Είχε αποφασίσει να περάσει τα Χριστούγεννα μόνη της. Ανέκαθεν την έπιανε μια μελαγχολία αυτές τις μέρες. Ακόμα και στα πρώτα φοιτητικά της χρόνια, όταν οι φίλες της έβγαιναν και διασκέδαζαν κάθε μέρα, εκείνη είχε την ανάγκη να μένει σπίτι με τους γονείς της. Να απολαμβάνει τη θαλπωρή της εστίας που εκείνες τις μέρες έμοιαζε να έχει μια φλόγα μεταφυσική. Φέτος βέβαια δεν θα βίωνε κάποια ανάλογη ατμόσφαιρα. Ο πρώτος της διορισμός την έστειλε μακριά από το σπίτι για πρώτη φορά στη ζωή της. Την άδειά της θα την έπαιρνε την Πρωτοχρονιά. Κάποιοι συνάδελφοι θα έβγαιναν για φαγητό τα Χριστούγεννα και την κάλεσαν. Δεν αρνήθηκε. Δεν δέχτηκε. Ψέλλισε κάτι και είπε ότι αν τελικά μπορέσει, θα τους τηλεφωνήσει.
Την προπαραμονή πήγε στην αγορά. Παρόλο που ήταν ένας άνθρωπος όλος κι όλος, ήθελε να κάνει αυτό που συνηθίζουν όλοι στις γιορτές. Να μαγειρέψει κάτι καλό. Να πάρει κάτι παραπάνω σαν να επρόκειτο να υποδεχθεί καλεσμένους. Είναι μέρος της νεοελληνικής παράδοσης αυτή η σπατάλη. Ήταν σε όλα έτοιμη να ζήσει την εορταστική ρουτίνα που κάθε χρόνο απολάμβανε στο πατρικό της. Οι δρόμοι και τα μαγαζιά βούιζαν συντονισμένα από το σμάρι των ανθρώπων που είχε ξεχυθεί για τα τελευταία ψώνια. Ήταν η μόνη, τις γιορτινές μέρες, κοινωνική αλληλεπίδραση που την ευχαριστούσε.
Αφού τελείωσε με όλα τα άλλα, έμενε να πάρει το δώρο για την Ευγενία. Την πεντάχρονη ανιψιά της. Θα της το έδινε την Πρωτοχρονιά που θα την έβλεπε. Ήταν η κόρη τής πρώτης της ξαδέρφης. Έδειχνε μεγάλη αδυναμία στη θεία της και εκείνη της την ανταπέδιδε στο πολλαπλάσιο. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά, αλλά σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Δεν είχε ποτέ τακτικές συναναστροφές με μικρά παιδιά. Μέχρι να γεννηθεί η Ευγενία. Ήταν μια σχέση που δεν την είχε φανταστεί πιο πριν. Αλλά τώρα την αγαπούσε πολύ και της έλειπε λόγω της απόστασης. Μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο κι αυτό από τη μια απάλυνε την έλλειψη, από την άλλη την επέτεινε.
Ήθελε να της πάρει κάτι που θα την έκανε χαρούμενη και θα την ευχαριστούσε. Περπατούσε στους διαδρόμους του καταστήματος και συλλογιόταν ότι το να κάνεις ένα δώρο σε κάποιον είναι βέβαια μια πράξη αλτρουιστική. Όμως μέσα της μπορεί να κρύβει πολλά. Ενοχές, εγωισμό, εξιλέωση… Κι όλο αυτό της ήρθε γιατί σκεφτόταν ότι δεν θα ήθελε με τίποτα να χάσει τη χαρά της μικρής όταν θα άνοιγε το δώρο της. Το έκανε για το παιδί ή για τον εαυτό της; Ίσως και για τους δυο. Πάντως ένιωθε πάλι πιτσιρίκα τώρα που βρισκόταν μέσα σε τόσα παιχνίδια. Δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Θυμήθηκε τον εαυτό της να ανοίγει τα δώρα των γιορτών. Έμενε ξάγρυπνη μέχρι αργά από την ανυπομονησία και όταν την έπαιρνε ο ύπνος κοιμόταν με τη γλυκιά προσμονή του πρωινού ξυπνήματος και της, όχι και τόσο αναπάντεχης, έκπληξης των δώρων κάτω από το δέντρο.
Περιμένοντας στη στάση του λεωφορείου, στάθηκε δίπλα σε ένα κοριτσάκι που κρατούσε από το χέρι τη μαμά του. Θυμήθηκε την ανιψιά της. Σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να την είχε τώρα μαζί της. Παρά τη βουή του δρόμου κατάφερε να ακούσει δυο κουβέντες.
-Ούτε φέτος πήρε το γράμμα μου;
-Είναι πολλά τα παιδάκια που έχουν στείλει γράμμα. Δεν προλαβαίνει να φέρει δώρα σε όλα. Του χρόνου θα είσαι από τις πρώτες που θα πάρουν δώρο.
Γέλασε μηχανικά στην κόρη της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Είχε μια πίκρα στο βλέμμα που προσπαθούσε να πνίξει. Στο πρόσωπό της μετρούσες δυσκολίες και βάσανα. Το κοριτσάκι χαμήλωσε τα μάτια με απογοήτευση και βάλθηκε να παίζει μηχανικά το πόδι της στο πεζοδρόμιο.
Αισθάνθηκε ένοχη. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήταν το πρώτο πράγμα που ένιωσε. Ένα παιδί που δεν θα πάρει δώρο. Ας ήταν το μοναδικό… Δεν θα ήταν. Όχι, αυτό ήταν πολύ άδικο. Αλλά άδικη είναι η ζωή. Ποτέ δεν πίστεψε το αντίθετο. Δεν ήταν δική της ευθύνη όμως. Δεν έπρεπε να νιώθει έτσι. Γιατί χαλάει τη διάθεσή της; Ας το ξεχάσει.
Ήρθε το λεωφορείο. Μπήκε κρατώντας τα πράγματα. Στριμωγμένη όρθια μαζί με πολύ κόσμο. Είχε αρκετό δρόμο μέχρι το σπίτι. Θα έκανε υπομονή. Δεν γινόταν αλλιώς. Στη μέση της διαδρομής άρχισε να αδειάζει το λεωφορείο. Είδε στην άλλη άκρη το κοριτσάκι με τη μαμά του να έχουν καθίσει. Γύρισε το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Σε τρεις στάσεις κατέβαινε. Είδε τη μητέρα να σηκώνεται και να πατά το κουμπί για στάση. Δε μένουν και μακριά, σκέφτηκε. Οι πόρτες άνοιξαν. Πρώτα κατέβηκε η μικρή με ένα άλμα, και με τη φόρα που είχε παρέσυρε τη μητέρα της που την κρατούσε από το χέρι. Μία παρόρμηση την έσπρωξε να χιμήξει έξω λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες. Ήταν κοντά. Θα γύριζε με τα πόδια τον υπόλοιπο δρόμο. Όχι, δεν ήταν αυτό.
Είχε αφήσει μια σχετικά μεγάλη απόσταση και τις ακολουθούσε διακριτικά. Μετά από λίγο έστριψαν σε ένα στενό και εκείνη επιτάχυνε το βήμα της γιατί έχασε την οπτική επαφή. Μπαίνοντας στο στενό είχε φτάσει κοντά τους. Μετά από λίγο μπήκαν σε μια παλιά πολυκατοικία. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή και το χαλάκι σε ρόλο σφήνας την εμπόδιζε να κλείσει. Η οικοδομή φαινόταν παλιά και σε κακή κατάσταση. Τις είδε να ανεβαίνουν πέντε-έξι σκαλάκια στο διάδρομο και να στρίβουν δεξιά. Αποφάσισε να μπει. Μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας. Άκουγε τη μικρή που μιλούσε στη μαμά της και ήχο από κλειδιά. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και συνέχισε για τον πρώτο. Έστρεψε το κεφάλι για ένα δευτερόλεπτο στο μέρος απ’ όπου ερχόταν ο ήχος. Τις είδε φευγαλέα. Εκείνες δεν πρέπει να την πρόσεξαν. Ανέβηκε στον πρώτο και σταμάτησε. Τις άκουσε να μπαίνουν στο σπίτι και την πόρτα να κλείνει.
Βγήκε τρέχοντας από την πολυκατοικία. Έστριψε στο στενό απ’ όπου ήρθε. Ήταν ταραγμένη. Η αδρεναλίνη την έκανε να περπατά γρήγορα. Ένα τετράγωνο πιο πέρα έκατσε σε ένα παγκάκι να σκεφτεί και να ηρεμήσει. Το κρύο έτσουζε, αλλά αισθανόταν το δέρμα της να καίει. Όταν χαλάρωσε, σηκώθηκε και τράβηξε για το σπίτι. Δεν ήξερε αν χαμογελάει, αλλά έτσι ένιωθε. Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, δεν ήξερε γιατί το έκανε. Όταν μπήκε στο σπίτι της, ήταν όλα ξεκάθαρα. Ήταν πιο γαλήνια τώρα. Κι όμως, ήταν δική της ευθύνη…
-Μαμά, το κουδούνι!
-Ρώτα ποιος είναι.
-Δε μιλάει κανείς.
-Μην ανοίγεις. Έρχομαι να δω.
Η μητέρα της κοίταξε από το ματάκι. Μετά από λίγο άνοιξε. Είδε ένα κουτί μπροστά στην πόρτα. Είχε περιτύλιγμα δώρου κι ένα σημείωμα στο πάνω μέρος. Το πήρε και το διάβασε. Έμεινε για λίγο παγωμένη.
-Τι είναι αυτό, μαμά;
-Διάβασε. Είναι για σένα.
«Συγγνώμη που δεν προλαβαίνω να φέρνω δώρα σε όλα τα παιδιά. Ελπίζω να σου αρέσει».
Σωκράτης Λεοντίτης
Εξαιρετικό το θέμα και κατατοπιστικός ο σύντομος και απλός διάλογος. Το ψηφίζω
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!