1.Την πρώτη μέρα, αυτή που λέγεται πρώτη επειδή είναι αυτή της πρώτης μνήμης η μέρα, υπήρχαν τα λόγια.
Και λέγονταν λόγια πολλά και κουβέντες αντάλλασσαν ο ένας με τον άλλο.
2.Και ξέφευγαν λόγια αιχμηρά, μόνο που απ’ του ενός το στόμα ξεφεύγανε. Ο άλλος τα φύλαγε μέσα καιρό.
Και το ‘βλεπε ευκαιρία πια να μιλήσει, να τα πει να λευτερωθεί.
Και τ’ αλλουνού όμως φαίνεται του ξέφευγαν τάχα. Έτσι φάνηκε πια μετά, γιατί δεν είχαν νόημα οι συγγνώμες κατόπιν και τα παρακαλετά. Θέλανε και ξεφεύγανε.
3.Κι ήταν οι φωνές δυνατές που ντύναν τα λόγια με ήχο και θόρυβο. Κι όσο ο λόγος πιο κακός, τόσο δύναμη η φωνή. Κι όλο κι ακουγότανε και πέρα απ’ τους τοίχους. Κι απ’ έξω απ’ τα παράθυρα έφτανε.
Και φώναζαν και γαυγίζαν σα σκυλιά λυσσασμένα, σαν ύαινες ουρλιάζαν κι αφρίζαν. Κι όσο ανέβαζε ο ένας, δυνάμωνε ο άλλος. Και νόμιζαν έτσι ότι θέλαν να ακουστούν.
4.Μονάχος γινόταν αν έκανες προσπάθεια πολλή και λίγο πια αν το ‘χες συνηθίσει, να πάψεις ν’ ακούς, να καταφέρεις να σιγάσεις τις φωνές και τους ήχους.
5.Και μέρες πολλές μετά την πρώτη μέρα, που έγινε απλά η πρώτη φορά, απ’ τις πολλές που ακολούθησαν φορές, απ’ τις πολλές που περνούσαν τις μέρες, λάλησαν οι σιωπές.
6.Και τα λόγια σωπάσαν δια παντός και μιλούσαν όπως πάντα τα έργα. Και πέφταν στο τραπέζι κλειδιά, κι έκλειναν πόρτες και σέρνονταν καρέκλες. Σερβίρονταν πιάτα και πιρούνια και κουτάλια, θόρυβο κάνοντας.
7.Τα μάτια πετάγαν σπίθες κι ένιωθες πως αν το βλέμμα ήταν βλήμα δεν ήξερες ποιος θα λαβωνόταν πρώτος.
8.Κι έγινε έτσι κι έξω τίποτε πια δεν ακούγαν. Κι ήταν όλα εντάξει. Κι οι μέρες περάσαν απάνω σου κι απ’ το πολύ συνήθειο να τις ακούς απέξω, τις άκουγες μέσα σου.
Στ’ αυτιά της ψυχής ακούγονταν βρόντοι κι είχες μάθει ευθύς, ν’ αντιστοιχείς.
Κάθε θόρυβος λόγος, κάθε ήχος κουβέντα, κάθε χτύπημα πόνος.
9.Γιατί πια είχαν αναλάβει τα χέρια, τόσο που σώθηκαν τα λόγια και τα βλέμματα.
Τα χέρια του ενός με του αλλουνού τα νύχια και με δόντια. Κι ήτανε τότε που οξύνθηκε η όσφρηση.
10.Και μύριζε κάθε φορά πιο έντονα το οινόπνευμα, τόσο που μάντευες αν ήταν της χθες, του σήμερα ή της ώρας.
11.Την τελευταία μέρα, κι αυτή λέγεται έτσι γιατί ήταν όντως τέτοια, μύρισε πιότερο το αίμα.
Μια και καλή σωπάσαν τα ουρλιαχτά.
Μπήκε η καρδιά στο φέρετρο μα βρήκε η ψυχή σου σπίτι.
12.Και πέρασε καιρός πολύς, αλλάξαν οι χειμώνες, κι όταν πως δεν ακούς καμώνεσαι, δίνεις μια του εαυτού σου και σκάει.
ΑΘΗΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ