Αγαπητή κ. Βασιλειάδη, ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για τη συγγραφή του θεατρικού σας έργου «Πέρασμα»;
Δ.Β.: Καλησπέρα σας καταρχάς και σας ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία. Το αρχικό ερέθισμα για να γράψω το Πέρασμα προέκυψε από ένα ερώτημα που από πάντα με απασχολούσε. Μπορούν να επουλωθούν, να γιάνουν τα παιδικά τραύματα; Σκέψεις πάνω σε αυτό πολλές τριγύριζαν μέσα στο μυαλό μου, ώσπου μια μέρα, εντελώς τυχαία, ενώ περπατούσα στον δρόμο, συνάντησα το φορτηγό μιας μεταφορικής εταιρίας. Κάποιος μετακόμιζε. Το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο κουτιά, βαλίτσες και τυλιγμένα με νάιλον έπιπλα, ενώ πολλοί άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες μιας πολυκατοικίας κουβαλώντας πακέτα και πράγματα. Αν και πολλές φορές είχα δει μετακόμιση -κι εγώ η ίδια έχω μετακομίσει μερικές φορές άλλωστε- ωστόσο, αυτή η εικόνα με άγγιξε και έφερε στην επιφάνεια σκέψεις και ιδέες που ήταν βαθιά κρυμμένες. Έτσι, και σε συνδυασμό με το αρχικό μου ερώτημα, ξεκίνησα να γράφω λέξεις και φράσεις στο χαρτί. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίστηκε μεμιάς η εικόνα ενός διαμερίσματος το οποίο εγκαταλείπει κάποιος, ενός διαμερίσματος αφημένου, σκονισμένου και ασφυκτικά γεμάτου με ογκώδη πράγματα, έπιπλα και βαλίτσες, όλα στοιβαγμένα μέσα στη μέση. Η εικόνα αυτή, λοιπόν, μου έδωσε τον χώρο που αναζητούσα για να τοποθετήσω τους ήρωές μου, τον Πέτρο και τον Λάζαρο.
Τελικά, δημιουργήθηκε το Πέρασμα, ένα υπαρξιακό δράμα, ή πιο σωστά μια υπαρξιακή φάρσα, όπου ο βασικός ήρωας, ο Πέτρος, μέσα σε ένα διαμέρισμα βρόμικο και ακατάστατο, πακετάρει και τακτοποιεί πυρετωδώς πράγματα προκειμένου να μετακομίσει και να πάει κάπου, κατά τα δικά του λεγόμενα, πολύ καλύτερα. Σε όλη αυτή την προσπάθεια έχει κληθεί να τον βοηθήσει ένας φίλος του, ο Λάζαρος, ο οποίος, όμως, τον περισσότερο χρόνο τον περνά σε μια κουνιστή πολυθρόνα, δίχως να δείχνει καμία διάθεση να τον συνδράμει με οποιονδήποτε τρόπο. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια πορεία προς την αυτογνωσία, τη μετάβαση ή τη μετακίνηση του ανθρώπου από μια κατάσταση σε μια άλλη. Καθώς ο χρόνος είναι για όλους μοιραία πεπερασμένος, περνά αμείλικτος και ολοένα λιγοστεύει, το Πέρασμα είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να μεταβεί από την πληγή στην ίαση, από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν κάποιος το επιθυμεί και είναι διατεθειμένος να πληρώσει το τίμημα.
Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να αγνοήσουν το δεδομένο ότι ο χρόνος είναι πεπερασμένος και περνούν τη ζωή τους χωρίς να ωριμάζουν, χωρίς να αντιμετωπίζουν τις ευθύνες τους, δίχως να επιθυμούν να γνωρίσουν πραγματικά τον εαυτό τους. Ένα από τα μηνύματα του έργου μου είναι αυτό. Να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, να αποδέχεσαι τα σφάλματα και τις ευθύνες σου και να μην εφησυχάζεις. Αυτό που, τελικά, βασανίζει, συνειδητά ή ασυναίσθητα τον ήρωά μου, είναι ακριβώς τούτο το ερώτημα. Θα προλάβει μέσα στον χρόνο που διαθέτει -και που μοιραία τελειώνει- να κάνει όλα όσα επιθυμούσε, να πει όλα όσα ήθελε, να καταλάβει όλα όσα πρέπει για τον εαυτό του, ώστε απαλλαγμένος πια από τις ανασφάλειες, τις φοβίες και τις ψευδαισθήσεις να προχωρήσει ελεύθερος;
Το έργο σας εμπεριέχει κάποια αληθινά στοιχεία ή είναι εξ ολοκλήρου μυθοπλασία;
Δ.Β.: Το Πέρασμα είναι μυθοπλασία. Αλλά πάντα στα έργα μου, είτε πρόκειται για ένα θεατρικό κείμενο, ένα διήγημα, ένα παραμύθι, είτε για πίνακα ζωγραφικής, αναπόφευκτα κάποια στοιχεία της πραγματικής μου ζωής, εικόνες, χρώματα και σχήματα που μου έχουν κάνει εντύπωση, προσωπικά βιώματα, κάποια περιστατικά, σκέψεις μου, φράσεις και λέξεις που άκουσα ή είπα έχουν την τάση να εμφανίζονται, να τρυπώνουν στο χαρτί ή στον καμβά.
Πόσο καιρό διήρκεσε η συγγραφή του έργου σας;
Δ.Β.: Δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια τη χρονική διάρκεια της συγγραφής του Περάσματος, καθώς και την αρχική ιδέα την παίδευα αρκετό καιρό, και παράλληλα δούλευα κι άλλα κείμενα, ενώ ετοίμαζα και την τελευταία μου έκθεση ζωγραφικής στη Γκαλερί Τέχνης Λόλα Νικολάου, την καλλιτεχνική μου στέγη στη Θεσσαλονίκη. Πάντως, αυτό που μπορώ με βεβαιότητα να πω, είναι πως η συγγραφή, όπως και κάθε μορφή τέχνης άλλωστε -και όχι μόνο- απαιτεί αφοσίωση, χρόνο και πολλή δουλειά.
Με ποιον από τους ήρωες του έργου σας ταυτίζεστε;
Δ.Β.: Τους αγαπώ και τους δυο ήρωες του έργου μου πολύ, αν και νομίζω πως μάλλον μεγαλύτερη αδυναμία έχω στον Πέτρο. Ωστόσο, με κανέναν από αυτούς δεν ταυτίζομαι. Είμαστε και οι τρεις πολύ διαφορετικοί μεταξύ μας.
Ποιο λογοτεχνικό είδος προτιμάτε να υπηρετείτε διά της συγγραφής; Με ποιο δεν θα καταπιανόσασταν ποτέ;
Δ.Β.: Η μεγάλη μου αγάπη για τα παιδιά με οδήγησε στη συγγραφή παιδικών παραμυθιών και διηγημάτων. Έχω εκδώσει το παιδικό παραμύθι Τα χαμένα χρώματα του ουράνιου τόξου από τις εκδόσεις Μιχάλης Σιδέρης, μια ιστορία για τη δύναμη της φιλίας και της προσφοράς, που αγαπήθηκε πολύ και εξαντλήθηκε. Τώρα πάμε για τη δεύτερη έκδοση.
Σύντομα από τον ίδιο εκδοτικό οίκο θα κυκλοφορήσει το παιδικό μου παραμύθι Ρόμι και Μιράντα, μια ιστορία για τη διαφορετικότητα. Αυτή την περίοδο βρισκόμαστε στο στάδιο της εικονογράφησης. Κι έπεται και συνέχεια βεβαίως.
Επίσης, έχει εκδοθεί από την ΑΝΙΜΑ εκδοτική το παραμύθι μου Η νεράιδα της πιπίλας, που βραβεύτηκε στον 1ο πανελλήνιο διαγωνισμό παραμυθιού που διοργάνωσε η ΑΝΙΜΑ εκδοτική και απευθύνεται σε πολύ μικρά παιδιά.
Το χριστουγεννιάτικο παραμύθι μου Το αστεράκι βραβεύτηκε με έπαινο στον 7ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2018 από τον Όμιλο για την UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών Ελλάδος στην κατηγορία «Παιδικό παραμύθι», το παιδικό μου διήγημα Το κορίτσι που τάιζε τα πουλιά απέσπασε το 2ο βραβείο στον 7ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2018 από τον Όμιλο για την UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών Ελλάδος στην κατηγορία «Παιδικό – Νεανικό Διήγημα», το 3ο βραβείο απέσπασε το παιδικό παραμύθι μου Η φύλακας των ξεχασμένων ονείρων στον 18ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών, Επιστημών και Πολιτισμού Κερατσινίου (2018). Από πάντα, όμως, μια πολύ μεγάλη αγάπη μου ήταν και είναι το θέατρο. Το Πέρασμα βραβεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2017 από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών και από τον Αύγουστο του 2018 κυκλοφορεί πανελλαδικά από την ΚΑΠΑ εκδοτική. Δεν νομίζω πως θα καταπιανόμουν με την ποίηση. Για την ώρα μου αρκεί που υπέροχοι στίχοι, τα λόγια των μεγάλων ποιητών με συντροφεύουν καθημερινά. Αλλά επειδή σε πολλά πράγματα η ζωή με έχει διαψεύσει, μόνο ο χρόνος θα δείξει.
Έχετε εκδώσει δύο παραμύθια και ετοιμάζεστε να εκδώσετε το τρίτο. Πείτε μας δυο λόγια για το παραμύθι που έχετε υπό έκδοση.
Δ.Β.: Το παραμύθι μου που θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό από την εκδοτική Εκδόσεις Μιχάλης Σιδέρης τιτλοφορείται, όπως προανέφερα, Ρόμι και Μιράντα. Πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία για τη φίλια, όπου πρωταγωνιστές είναι δυο υπέροχα πλάσματα, μια μικρή ελεφαντίνα, η Ρόμι, και μια σκιουρίτσα, η Μιράντα. Σε έναν κόσμο όπου επικρατεί μια πολύ βαθιά -ανεξήγητη- έχθρα ανάμεσα στους ελέφαντες και τους σκίουρους, ένα ελεφαντάκι κι ένα σκιουράκι αποφασίζουν, με τη βοήθεια βέβαια λίγο και της τύχης-μοίρας, να κάνουν την υπέρβαση. Το παραμύθι μιλά για τη φιλία και τη διαφορετικότητα, αλλά και για τη μεγάλη δύναμη της αγάπης. Ωστόσο, το πιο σημαντικό μήνυμα είναι πως πρέπει να μάθουμε όλοι, μικροί και μεγάλοι, να είμαστε σκεπτόμενα όντα με κριτική σκέψη και ελεύθερη βούληση και να μην αποδεχόμαστε ως θέσφατα όσα μας λένε κάποιοι, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι αυτοί.
Έχετε δεχτεί αρνητικές κριτικές; Αν ναι, κατά πόσο σας έχουν επηρεάσει;
Δ.Β.: Όταν επιλέξεις να εκτεθείς καλλιτεχνικά, με οποιονδήποτε τρόπο, είτε πρόκειται για μια έκθεση ζωγραφικής, είτε για ένα βιβλίο… πρέπει να είσαι προετοιμασμένος ότι θα δεχτείς κριτική. Φυσικά, και προτιμώ τις θετικές από τις αρνητικές κριτικές, αυτό είναι ανθρώπινο, αλλά από κάθε είδους κριτική, εφόσον το πρόσωπο που την ασκεί είναι καλοπροαίρετο και οι προθέσεις είναι αγνές, μπορείς να μάθεις, να εξελιχθείς, να ωριμάσεις και να προοδεύσεις. Και αυτό είναι άλλωστε το ζητούμενο. Η εξέλιξη προς το καλύτερο.
Ποιος πιστεύετε ότι πρέπει να είναι ο κύριος στόχος κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου; Το οικονομικό όφελος, η φήμη ή η ικανοποίηση μιας εσωτερικής ανάγκης;
Δ.Β.: Για μένα η ενασχόληση με την τέχνη ήταν και είναι μια εσωτερική ανάγκη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο μουσική, βιβλία, πίνακες ζωγραφικής, χαρτιά σχεδίου, μπογιές, χρώματα, πινέλα, τελάρα. Γεμάτο, θα τολμούσα να πω, μαγεία. Η τέχνη ήταν και ακόμα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου, της ζωής μου, της ψυχής μου, της ύπαρξής μου. Δεν θα μπορούσα να ζήσω σε έναν κόσμο χωρίς χρώμα, χωρίς μουσική, χωρίς τέχνη. Την αγαπώ την τέχνη σε κάθε της μορφή και έκφραση. Είμαι κατ’ αρχάς ζωγράφος. Έχω σκηνοθετήσει στο θέατρο, έχω παίξει σε ταινίες. Είμαι συγγραφέας. Η γλώσσα της ζωγραφικής με τα χρώματα και τα σχήματα, με την ελευθερία που προσφέρει ο καμβάς, μου ταιριάζει πολύ. Αλλά και ο κόσμος των λέξεων με συγκινεί βαθιά. Όταν μικρή ανακάλυψα τη δύναμη του λόγου, συγκλονίστηκα. Μαγεύτηκα. Αποφάσισα πως ήθελα κι εγώ να γίνω μέρος αυτού του κόσμου. Κι έκτοτε δεν τον έχω εγκαταλείψει ποτέ.
Τι σημαίνει για σας «συγγραφή»;
Δ.Β.: Θα σας απαντήσω με μια φράση από το Πέρασμα. Προς το τέλος ο Πέτρος λέει «Θέλω να φύγω να πετάξω, ό,τι με πνίγει να το κάψω. Να ζήσω θέλω ευτυχισμένος, να ζήσω θέλω ελεύθερος». Για μένα η συγγραφή, η ζωγραφική, η τέχνη είναι ο τρόπος, ο δρόμος προς την ελευθερία. Σας ευχαριστώ και πάλι για τη φιλοξενία.