν έρθει για την καλή αμοιβή που προσφέρθηκε στον πατέρα του από την Ολλανδική κυβέρνηση. Ένα λευκό, δυνατό μωρό, τόσο ξεχωριστό ανάμεσα στα άλλα με μάτια… «σαν δυο αστέρια από τον ουρανό!» διέδιδαν στους διαδρόμους οι νοσοκόμες. Και του βάλανε μια μαβιά δαχτυλιά από χρωματιστή σκόνη στο μέτωπο, έτσι, για τύχη. Γιατί ο ερχομός του είχε κατευνάσει τη νεροποντή που τους έπνιγε δυο μήνες τώρα. Έτσι τουλάχιστον πίστεψαν τότε.
Akash τον ονόμασαν. Που σημαίνει ανοιχτός ουρανός. Και είτε το έφερε μαζί με τη γέννησή του είτε τον επηρέαζε η μυστικιστική ενέργεια του ονόματός του, ό,τι έκανε επιβεβαίωνε ότι η ζωή του εκτεινόταν πέρα από τα σύνορα της χωμάτινης γης και των ψηλών φοινικόδεντρων. Ρουφούσε τη γνώση, σκάλιζε το άγνωστο και σύντομα συνειδητοποίησε την έλξη που του ασκούσε η ψυχή των ιθαγενών. Έμαθε τη γλώσσα, ανάγνωσκε τα Ιερά Κείμενα στο πρωτότυπο, διέσχισε τη χώρα με το κατάμεστο τρένο και στο τέλος όταν γέμισε ο ασκός της γνώσης του, αποφάσισε για το μέλλον του. Κάτι από τη μαγεία των ναών, κάτι από τη διαύγεια που προσφέρει η ευρωπαϊκή επιστήμη, έγινε ιεραπόστολος. Της ανθρωπιάς και του πολιτισμού, έλεγε. Στο ένα χέρι το δυτικό Ιερό Βιβλίο, με τ’ άλλο θεράπευε. Τα κρυστάλλινα μάτια του -ακόμα τόσο διαυγή και διεισδυτικά- φώτιζαν κάθε πρόσωπο που τον αντίκριζε, ο λόγος του γλύκαινε τις αγωνίες και τα χέρια του μετέδιδαν υπεύθυνες ελπίδες. Θάνατος και Ζωή τον περικύκλωναν σαν Τιτανομάχοι όσο εκείνος κρατούσε στα χέρια του τη μοίρα κάθε φοβισμένου. Ώσπου τον κατάπιαν οι βάλτοι των χαμένων χωριών, η κούραση και η χαύνωση. Η δύναμή του στράγγιξε, έγινε ασπόνδυλο και κατέληξε να βουλιάζει στις ονειρικές παραισθήσεις του ασιατικού πυρετού. Κάθε ρουφηξιά του οπιούχου καπνού άνοιγε νέους ορίζοντες στα σκοτεινά του οράματα. Με στραμμένο το βλέμμα του στον ουρανό γλιστρούσε μέσα στην απεραντοσύνη του και κάθε σύννεφο γινόταν σκαλοπάτι της ανακάλυψης του γνωσιακού του έρεβους. Επιδίωκε τη μοναξιά, και όλη η αγάπη που υπήρχε μέσα του για την ανθρωπότητα στράφηκε σαν κοφτερό μαχαίρι ενάντια στον ίδιο.
Μια μέρα, το ψάθινο στρώμα του έμεινε άδειο. Δεν τον έβρισκαν πουθενά. Ποια υπεράνθρωπη δύναμη μπόρεσε να τον σηκώσει; Οι νύχτες έγιναν πιο σιωπηλές και οι μέρες συνέχιζαν να ξημερώνουν. Άφαντος. Είδαν τότε κάποιοι, λέγεται, ένα κοράκι να τριγυρίζει πάνω από τις φτωχικές στέγες, να χάνεται και να ξαναγυρίζει.
Ίσως να ’ναι αυτός που μεταλλάχθηκε στον επίγειο άγγελο της πνευματικής και ψυχικής αναζήτησης, η αιθέρια αναγέννηση ως λύτρωση στην αβάσταχτη ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής.
Αθηνά Γκιόκα
Ωραίο!
Ωραία αφήγηση, ζωντανές εικόνες!
Ωραία ιστορία, που ήθελε ίσως πιο πειστικά περάσματα στους χρόνους του ήρωα.